Δευτέρα 27 Αυγούστου 2007

Γλάστρα κιούλι





(Αφήγημα εξατομίκευσης ιστορικού γεγονότος)


Κτύπησε απρόθυμα την πόρτα· ήθελε και δεν ήθελε να του ανοίξουν. Το δίλημμα έληξε μόλις άναψε το φως του ηλιακού η Φιλαρέτη. Ο Ευαγόρας γύρισε απότομα να φύγει· δεν πρόσεξε στο μισοσκόταδο τη γλάστρα με το κιούλι που ήταν ακουμπισμένη σχεδόν άτακτα στο μικρό εξώστη. Ο θόρυβος, ίσως και το αθέλητο ξεφωνητό του εφήβου, επιτάχυνε το άνοιγμα της πόρτας. Δεν πρόλαβε να φτάσει στο περιτοίχισμα του κήπου όταν άκουσε τη φωνή της.
-- Ποιος είναι;
Καθόλου τρομαγμένη, σαν να τον περίμενε από ώρα πολλή· λειτούργησε καταπραϋντικά στο δικό του φόβο. Ένιωσε πως βρισκόταν στην ασφάλεια φιλικού περιβάλλοντος· σταμάτησε, έστριψε το κεφάλι κι αντίκρισε στο πλαίσιο της κατάφωτης πόρτας το λευκό στεφάνι των μαλλιών της να περιβάλλει το στενόμακρο πρόσωπο. Τα χαρακτηριστικά της δεν τα πρόσεξε, άλλωστε το φως ερχόταν από πίσω. Όμως, εκείνη η φωνή ήταν που τον έπεισε, μάλλον τον μαγνήτισε, τέλος τον προσήλκυσε. Το πρώτο βήμα επιστροφής έγινε χωρίς να 'χει αποφασιστεί· τα επόμενα έγιναν αποφασιστικά, όπως ξεστομίστηκαν και οι πρώτες λέξεις.
-- Σας παρακαλώ... Μπορείτε να με κρύψετε;
Ο φόβος ξεθώριασε· κάθε υποψία κινδύνου είχε εξαφανιστεί κι από τη σκέψη κι από την καρδιά του. Το άφωτο πρόσωπο με τα αστραφτερά μαλλιά κι η διαρκής αντήχηση της ολόθερμης φωνής γέννησαν μέσα του την εμπιστοσύνη.
-- Με κτύπησαν και με κυνηγούν...
-- Έλα.
Ήταν το πιο ζεστό άκουσμα που έφτασε ποτέ στ' αυτιά του· άπλωσε βάλσαμο ίσαμε το μεδούλι των οστών του· την ακολούθησε ώς τον καναπέ του ηλιακού. Εκεί τον εγκατέλειψαν τα υπολείμματα δυνάμεων που τόση ώρα είχε επιστρατεύσει. Τα πόδια και τα χέρια του κρέμονταν τώρα αμήχανα, και το κεφάλι του έγερνε άνευρο στην κουπαστή του σκαλιστού καθίσματος.


Δεν ξύπνησε έτσι. Αργά το πρωί αντιλήφθηκε σε διπλανό χώρο σιγομιλήματα που αγωνίζονταν να μην τον ενοχλήσουν. Η ψεσινή του περιπέτεια, όμως, τον είχε καταστήσει υπερβολικά ευαίσθητο και στον παραμικρό θόρυβο. Κοίταξε από το παράθυρο· τα κλαδιά της φοινικιάς· νόμισε πως τον χαιρετούσαν· κανονικά θα 'πρεπε να του φανούν απειλητικά· παραξενεύτηκε που αισθανόταν όμορφα στο ξένο στρώμα, στο ξένο δωμάτιο. Μπορεί να βοηθούσαν τα λευκά πεντακάθαρα σεντόνια που μύριζαν λεβάντα· μπορεί ο φθαρμένος καθρέφτης στην παλαιική κορνίζα, όπου καθρεφτιζόταν το χαμόγελό του· παράξενο χαμόγελο. Μπορεί κι η ανάμνηση της θερμής φωνής.


Δεν του αφέθηκε χρόνος για άλλες ερμηνείες. Δυνατά κτυπήματα στην εξώπορτα και κραυγές στα αγγλικά τον συντάραξαν. Ήταν φανερό πως οι διώκτες του είχαν φτάσει ώς το καταφύγιό του. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει· άκουσε την πόρτα ν' ανοίγει και τη φωνή σταθερή, σχεδόν πρόσχαρη, να δέχεται τους νεοφερμένους στη γλώσσα τους. Σύντομα οι κραυγές τους κόπασαν, οι φράσεις τους υποχρεώθηκαν να συντονιστούν με το ρυθμό της φωνής της, οι απαιτήσεις τους αποσύρονταν η μια μετά την άλλη. Τέλος τους άκουσε να λένε "Thank you", και να φεύγουν. Η πόρτα σφαλίστηκε πίσω τους και βασίλεψε ανήσυχη σιγή, ώσπου ο αχός των βημάτων τους έσβησε στο δρόμο. Ανάπνευσε, και συνειδητοποίησε πως τόση ώρα κρατούσε και την ανάσα του. Έκλεισε τα μάτια· ένα τεράστιο ευχαριστώ ανάβλυζε από το στήθος του και γύρευε αποδέκτη.

Τότε ήταν που τον ξάφνιασε η κραυγή.
-- Το παλικάρι!
Και είδε να ορμούν στο δωμάτιο αυτή κι άλλες δυο ανόμοιες γυναίκες. Αυτή, την αναγνώρισε από τα μαλλιά· παρότι τώρα δεν ήταν ξέπλεκα, διατηρούσαν την ψεσινή γοητεία τους. Μόλις τον είδε ξαπλωμένο στο κρεβάτι, άστραψε το πρόσωπό της. Πρόσεξε τα χαρακτηριστικά της· ευγενικά, πρόσχαρα, καταδεκτικά· ρυτίδες να υπογραμμίζουν τα εκφραστικά μάτια. Ταύτισε τα μάτια με τη φωνή· μόνο από τέτοιο βλέμμα θα μπορούσε να πηγάζει εκείνη η φωνή.
-- Δοξάζω Σε, Θεέ μου
την άκουσε να αναστενάζει, καθώς έστρεφε το πρόσωπο προς τη γωνιά του δωματίου, όπου μόλις τώρα, ακολουθώντας την πορεία που διέγραφε η ματιά της, πρόσεξε ο Ευαγόρας πως κρεμόταν η εικόνα της Γλυκοφιλούσας. Πρώτη φορά τον εντυπωσίαζε τόσο η τρυφερή προσέγγιση Μάνας και Μονογενή. Το χαμόγελο του Εμμανουήλ του θύμισε το δικό του που είχε δει λίγο πριν στον καθρέφτη· ίδια συναισθήματα, ίδιες αντιδράσεις, σκέφτηκε· χαμογέλασε. Στο μεταξύ η Φιλαρέτη ήταν στο προσκέφαλό του.
-- Μην ανησυχείς, παλικάρι μου. Τους Εγγλέζους τους κουμαντάρω εγώ· η Νεσλά από δω αναλαμβάνει τους ζαπτιέδες.
Η γηραιότερη από τις δυο γυναίκες γέλασε καλόκαρδα.
-- Να φέρω το αυκολέμονη; κοπελλούιν εν να πεινά.
Δεν περίμενε να πάρει οδηγία· στο σπίτι της Φιλαρέτης η Νεσλά ένιωθε νοικοκυρά.





Ερχόταν κάθε πρωί από το δικό της με τα πόδια. Ζούσε στη γειτονιά Νεπέτ Χανέ της Χώρας με τον άντρα της τον Αχμέτ. Έβγαινε με το ξημέρωμα από την πόρτα της Πάφου και περνώντας πίσω από την Αρχιγραμματεία έφτανε εδώ, στους Αγίους Ομολογητές πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος. Ίσαμε το μεσημέρι που έφευγε, προλάβαινε όλες τις δουλειές. Φρόντιζε πρώτα απέξω, καθάριζε την αυλή κι ύστερα έμπαινε στην κουζίνα. Ήταν η ώρα που συναντούσε την κυρά· έψηνε τον καφέ -μεγάλη μαστόρισσα- και καθόντουσαν οι δυο τους να τα πουν. Σήμερα η κυρά δεν άρχισε να της διηγείται τα ψεσινά της όνειρα, όπως συνήθιζε σχεδόν κάθε μέρα. Είχε ύφος συνωμοτικό, πολύ συγκρατημένο.
-- Κυρία εν εκοιμήθηκεν καλά εψές.
Ξεκίνησε απότομα η Φιλαρέτη.
-- Άκου, Νεσλά· δεν κοιμήθηκα καθόλου...
Και της διηγήθηκε τα συμβάντα της νύχτας. Τα δειλά κτυπήματα στην πόρτα, το θόρυβο της γλάστρας και το ξεφωνητό, την περιποίηση του έφηβου, την απόκρυψή του στο πίσω δωμάτιο, την παρασκευή της σούπας, την αγρύπνια της στην κουνιστή πολυθρόνα του σαλονιού... Της είπε και για τον τρόμο που πέρασε, πριν εμφανιστεί το παλικάρι, από τη φωτιά που ξέσπασε πάνω στο λόφο, και τον καπνό που πλημμύρισε το σπίτι.

Η Νεσλά έδειχνε να καταλαβαίνει.
-- Ρωμηοί εκάμασιν φασαρίαν εψές γειτονιάν σου, αμμά φασαρία εξεκίνησεν από γειτονιάν μου.
Και διηγήθηκε στην κυρά της όσα συνέβησαν το περασμένο δειλινό στη Φανερωμένη. Την είχε ενημερώσει καταλεπτώς ο Αχμέτ το βράδυ. Καθόταν, έτσι της είπε, το απομεσήμερο στο καφενείο με τους φίλους του -το συνηθίζει ν' απολαμβάνει τον αργιλέ του στον καφενέ του Κωνσταντή, λίγο πιο κάτω από την τζιαμούδα- όταν ακούστηκαν δυνατές φωνές από την πλευρά της εκκλησίας, ενώ συγχρόνως κτυπούσαν οι καμπάνες. Έτρεξαν όλοι να δουν και βρέθηκαν ανάμεσα στο πλήθος που συνέρεε από τους γύρω δρόμους και χειρονομούσε και ζητωκραύγαζε· ένας άντρας με ρεπούπλικο τους μιλούσε από την Εμπορική λέσχη. Ακολούθησε άλλος κι άλλος. Κατηγορούσαν την κυβέρνηση και τους Εγγλέζους, κι ο Αχμέτ δε δίστασε να χειροκροτήσει κι αυτός όταν άκουσε να μιλούν ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση· ήξερε καλά, παρότι αγράμματος, πως ο ιδρώτας του μετατρεπόταν σε πλούτο για τους ξένους. Εξάλλου, αυτά τα είχε κουβεντιάσει και με το γιο του. Ύστερα εμφανίστηκε στα σκαλοπάτια ο παπάς της Φανερωμένης· τον γνώριζε, τον συναντούσε συχνά και τον χαιρετούσε, γιατί η κατοικία του βρισκόταν στην αυλή της εκκλησίας, κι όταν πήγαινε για τον καφενέ περνούσε από κει για συντόμι. Οι φωνές και τα ζήτω δεν άφηναν ν' ακουστούν τα λόγια του, μα σύντομα γύρισε απότομα μέσα κι επέστρεψε ανεμίζοντας μια μεγάλη ελληνική σημαία. Ο Αχμέτ ξαφνικά ένιωσε ξένος· αποτραβήχτηκε· μόλις τότε πήρε είδηση πως είχε βρεθεί στο μέσο της συγκέντρωσης, αφού αδιάκοπα κατέφθαναν όλο και περισσότεροι χωραΐτες. Άλλωστε, ο παλμός του πλήθους είχε ανέβει, οι φωνές άρχισαν να τον τρομάζουν, σταδιακά ένιωθε ανεπιθύμητος. Έμεινε πίσω, αλλά καταλάβαινε πως αυτός ο κόσμος ήταν αποφασισμένος για όλα, το καζάνι της αγανάκτησης δε θ' αργούσε να εκραγεί. Πραγματικά, σε λίγο παρατήρησε το πλήθος να μετακινείται, τον τόπο να αδειάζει σιγά σιγά· οι συγκεντρωμένοι κατευθύνονταν προς το Μακρύδρομο. Ήταν η ώρα που καλπάζει το λυκόφως στους δρόμους της πρωτεύουσας· διέκρινε απέναντί του τον καφετζή.
-- Πάνε στο κυβερνείο. Έλα να μου δώσεις ένα χεράκι να κλείσω στα γρήγορα το μαγαζί.
Τον ακολούθησε ο Αχμέτ και σαν έκλεισαν και την τετράφυλλη πόρτα και πέρασε ο Κωνσταντής το ρωμανίσι, τράβηξε μέσα από τα στενά δρομάκια για το σπίτι του. Η Νεσλά σίγουρα τον περίμενε υπομονετικά.

Η Φιλαρέτη της χάιδεψε το χέρι.
-- Καλή μου, φαντάζομαι την αγωνία σου· από το σπίτι σου σίγουρα άκουγες τις φωνές.
Και γεμάτη φροντίδα για τον άνθρωπο που δέκα χρόνια τώρα ήταν η καθημερινή της συντροφιά, ξεκίνησε να της εξηγεί το πώς και το γιατί των γεγονότων. Με την αφήγηση που παρακολούθησε, κατάλαβε επακριβώς τι είχε συμβεί: ό,τι, αλίμονο, εδώ και πολλούς μήνες φοβόταν. Η πυρπόληση του κυβερνείου -δε χωρούσε αμφιβολία πως εκεί είχε εκδηλωθεί η ψεσινή φωτιά- δεν ήταν μήτε η αρχή, μήτε το τέλος· ήταν ένα ξέσπασμα απ' αφορμή την ανέχεια και τον κατατρεγμό, μα είχε βαθιές αιτίες στην απαίτηση για ελευθερία και δικαιοσύνη. Χωρίς αμφιβολία τα νέα παιδιά που ξεσηκώθηκαν, ανάμεσά τους, προφανώς, και το παλικάρι που κοιμόταν κρυμμένο στο πίσω δωμάτιο, αγωνίζονταν να φέρουν στον τόπο την άνοιξη για να διαδεχτεί τους ατέλειωτους χειμώνες· ο τρόπος, όμως, ήταν που την ανησυχούσε. Όση ώρα η Φιλαρέτη μιλούσε, η Νεσλά βυθιζόταν ολοένα σε σκέψη βασανιστική. Μόλις βρήκε την ευκαιρία, την ξεστόμισε.
-- Γιατί, κυρά, δε φώναξαν και δικό μου γιο να τρέξει μαζί τους; Νιαζί μου δεν τους θέλει τους Εγγλέζους.
Ήταν σειρά της Φιλαρέτης να σιωπήσει. Αλήθεια, σκέφτηκε, γιατί στον αγώνα μας να διώξουμε τους αποικιοκράτες, αντί να συμπαρασύρουμε και τους μουσουλμάνους συμπατριώτες μας, τους αφήνουμε, ή και τους στέλνουμε ακόμη, στα χέρια και στα αυριανά, ίσως, σχέδια τους; Δε θα 'πρεπε να το καταλαβαίνουμε πως αργά ή γρήγορα θα τους χρησιμοποιήσουν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους; για να εξασφαλίσουν την παραμονή τους στο νησί μας;

Τις σκέψεις και την αναστροφή των δυο γυναικών είχε διακόψει το χαρούμενο καλημέρισμα της Υακίνθης. Είχε μπει από τη μισάνοιχτη πόρτα της κουζίνας, έτρεξε, αγκάλιασε τη γιαγιά της.
-- Ανησυχήσαμε, είπε, όταν μάθαμε τα γεγονότα του κυβερνείου· ήρθα να δω αν είσαι καλά.
--Είμαι μια χαρά, χαρά μου, και σου έχω στο ερμαράκι φυλαγμένο το γλυκό που σου αρέσει· το φτιάξαμε χτες με τη Νεσλά· αρωματίσαμε το σιρόπι με κιούλι. Πάρε το, κι έλα κάθισε κοντά μου, έχω πολλά να σου πω.
Θρονιάστηκε σ' ένα λεπτό στην παρέα η κοπέλα, μασουλώντας το ραβανί, και στύλωσε την προσοχή της ν' ακούσει. Αυτό που άκουσε, όμως, ήταν οι φωνές και τα κτυπήματα των εγγλέζων στρατιωτών στην πόρτα της εισόδου.


Η αυγολέμονη άχνιζε καθώς την προσκόμιζε η Νεσλά, και το άρωμά της θύμισε στον Ευαγόρα πως πεινούσε. Περίεργα πράγματα· αισθανόταν γεμάτος ζωντάνια κι όρεξη. Όχι πως λησμόνησε τον κίνδυνο που διέτρεξε ψες, τον κίνδυνο που διέτρεξε και πριν λίγο, μα να, ένιωθε σίγουρος πως η περιπέτειά του ήταν πια παρελθόν. Η Νεσλά δεν έλειψε παρά μια στιγμή μονάχα, όσο να σερβίρει στο πιάτο και να γυρίσει· όμως, στην απουσία της έλαμψε το καινούριο πρόσωπο. Η Υακίνθη πλησίασε στα πόδια του κρεβατιού και του 'στειλε το πιο σεμνό χαμόγελο του κόσμου.
-- Καλημέρα.
Θα μπορούσε, σκέφτηκε, να ξαναπεράσει τον ψεσινό εφιάλτη, αν ήταν να ξαναδεχτεί τούτο το χαιρετισμό.
-- Καλημέρα σας, δεσποινίς
κόμπιασε, και τράβηξε την κουβέρτα ίσαμε το πηγούνι του. Η Υακίνθη έπνιξε ένα κύμα γέλιου που πήγε να ξεμυτίσει στο πρόσωπό της, και φανέρωσε το χαρακτήρα της. Δεν ήταν πια ανέμελο κοριτσόπουλο, όπως την υπολόγιζε η γιαγιά της. Στα εικοσιένα της ξεχώριζε από τις συνομήλικές της με τη μόρφωση και το ήθος της. Η Λευκωσία είχε να λέει και για την ομορφιά και για την εξυπνάδα της. Ο πατέρας της, άλλωστε, πασίγνωστος γιατρός και πολιτευτής, δεν έκρυβε το καμάρι του για τη μοναχοκόρη του. Μαζί με τη γυναίκα του, τη μονάκριβη θυγατέρα της Φιλαρέτης, είχαν φροντίσει να την προετοιμάσουν άριστα για τη ζωή. Έλεγαν πως είχε πάρει τα πιο εκλεκτά χαρίσματα από τον παππού της, κι όταν το άκουγε αυτό η Φιλαρέτη συγκατένευε συγκινημένη· ο μακαρίτης ο άντρας της ήταν μοναδικός άνθρωπος.

Το πότε εξαφανίστηκε από το πιάτο η αυγολέμονη δεν το πρόσεξε κανείς. Μόνο καθώς σκούπιζε τα χείλη του ο Ευαγόρας με την υφαντή πετσέτα, πρόσεξε στο κοίταγμα της γερόντισσας την άπειρη ευχαρίστηση που της πρόσφερε απολαμβάνοντας τόσο έκδηλα τη σούπα που του έφτιαξε κατάνυχτα. Οι τρεις τους ήταν καθισμένες στο χαμηλό σοφά και συζητούσαν για το φαγητό του μεσημεριού. Η Υακίνθη είχε αποφασίσει να μείνει ίσαμε το απόγευμα και θα βοηθούσε τη Νεσλά να ετοιμάσουν γεμιστά· ντομάτες και βαζάνια, τα κολοκύθια δεν αρέσουν στην κυρά. Σηκώθηκε η κοπέλα, πήρε το πιάτο και βγήκε από το δωμάτιο. Την ακολούθησε η γριά. Η Φιλαρέτη πλησίασε στο κρεβάτι.
-- Θα φάμε το μεσημέρι, κι ύστερα... Τίναξα τα ρούχα σου, βούρτσισα και τα παπούτσια σου. Θέλω να 'σαι συγυρισμένος όταν βγεις στο δρόμο· να μην υποπτευθεί κανείς ότι ήσουν στα επεισόδια, βλέποντάς σε βουτηγμένο στο χώμα. Σε χτύπησαν πολύ, δεν είναι;
-- Είχα πέσει καθώς τρέχαμε στην κατηφόρα, και με πρόλαβαν.
-- Για πες μου από την αρχή, πώς έγιναν τα πράγματα;
-- Χτες το πρωί ο Γυμναστής μας στο Παγκύπριο...
-- Είσαι μαθητής του Παγκυπρίου;
-- Ναί, είμαι τελειόφοιτος.
-- Λοιπόν;
-- Ο Γυμναστής μας μάς είχε ενημερώσει από το πρωί πως μετά το μεσημέρι θα γινόταν συγκέντρωση και διαδήλωση εναντίον των Εγγλέζων. Εμείς οι μαθητές μετά το τέλος των μαθημάτων θα συγκεντρωνόμαστε στον προμαχώνα, εκεί στο Νέον Άνοιγμα, στην έξοδο του Μακρύδρομου, για να ενωθούμε με τους άλλους διαδηλωτές. Κατά το σούρουπο το πλήθος έφτασε, κι εμείς ενσωματωθήκαμε. Τα συνθήματα έδιναν κι έπαιρναν. Επικεφαλής ήταν ο σημαιοφόρος με την ελληνική σημαία κι ακολουθούσαμε σχεδόν τρεχτοί. Προσπεράσαμε το στάδιο κι ανηφορήσαμε κατά το λόφο του κυβερνείου. Μπροστά μας, δίπλα στις παράγκες των Δημοσίων Έργων, παρατάχτηκαν λίγοι αστυνομικοί, πεντέξη σουβαρήδες και άλλοι τόσοι πεζοί, να μας κόψουν το δρόμο. Πού βρέθηκαν στα χέρια μας τόσα ξύλα δεν κατάλαβα· εκείνο που κατάλαβα ήταν πως κραδαίνοντας τα ξύλα ξαφνιάσαμε τα άλογα που αφηνίασαν. Έγινε πανηγύρι· μπρος τα άλογα, ξωπίσω οι αναβάτες να τα κυνηγούν, πιο πίσω οι πεζοί, και τελευταίοι εμείς να τρέχουμε άλλοι στον κύριο δρόμο του Στροβόλου κι άλλοι στα ακρινά δρομάκια της γειτονιάς σας, ακολουθώντας τους αστυνομικούς που έσπευδαν να χωθούν στο κυβερνείο. Η παρέα μου μπήκαμε από τη δική σας μεριά, προσπεράσαμε την Εκκλησία και συναντήσαμε το μεγάλο όγκο των διαδηλωτών μπροστά στο δάσος· ήταν γύρω στις οκτώ· είχε πια σκοτεινιάσει για καλά. Το κτίριο το φρουρούσαν καμιά τριανταριά ροπαλοφόροι αστυνομικοί. Μας φώναζαν "πίσω" και ορμούσαν για να μας εξαναγκάσουν να υποχωρήσουμε. Πού εμείς· τους απαντούσαμε με βροχή από πέτρες. Μερικοί βουλευτές που συμμετείχαν στη διαδήλωση προσπάθησαν να μας ηρεμήσουν. Το πλήθος αγνόησε τις εκκλήσεις τους και καταστρέφοντας το συρματόπλεγμα εισόρμησε από πολλές κατευθύνσεις, έτσι που έφτασε ίσαμε τα προπύλαια του κυβερνείου. Η απαίτησή μας ήταν να παρουσιαστεί ο κυβερνήτης να ακούσει τη θέληση του λαού, όπως διαμορφώθηκε στη συγκέντρωση της Φανερωμένης. Η άρνηση του Εγγλέζου έκαμε να ξεχειλίσει το ποτήρι. Κάποιος νεαρός, ξέφυγε από τον κλοιό των αστυνομικών, σκαρφάλωσε στην αριστερή κολώνα της εισόδου κι ανεμίζοντας τη γαλανόλευκη που κρατούσε προκάλεσε νέα ρίγη ενθουσιασμού. Ένας από τους συμμαθητές μου σάλπισε με τη σάλπιγγα που κουβαλούσε και το σάλπισμα ακολουθήθηκε από νέα έφοδο του πλήθους. Η κατάσταση φαίνεται πως κρίθηκε πολύ επικίνδυνη γιατί αντιλήφθηκα το Γυμναστή μας να μαζεύει τους μαθητές για να σταθούμε ανάμεσα στους αστυνομικούς και τον κόσμο. Μάταια, βέβαια. Η βροχή από πέτρες συνεχιζόταν ασταμάτητα· πολύ λίγα παράθυρα διατηρούσαν ακόμα τα τζάμια τους· μερικοί αστυνομικοί ήταν ήδη τραυματισμένοι. Κατά τις εννιά ακούσαμε αυτοκίνητα να ανηφορίζουν· τέσσερα οχήματα της αστυνομίας γεμάτα ενόπλους προσπαθούσαν να πλησιάσουν διασχίζοντας το πλήθος. Τώρα η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Άλλοι λιθοβολούσαμε τους νεοφερμένους, άλλοι προσπαθούσαν να παραβιάσουν τις πόρτες του κυβερνείου. Τα αυτοκίνητα εγκαταλείφθηκαν και οι πιο γεροδεμένοι έσπευσαν να τα αναποδογυρίσουν και να τα πυρπολήσουν. Πώς έπιασε φωτιά η δυτική γωνιά του κτιρίου δεν ξέρω· πάντως πριν καλά καλά το συνειδητοποιήσουμε, ολόκληρο το δρύινο παλάτι παραδόθηκε στις φλόγες. Τότε ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί· είχε, προφανώς, δοθεί διαταγή να μας κτυπήσουν· τρομάξαμε, και πάνω στη σύγχυση που προκλήθηκε, το αστυνομικό σώμα εξαπέλυσε την επίθεσή του κάμνοντας χρήση ροπάλων και όπλων. Τρέχαμε να απομακρυνθούμε· μας πρόλαβε η πρώτη ομοβροντία και μας διασκόρπισε. Ένας μεσήλικας που έτρεχε δίπλα μου τραυματίστηκε στο πόδι· τον βοήθησε ένας φίλος μου. Εγώ πήρα την κατηφόρα στην κατεύθυνση της κοίτης του ποταμού, μα μέσα στο σκοτάδι σκόνταψα κι έπεσα προς στιγμή σε ξέβαθο χαντάκι. Με έφτασε ένας αστυνομικός και με κυνήγησε. Κατάφερα να του ξεφύγω· με έχασε μες στα δρομάκια της γειτονιάς σας. Όταν βεβαιώθηκα πως δε με ακολουθούσε πια, κτύπησα την πόρτα σας, ο Θεός ξέρει με πόση επιφύλαξη. Δε φανταζόμουν τι με περίμενε...
Το παλικάρι χαμογέλασε με ευχαρίστηση. Ένιωθε πως χρωστούσε αυτές τις λεπτομερείς εξηγήσεις στη γυναίκα που του πρόσφερε καταφύγιο. Η Φιλαρέτη κούνησε το κεφάλι.
-- Η Παναγία να βάλει το χέρι της, παιδί μου. Ανοίξαμε μεγάλες φουρτούνες! Έλα, τώρα, σήκω, να ντυθείς. Θα στείλω σε λίγο τη Νεσλά να σου φέρει νερό με το λαβομάνο να πλυθείς. Αλήθεια, δε μου χάρισες τ' όνομά σου.
-- Ευαγόρας.
-- Να ζήσεις· και να θυμάσαι πάντα πως τ' ονομά σου είναι φορτίο ευθύνης.

Η Φιλαρέτη βγήκε, κι ο έφηβος προτίμησε να μείνει λίγο ακόμα στο στρώμα. Η γριά δε θα 'ρχόταν αμέσως· τα γεμιστά έχουν το χασομέρι τους. Άλλωστε, ήθελε να ξαναφέρει στο νου του κάποιες λεπτομέρειες από τα επεισόδια του κυβερνείου που έμεναν κάπως θολές στη σκέψη του. Κάτι που τον είχε ξενίσει ιδιαίτερα ήταν η συμπεριφορά των αστυνομικών. Από την αρχή της σύγκρουσης ήταν φανερή η απροθυμία τους να κτυπήσουν αποτελεσματικά τους διαδηλωτές. Άραγε τέτοιες διαταγές πήραν, και γιατί να τις πάρουν, ή ήταν προσωπική τους επιλογή που καθρέφτιζε, ίσως, τη θετική τους διάθεση απέναντι στους στόχους της διαδήλωσης; Προσπάθησε να βρει ερείσματα να στηρίξει τις εκδοχές του. Εκείνο, όμως, που παρεμβαλλόταν αποφασιστικά στην κρίση του ήταν η τελευταία τελευταία εμπειρία του από τη σύγκρουση. Είναι σχεδόν βέβαιος πως ο αστυνομικός που τον κυνήγησε όταν σηκώθηκε από το πέσιμό του, καθώς τον ακολουθούσε ανεβοκατεβάζοντας, στον αέρα μάλλον, το ρόπαλό του, του είπε "βούρα γλήορα, πε, χώστου". Ακόμα αντηχεί στ' αυτιά του αυτός ο πνιχτός ψιθυρισμός. Να σήμαινε μήπως την πρόθεσή του να τον προστατεύσει; Γιατί να το κάμει;

Άκουσε διακριτικό κτύπημα στη μεσόπορτα και τη νεανική φωνή της Υακίνθης.
-- Μπορώ να μπω;
Απάντησε θετικά με μια ακαθόριστη μάζα ήχων που, ευτυχώς, αποκωδικοποιήθηκε σωστά. Στο άνοιγμα της πόρτας πρόβαλε το πρόσωπό της.
-- Δεν ενοχλώ, έτσι;
Νέα μάζα ήχων που θα μεταφραζόταν "ευχαρίστησή μου" αποκωδικοποιήθηκε επίσης σωστά, αφού η Υακίνθη βρέθηκε να κάθεται δίπλα στο κρεβάτι.
-- Η γιαγιά μου είπε πως σε λένε Ευαγόρα.
-- Ε... Ναι.
-- Και είσαι τελειόφοιτος του Παγκυπρίου.
-- Ναι.
-- Και είσαι Καρπασίτης.
-- Αυτό πού το ξέρετε;
-- Ο φίλος σου ο Ευέλθων, πού λες να βρίσκεται τώρα;
Ταράχτηκε ο έφηβος, μα προσπάθησε να το ξεπεράσει.
-- Γνωρίζετε το Ευέλθοντα;
-- Λίγο...
-- Ψες χρειάστηκε να βοηθήσει έναν τραυματία και τον έχασα στο σκοτάδι. Ελπίζω να κατάφερε να γυρίσει στο σπίτι του.
-- Σε βεβαιώνω πως γύρισε! Κάπως αργά, βέβαια, αλλά γύρισε.
-- Αλήθεια, πού τον γνωρίζετε τον Ευέλθοντα; Είμαστε φίλοι τρία χρόνια τώρα. Κάναμε παρέα στο σχολείο, αλλά και τώρα που φοιτά στο Διδασκαλείο συναντιόμαστε συχνά. Είναι κι αυτός εραστής των κλασσικών γραμμάτων. Σκοπεύω να ακολουθήσω το παράδειγμά του· θέλω κι εγώ να γίνω δάσκαλος. Το Ριζοκάρπασο είναι γεμάτο παιδιά που διψούν για ελληνική παιδεία.
-- Ο Ευέλθων θα δουλέψει εδώ στη Λευκωσία. Τον ενοχλεί, όμως, που θα γίνει κυβερνητικός υπάλληλος. Η γιαγιά, πάντως, τον ενθαρρύνει· ήταν δασκάλα, βλέπεις, στον καιρό της.
-- Είσαι η Υακίνθη! Η αδελφή του Ευέλθοντα! Έχω ακούσει τόσα πολλά για σένα από τον αδελφό σου, που έπρεπε να σε καταλάβω μόλις σε είδα.
Άφησε μια στιγμή τη σκέψη του να γυρίσει μέσα του, κι αμέσως συνέχισε.
-- Και να σκεφτείς ότι όλα αυτά τα θαυμάσια μου συμβαίνουν χάρη σε μια γλάστρα!
-- Γλάστρα κιούλι. Μόλις μάζεψα τα σπασμένα από τον εξώστη. Η γιαγιά μου είπε πως σκουντούφλησες ψες.
-- Ναι· ήμουν τρομαγμένος· νόμιζα πως με κυνηγούσαν.
-- Γιατί "νόμιζες"; Κυκλοφορούσαν φαντάσματα;
-- Αυτό ακριβώς ήταν που σκεφτόμουν πριν μπεις στο δωμάτιο. Είμαι σίγουρος πως αύριο θα με βοηθήσει ο Ευέλθων να βρω την απάντηση. Ίσως να τον απασχολεί κι αυτόν το ίδιο ερώτημα.
-- Δηλαδή;
-- Δηλαδή, οι αστυνομικοί που όρμησαν επάνω μας μετά την πυρπόληση του κυβερνείου, είχαν πραγματική πρόθεση να μας κτυπήσουν ή συμμερίζονταν τα δικά μας αισθήματα;
-- Ξεχνάς πως πριν μια ώρα ήρθαν Εγγλέζοι ίσαμε τον ηλιακό, εδώ δίπλα. Βέβαια, φαίνεται πως η έρευνα είναι γενική, δεν ήρθαν, προφανώς, μόνο εδώ, ούτε φάνηκε να γύρευαν κάποιο συγκεκριμένο άτομο, όμως...
-- Είμαι σίγουρος πως άκουσα τον αστυνομικό που με κυνηγούσε να μου λέει να τρέξω να κρυφτώ. Ίσως γνώριζε πως θα ακολουθούσαν το πρωί οι Εγγλέζοι. Άλλωστε και όλη η στάση των αστυνομικών ήταν περίεργη. Έδιναν την εντύπωση πως αρνούνταν να εφαρμόσουν τις διαταγές που έπαιρναν από τους προϊσταμένους τους στο κυβερνείο. Ένας, μάλιστα, τον είδα με τα μάτια μου, πρέπει να τον έλεγαν Χιτσί, έτσι τον φώναξε ο επικεφαλής, αρνήθηκε να συλλάβει τους νεαρούς που ανάρτησαν τη σημαία μας στην κολώνα της εισόδου.
-- Οι σκέψεις σου δεν είναι ανεδαφικές. Όμως τα πράγματα είναι πολύ ανακατεμένα· δύσκολα θα ξεκαθαρίσουν. Οι Εγγλέζοι ήδη προσπαθούν, και είμαι βέβαιη ότι από σήμερα θα προσπαθούν περισσότερο, να εκμεταλλευτούν την παρουσία των μουσουλμάνων του νησιού μας· και μην ξεχνάς ότι οι πλείστοι αστυνομικοί είναι μουσουλμάνοι. Οι Εγγλέζοι, όταν ήρθαν στην Κύπρο, την είδαν κατάξερη και νόμισαν πως ήταν στραγγισμένοι όλοι οι χυμοί της γης μας. Ξεγελάστηκαν όμως, γιατί ρέουν ασταμάτητα οι υπόγειοι ποταμοί της παράδοσής μας κι αρδεύουν τις παμπάλαιες ρίζες μας. Γρήγορα κατάλαβαν πως για να μείνουν είναι απαραίτητο από τη μια να τιθασεύσουν την εθνική συνείδηση των Ελλήνων -παράδειγμα η απαγόρευση της διδασκαλίας της ελληνικής Ιστορίας στα σχολεία μας- και από την άλλη να δημιουργήσουν τούρκικη εθνική συνείδηση στους μουσουλμάνους συμπατριώτες μας για να είναι εύκολη λεία εθνικιστικών μηνυμάτων, και συνεπώς αθύρματα στα χέρια τους.
Η Υακίνθη διαπίστωνε πως ο Ευαγόρας κατανοούσε όσα άκουγε, και παρασύρθηκε σε μια εκτεταμένη ανάλυση του προβλήματος. Όταν φοιτούσε στη Σχολή Καλογραιών είχε την τύχη να παρακολουθήσει έναν εξαίρετο καθηγητή των Ελληνικών, μανιάτη, Φρίξο Διασάκο τον έλεγαν, που με εκπληκτική ευφράδεια, αλλά και πολύ εμπεριστατωμένα τους εξηγούσε τακτικά την πορεία των κοινωνικών μετασχηματισμών στην Κύπρο και στον Ελληνισμό. Επέμενε πως στο νησί ποτέ δεν εγκαταστάθηκαν συστηματικά Τούρκοι, ούτε καν Οθωμανοί, και ότι οι μουσουλμάνοι της Κύπρου δεν είναι παρά εντόπιοι εξισλαμισθέντες ρωμηοί. Έκτοτε η Υακίνθη επανειλημμένα είχε μελετήσει, διερευνήσει και
συζητήσει αυτό το θέμα και είχε ισχυρές απόψεις. Τώρα που έβλεπε πόσο πρόθυμα ο Ευαγόρας την παρακολουθούσε δεν έλεγε να τελειώσει. Ήθελε, λες και μιλούσε στην ηγεσία του τόπου, να πείσει πως θα 'πρεπε άμεσα και χωρίς αναστολές να ξεκινήσει ένας κοινός αγώνας όλων των Κυπρίων για αποτίναξη του αποικιοκρατικού ζυγού, πως θα 'πρεπε η δυναμική που δημιουργήθηκε από το όραμα της ελευθερίας να διοχετευθεί προς το σύνολο του πληθυσμού του νησιού, χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς υστεροβουλίες· μόνο έτσι θα εξασφαλιζόταν το ποθούμενο αποτέλεσμα.

Την προσπάθειά της διέκοψε η Νεσλά που έφτασε με το λαβομάνο.
-- Λακκιρτίν, κόρη μου, εν καλόν, αμμά κοπελλούιν έμεινεν μες στο στρώμαν. Άτε, πάμεν, να φορήσει ρούχα του. Φαΐν όπου τζι αν είσαι εψήθηκεν.
Η Υακίνθη έδωσε στον Ευαγόρα την υπόσχεση πως θα συνέχιζαν στο τραπέζι τη συζήτηση και βγήκε. Η Νεσλά άφησε το λαβομάνο και πήγε να την ακολουθήσει· κοντοστάθηκε. Ήθελε να ενθαρρύνει το παλικάρι σ' αυτό που το έβλεπε να προχωρά· ήθελε, όμως, και να το παρακαλέσει να έχει στο νου του πως και το δικό της παιδί ήταν πρόθυμο να τα βάλει με τους Εγγλέζους. Μετάνοιωσε· όσο κι αν ένιωθε οικεία, όσο κι αν η στάση των ρωμηών ήταν απέναντί της φιλική, κάπου αισθανόταν πως κρυβόταν η απόρριψη. Έσυρε σιωπηλή το βήμα έξω από το δωμάτιο. Όταν, κλείνοντας πίσω της την πόρτα, άλλαξε γνώμη, ήταν πια αργά να επιστρέψει. Έκτισε αμέσως την ελπίδα πως στο τραπέζι θα της δινόταν κάποια ευκαιρία να εκδηλωθεί.
Ο έφηβος ετοιμάστηκε, και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Αισθανόταν πως το τελευταίο εικοσιτετράωρο το πέρασε με τον πιο έντονο τρόπο. Η συμμετοχή του στη διαδήλωση και στη μικρογραφία επαναστατικής ενέργειας στο κυβερνείο, αλλά και η τυχαία επικοινωνία με τη γιαγιά και την αδελφή του Ευέλθοντα, θα καθόριζαν στο εξής σημαντικές επιλογές του. Έβλεπε από τη μια την αναγκαιότητα να πάρει μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας του, κι από την άλλη την πιθανότητα αυτός ο αγώνας να πάρει λάθος δρόμο και να οδηγήσει σε περιπέτειες και σε χειρότερες μορφές υποδούλωσης. Πάντως ήταν ευχαριστημένος που συνειδητοποιούσε το δίλημμα. Πέρασε τα δάχτυλα ανάμεσα στα μαλλιά του· χαμογέλασε.


Άφησε το σακάκι του κρεμασμένο και βγήκε από το δωμάτιο. Βρέθηκε στον ηλιακό· η πόρτα της κουζίνας ήταν ακριβώς απέναντι, κράνοιχτη· άκουσε εκεί τις τρεις γυναίκες να κουβεντιάζουν. Προτίμησε να περιεργαστεί τις φωτογραφίες που κρέμονταν στους τοίχους. Τον σαγήνευσε η γνωστή του φυσιογνωμία του Ευέλθοντα· ο φωτογράφος τον είχε στήσει μπροστά σ' ένα ειδυλλιακό σκηνικό που φάνταζε με το πέρασμα των πεντέξη χρόνων κωμικό για όποιο γνώριζε το σημερινό επαναστάτη νεαρό. Σε διπλανή κορνίζα πόζαρε η γερόντισσα με το μακαρίτη τον άντρα της· καθισμένος εκείνος, με το χέρι ακουμπισμένο στο τραπεζάκι δίπλα του, ενώ η συμβία του όρθια πίσω δεξιά του. Αφαιρέθηκε, προσηλωμένος σ' αυτή τη συνωρίδα· η μακρόχρονη συμβίωση είχε εξομοιώσει τις δυο φυσιογνωμίες που αλληλοσυμπληρώνονταν ως στέρεο βάθρο της εξέλιξης της οικογένειας που δημιούργησαν. Παρέκει η Υακίνθη με τη στολή της Σχολής των Καλογραιών, με το πλατύγυρο καπέλο, ανάμεσα στους γονείς της· ίσως -το συμπέρασμα πρόκυπτε από τη διαφαινόμενη ηλικία της- φωτογραφημένη την ημέρα της αποφοίτησής της. Άκουσε την εντολή της Φιλαρέτης.
-- Νεσλά, ειδοποίησε το παλικάρι πως είναι έτοιμο το τραπέζι· φαίνεται ντροπιάρης, θα περιμένει να τον φωνάξουμε!
Άκουσε και την παρατήρηση της Υακίνθης.
-- Αισχυντηλός, γιαγιά, όχι ντροπιάρης· είναι κι αυτός εραστής των κλασσικών γραμμάτων, σαν τον εγγονό σου· πρόσεχε!
Έσπευσε να διαψεύσει τα συνώνυμα της ιδιότητας που του απέδιδαν· μπήκε στην κουζίνα.
-- Καλώς τον· έλα πάρε θέση στο τραπέζι· κάθισε εδώ που δε φυσά, μην κρυώσεις.
Περιποιητική η γερόντισσα. Θυμήθηκε τη μάνα του στο χωριό· είχε σχεδόν δυο μήνες που έλειπε από το σπίτι του. Δεν ήταν δα κι η πρώτη φορά που έφευγε για να έρθει στη Λευκωσία, μα κάθε φορά άφηνε ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού του εκεί πέρα. Δεν ήταν μονάχα οι γονιοί και τ' αδέρφια του· ήταν κι ο τόπος, οι μυρωδιές κι οι μελιχρότητες και τ' αγνάντια του, τ' αγροικήματα -τα θροΐσματα, τα βουίσματα, τα γαργαρίσματα, τα φλοισβίσματα, τα κελαρύσματα- και τα ψηλαφίσματά του. Ήταν η άμεση αίσθηση της πατρίδας· το πλινθόκτιστο σπίτι με το δώμα, το πηγάδι με το αλακάτι, ο φούρνος και, παραπέρα, το μελίσσι· η εκκλησιά του Αγίου Συνεσίου και τα ερείπια του Αγίου Φίλωνα· το πανηγύρι του Αποστόλου Αντρέα· το ζεστό σταρένιο ψωμί κι η τραγανή γυρισταρκά. Όλα αυτά ήταν ανάγκη να τα εγκαταλείπει για να τα κερδίσει· ήταν ανάγκη να τα στερείται για να τα χαρεί. Η αυριανή εντρύφηση περνά μέσα από τη σημερινή αποξένωση. Του το λέει κι ο Φιλόλογός του συχνά-πυκνά, και σταλάζει παρηγοριά στην ψυχή του. Μέσ' από το καμίνι του πόνου πραγματοποιείται η κατεργασία του μετάλλου της προσωπικότητας· και απαιτείται τέλειο μέταλλο για να κατασκευαστεί ένας δάσκαλος, πολύ περισσότερο αν θα 'ναι δάσκαλος αλυσοδέσμιου λαού.

Από τον κόσμο των αναμνήσεων τον επανέφερε το πιάτο που τοποθετήθηκε μπροστά του. Ευχές για όρεξη δε χρειαζόταν· μόλις κάθησαν και οι ομοτράπεζες, επιδόθηκε στην απόλαυση των γεμιστών, διακόπτοντας πού και πού για να πει ένα φιλοφρόνημα για τις μαγειρικές ικανότητες της Νεσλά, ή ένα σχόλιο στην κουβέντα της Φιλαρέτης με την εγγονή της για την περιποίηση του κήπου. Ο Ευέλθων είχε υποσχεθεί στη γιαγιά του πως θα 'ρχόταν ένα απόγευμα αυτής της εβδομάδας για να βάλει μπρος τη φθινοπωρινή φροντίδα των λουλουδιών. Πέμπτη σήμερα και ποιος ξέρει πότε θα ευκαιρήσει μ' όλ' αυτά που ανακατεύεται. Σκεφτόταν πως θα μπορούσε να έρθει κι αυτός μαζί με τον ακριβαγάπητο φίλο του, να κάμουν παρέα τη δουλειά· θα ήταν, άλλωστε, ένας καλός τρόπος να δείξει την ευγνωμοσύνη του για τη ζεστή φιλοξενία που βρήκε στο σπίτι της γερόντισσας. Θα του το προτείνει αύριο, μόλις συναντηθούν στο Σχολείο. Άραγε, να ζητούσε από την Υακίνθη να μην του πει ο,τιδήποτε σχετικό με τη συνάντησή τους, για να τον ξαφνιάσει αύριο; Η ιδέα μιας τόσο απρόσμενης για τον Ευέλθοντα έκπληξης τον έκαμε να δυσανασχετήσει όταν τον είδε μπροστά του αποσβολωμένο. Καθώς καθόταν απέναντι στην εξώπορτα της κουζίνας, ήταν ο πρώτος που διασταύρωσε το βλέμμα του με το νεοφερμένο.
-- Πού βρέθηκες εσύ εδώ, Ευαγόρα;
Οι τρεις γυναίκες στράφηκαν προς την πόρτα. Η Φιλαρέτη φάνηκε η λιγότερο έκπληκτη από τους συνδαιτυμόνες.
-- Έμπα μέσα και θα λάβεις όλες τις εξηγήσεις με το νι και με το σίγμα.
Ο Ευέλθων προτίμησε πρώτα να αγκαλιάσει το φίλο του που ήδη βρισκόταν δίπλα του. Ύστερα παρακολούθησε μια θυελλώδη περιγραφή των γεγονότων από τέσσερα στόματα που δούλευαν χωρίς συντονισμό, αλλά με πάθος να διατυπώσουν το καθένα από τη δική του σκοπιά την εμπειρία των τελευταίων ωρών. Το μόνο που ξέχασαν να του πουν ήταν πως το κιούλι της σπασμένης γλάστρας είχε μεταφυτευτεί κιόλας στο αριστερό παρτέρι του κήπου. Όταν κόπασε ο οίστρος των αφηγήσεων, ο Ευαγόρας ζήτησε να μάθει για την ψεσινή συνέχεια των κινήσεων του φίλου του. Τίποτε συνταρακτικό. Ο τραυματισμένος τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει να φτάσει ίσαμε τους σπήλιους της Αγίας Παρασκευής, γιατί είχε σκοπό να διανυκτερεύσει κρυμμένος εκεί· έτσι το είχαν προσυμφωνήσει με κάποιους δικούς του που πραγματικά τον ανέμεναν. Κατόπιν γύρισε κατακουρασμένος στο σπίτι, περασμένα μεσάνυχτα, και κοιμήθηκε ώς πριν δυο ώρες. Φυσικά, κι αυτός δεν είχε πάει στο Διδασκαλείο το πρωί. Ένιωθε πως χρειαζόταν να μαζέψει τις σκέψεις του, και του φάνηκε καλύτερος τρόπος να ξεχορτίσει τον κήπο της γιαγιάς. Η Φιλαρέτη άκουγε γεμάτη ανησυχία, με ένα ύφος, όμως, κατοχής κοινού με τον Ευαγόρα μυστικού.
-- Ώστε, λοιπόν, ήσασταν μαζί στο κυβερνείο. Ο εγγονός μου ήταν ο φίλος σου που βοήθησε τον τραυματία. Κύριε ελέησον! Μικρός που είναι ο κόσμος μας!
Ο Ευέλθων ήταν χορτάτος, έφαγε πρόχειρα πριν φύγει από το σπίτι, δεν ήθελε να καθήσει στο τραπέζι. Όμως, να που δεν είχε τώρα πια καμιά διάθεση να πιάσει τα κηπουρικά εργαλεία. Συμφώνησαν να επιστρέψουν αύριο οι δύο τους μετά τα μαθήματα για να διεκπεραιώσουν τη δουλειά στα γρήγορα.

Προσφιλής ο κήπος, προσφιλεστέρα η γνώσις, προσφιλεστάτη η ελευθερία, για να χρησιμοποιήσει παραφραστικά το προσφιλές λόγιο του περσινού Γυμνασιάρχη. Οι καιροί ου μενετοί, θα έλεγε ο Φιλόλογος.
-- Εμείς να πηγαίνουμε!
Ο Ευέλθων έδωσε το πρόσταγμα. Ήταν ήδη απομεσήμερο και οι δυο νέοι έπρεπε να αξιοποιήσουν το δειλινό τους. Οι καθηγητές στο Σχολείο δεν χαρίζονταν, όποια κι αν ήταν η αιτιολογία της μαθητικής ασυνέπειας. Η σημερινή, μάλιστα, απουσία τους διπλασίαζε τις υποχρεώσεις τους· σίγουρα αύριο θα εξεταστούν στα διδαγμένα της προτεραίας. Ο Ευαγόρας σηκώθηκε και υπολόγιζε τη σειρά που έπρεπε ν' ακολουθήσει στις ευχαριστίες. Θυμήθηκε το σακάκι του. Ώσπου να το φέρει θα σκεφτόταν και μια έξυπνη φράση για να συνοδεύσει την έκφραση της ευγνωμοσύνης του στη γερόντισσα. Μπήκε στο πίσω δωμάτιο. Χαιρέτησε τα κλαδιά της φοινικιάς και φόρεσε το σακάκι. Έβαλε αμήχανα το χέρι στην τσέπη. Η βελούδινη αίσθηση τον έκαμε να σαστίσει προς στιγμή· ανασκίρτησε. Ανακάλυψε την προσήκουσα ευχαριστία. Επέστρεψε στην κουζίνα μ' ένα πλατύ χαμόγελο ιχνογραφημένο στο μελαψό του πρόσωπο· αυτό το καρπασίτικο πρόσωπο με τα γαλανά μάτια και τα καστανόξανθα μαλλιά. Πλησίασε στη Φιλαρέτη· εκείνη άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της· άλλος ένας εγγονός ευπρόσδεκτος. Τον φίλησε σταυρωτά και παραξενεύτηκε που διατηρούσε το δεξί του χέρι στην τσέπη του σακακιού. Ο Ευαγόρας ανέσυρε ένα τσαλακωμένο κόκκινο τριαντάφυλλο και της το πρόσφερε σιωπηλός. Η Φιλαρέτη το είχε, όντως, ψηλαφήσει όταν καθάριζε το σακάκι και διερωτήθηκε για την προέλευσή του, δεν είχε, όμως, περάσει από το νου της πως θα μπορούσε να καταστεί αποδέκτης του. Το δέχτηκε με μια θερμή χειρονομία ικανοποίησης· το έφερε στο στήθος της και το προστάτεψε με την παλάμη της. Τον κοίταξε στα μάτια σαν να ρωτούσε "πού το βρήκες;". Η απάντηση ήταν έτοιμη να προβληθεί· άλλωστε μόνο συνοδευμένο από την επεξήγηση το τριαντάφυλλο αποκτούσε το συμβολισμό που ο Ευαγόρας ήθελε να δώσει στην προσφορά του.
--Είναι από τον κήπο του κυβερνήτη. Ψες, όταν ορμήσαμε στο προαύλιο του κυβερνείου, ποδοπατήσαμε τις τριανταφυλλιές· αυτό το μάζεψα για να το γλιτώσω από την καταστροφή, ίσως και για ενθύμιο...
Οι φωνητικές χορδές της Φιλαρέτης, επηρεασμένες από τον κόμπο της συγκίνησης που θρονιάστηκε ανάμεσά τους, αδυνατούσαν να αρθρώσουν τις λέξεις που ετοίμαζε ο εγκέφαλος· ανέλαβαν τα μάτια να διατυπώσουν το λόγο· δυο χοντρά δάκρυα κύλησαν στα γερασμένα μάγουλα. Η εγγονή της την αγκάλιασε τρυφερά.
-- Γιαγιά, θα φέρουμε τη μέρα που ο κήπος του κυβερνείου δε θα ανήκει στον κυβερνήτη, και τα τριαντάφυλλά του δε θα τα δρέπουν οι Εγγλέζοι.
Ο Ευέλθων έβρισκε πως η ατμόσφαιρα είχε παραγίνει μελοδραματική και τράβηξε τον Ευαγόρα από το χέρι.
-- Έλα, πάμε τώρα· αύριο εδώ θα 'μαστε πάλι.
Η Νεσλά, τόση ώρα αποτραβηγμένη στο νεροχύτη -έπρεπε να καθαρίσει πριν φύγει για το σπίτι της- ήταν ευχαριστημένη· αύριο θα του το έλεγε σίγουρα του Ευαγόρα, γιατί όχι και του Ευέλθοντα.
Η Υακίνθη έφερε μια μικρή γλάστρα.
-- Είναι μια ρίζα από το κιούλι σου· στόλισε το δωμάτιό σου· να θυμάσαι την περιπέτειά σου, και την ημιτελή μας συζήτηση!
-- Ευχαριστώ. Τα δυο παλικάρια έσπευσαν να βγουν στον εξώστη της εξόδου. Οι καιροί ου μενετοί.






(Εμπνευσμένο από την εξέγερση του 1931)

Δεν υπάρχουν σχόλια: