Τετάρτη 29 Αυγούστου 2007

Ηλεκτρονική ιεραποστολή


Όταν ένα ιεραποστολικό μήνυμα ξεκινά από τον πομπό του κανείς δεν ξέρει πόσο θα επηρεάσει. Ή, για να το πούμε αλλιώς, μόνο ο κατεξοχήν ιεραπόστολος, ο Τριαδικός Θεός, ξέρει πόσο θα το αξιοποιήσει για να καλέσει στην Πίστη τους δέχτες του ή να προετοιμάσει να την δεχτούν οι άνθρωποι που ακόμα δεν ευτύχησαν να λάβουν την «πληροφορία» του κηρύγματος. Το βέβαιο είναι πως ο Κύριος Ιεραπόστολος, ο κυριότατα ενδιαφερόμενος να συναγάγει εις εν τα πλάσματά του για να λήξει κάποτε οριστικά η περιπέτεια της αυτονόμησης του ανθρώπου, δεν εξαντλείται χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο τρόπο για να απλώσει το μήνυμα της σωτηρίας στα πέρατα της οικουμένης.
Πριν χρόνια είχα την ευλογία να γνωρίσω έναν ορθόδοξο ασιάτη που «προσκλήθηκε» στην Εκκλησία, έλαβε το αρχικό έναυσμα για την αναζήτηση του δρόμου της Πίστης, από ένα ταπεινό χρωματιστό τοσοδά χαρτάκι που είδε σε ταχυδρομικό αντικείμενο – ήταν ένα γραμματόσημο της Κυπριακής Δημοκρατίας που εμφάνιζε τον τότε πασίγνωστο ηγέτη του Τρίτου Κόσμου, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, με τα άμφια του ορθόδοξου Επισκόπου να ευλογεί μπροστά στην Ωραία Πύλη. Ο Θεός, «ο θέλων πάντας σωθήναι» χρησιμοποιεί και τα γραμματόσημα και κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα για να πετύχει το στόχο της αγάπης του, να σαγηνεύσει το αντικείμενο του έρωτά του. Ο άνθρωπος, όταν αφουγκράζεται με πόθο, γίνεται ακροατής, συχνά και αποδέχτης των προσκλήσεων. Ο πιστός έχει υποχρέωση, επειδή είναι επιβιβασμένος στο πλοίο της σωτηρίας και ευτυχεί να είναι συγκληρονόμος του πολύτιμου μαργαρίτη, όλες τις δραστηριότητές του να τις διαθέτει στο Θεό για χρήση προς αυτή την κατεύθυνση.
Και τη σύγχρονη παντοιότροπη ηλεκτρονική πληροφόρηση, βέβαια. Καμιά δραστηριότητα δεν είναι έξω από τη δυνατότητα χρήσης, πολύ περισσότερο εκείνες που έχουν τη δύναμη στην κάθε συγκεκριμένη εποχή να εξαποστέλλουν μηνύματα σε περισσότερους, ταχύτερα και αποτελεσματικότερα. Γιατί το μήνυμα πρέπει να φτάσει «ταχύ», αφού αποτελεί προϋπόθεση του «ερχομού» του Κυρίου Ιησού.
Είναι γεγονός πως συχνά συνέβηκε εκπρόσωποι ή ηγέτες της Εκκλησίας να αντιμετωπίσουν με επιφυλακτικότητα, ενίοτε και εχθρότητα, ας το ομολογήσουμε, μεθόδους, διαδικασίες, αλλά και τεχνολογίες που πρωτοπαρουσιάστηκαν στην εποχή τους, και έσπευσαν να τις κατακεραυνώσουν ως εφευρήματα του …σατανά. Εντούτοις, όταν ψυχραιμότεροι, αγιότεροι θα ήταν πιο σωστό να πούμε, τόλμησαν να προχωρήσουν στη χρήση τους, δεν έμεινε η παραμικρή αμφιβολία για τη θετική συμβολή τους στον ευαγγελισμό. Φυσικά και δεν υπάρχει κανείς σήμερα που να θεωρεί την τυπογραφία εφεύρεση του σατανά! Αντίθετα, περηφανευόμαστε για την κυκλοφορία της Καινής Διαθήκης και στην τάδε απίθανη διάλεκτο της Αφρικής, ή την εκτύπωση των λειτουργικών βιβλίων της Ορθοδοξίας στην κορεατική. Φαντάζεστε η Εκκλησία να αρνείτο να χρησιμοποιήσει την τυπογραφία με την πρόφαση ότι δεν επιτρέπεται να αλλάξει ο πατροπαράδοτος τρόπος παραγωγής αντιγράφων στα ατιγραφτήρια των μοναστηριών; Εκεί και τότε για λόγους …μαζικής παραγωγής ένας ανεγίγνωσκε και καμιά δεκαριά έγραφαν εξ υπαγορεύσεως τα παραγγελμένα από πλούσιους, προφανώς, πελάτες ιερά και άλλα κείμενα.
Το διαδίκτυο, τα τηλεοπτικά κανάλια, κρατικά ή ιδιωτικά, εθνικά ή διασυνοριακά, αναλογικά ή ψηφιακά, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί πάσης εμβελείας είναι οι προσφορότεροι σήμερα τρόποι δραστικής μετάδοσης μηνυμάτων. Μπορεί -και είναι γεγονός- πολλοί χειριστές αυτών των Μέσων να τα μεταχειρίζονται χωρίς έλεος σε βάρος των αξιών που οι κοινωνίες θεσμοθετούν, αλλά τούτο δε μεταβάλλει το μέγεθος των δυνατοτήτων τους να χρησιμοποιηθούν για το άπλωμα της αμπέλου της Πίστης.
Και είναι αλήθεια πως το ραδιόφωνο, σε μικρή έκταση και η τηλεόραση έχουν ήδη δειλά κι επιφυλακτικά στην αρχή, πιο θαρρετά κατόπιν χρησιμοποιηθεί. Βέβαια, το ζητούμενο δεν είναι να έχεις κάποιο ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό που να ‘‘ανήκει’’ στην Εκκλησία. Το ζήτημα είναι πόσοι και ποιοι τον παρακολουθούν και τι εισπράττουν ως ωφέλεια από την παρακολούθηση. Γιατί η γενικότερη κρίση του χριστιανικού-εκκλησιαστικού λόγου είναι, δυστυχώς, πασιφανής. Η σκληρότητα με την οποία συχνά εκφέρεται, η εκφορά του και από άτομα που τα προσόντα τους εκτείνονται από την προκατάληψη ίσαμε το φθόνο και οι στόχοι τους εξικνούνται από την τρομοκράτηση ίσαμε την αυτοπροβολή δυσχεραίνει τα πράγματα. Ίσως, μάλιστα, το ενδεχόμενο αυτός ο ξύλινος λόγος να πολλαπλασιαστεί με την ευρύτερη χρήση των ηλεκτρονικών Μέσων να αποτελεί αντικίνητρο. Όμως, ανεξάρτητα από τους όποιους κινδύνους, τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης και πληροφόρησης οφείλουν να προσφέρονται ως δυνατότητα για χρήση στον ευαγγελισμό της ανθρωπότητας.
Η Εκκλησία έχει καθήκον να σπεύσει. Να διαμορφώσει, αφενός, το λόγο της προσαρμοσμένο –καινισμένο σε σχέση με το χθες που παρήλθε και κενωμένο από κάθε αχρείαστη σήμερα εκζήτηση και μεγαλοστομία- στις ιδιάζουσες συνθήκες του εκάστοτε καιρού και των εκασταχού τόπων. Να εκπονήσει, αφετέρου, σχέδια (εν προσευχή και νηστεία, βέβαια,) αξιοποίησης των σύγχρονων δραστηριοτήτων του ανθρώπου στον ηλεκτρονικό χώρο, όχι απλά για να είμαστε και μεις εκεί, αλλά με πρόθεση επιτέλεσης της αποστολής της αναφορικά τόσο με το πλήρωμά της, όσο και με εκείνα τα παιδιά του Θεού που γεννήθηκαν και ζουν στις χώρες «της σκιάς και της πλάνης». Γιατί τα ως τώρα αποτελέσματα από τη χρήση του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ούτε καν ενθαρρυντικά. Το ακροατήριο των ‘‘θρησκευτικών’’ (!) εκπομπών είναι περιορισμένο και δεδομένο. Η ανακύκλιση του ‘‘ευσεβούς φανατισμού’’ θεωρήθηκε ως η μόνη σαφώς ορατή συνέπεια. Αυτό, βέβαια, είναι υπερβολή, ίσως κακεντρεχής, αλλά δεν πρέπει να παραθεωρείται το γεγονός ότι προσελκύονται στα πλείστα μεταδιδόμενα προγράμματα μόνο οι εύκολες ομάδες του πληθυσμού, ενώ παραμένουν απροσπέλαστες οι ομάδες που εμπεριέχουν κοινωνική δυναμική και προοπτική.
Εφόσον θα συνεχίζεται η ετεροχρονισμένη παρερμηνεία του «κηρύττομεν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον» στη βάση του εμείς έτσι θα το λέμε, κι όποιος καταλάβει κατάλαβε, εμείς έτσι θα το κάνουμε κι οποιανού αρέσει, θα παραμένει ανεδαφικό να προσμένουμε πως ο λόγος της Εκκλησίας θα φτάσει στον προορισμό του, τους, το γε νυν έχον, εκτός. Αν θα συνεχίσουμε να κωφεύουμε στο επίσης παύλειο «γέγονα τοις πάσι τα πάντα», ας σταματήσουμε να υποκρινόμαστε «έρχου Κύριε Ιησού». Ο ερχομός θα βραδύνει στο μέτρο της δικής μας αναλγησίας στο δράμα όσων δεν έλαχε να ζουν μέσα σε οικογένειες πιστών, στο μέτρο της δικής μας αλαζονείας που φαντάζεται τον Πλάστη του κόσμου άρχοντα ευνοιοκράτη, και υποσυνείδητα του αποδίνει ιδιότητες που δε θα ανεχόμασταν ούτε στον πρόεδρο του σωματείου μας να παρατηρήσουμε (να εκδηλώνει, δηλαδή, την αγάπη και τη φροντίδα του μόνο στους ‘‘δικούς του’’).
Η μεγάλη πρόκληση, όμως, είναι σήμερα το διαδίκτυο. Εκεί φαίνεται πως για αρκετά επόμενα χρόνια θα πρέπει να επενδύει όποιος ενδιαφέρεται να επικοινωνεί αποτελεσματικά, και δη σε επίπεδο παγκόσμιο. Εκεί όντως εντρυφούν συνεχώς και περισσότεροι άνθρωποι και μάλιστα εκείνων των ομάδων που δυσκολεύεται να τους συναντήσει αλλού ο λόγος της Εκκλησίας. Ισχυρίζονται οι μελετητές πως στην πρώτη δεκαετία του αιώνα θα σπανίζει μορφωμένος που δε θα προσφεύγει στις ποικίλες ηλεκτρονικές τράπεζες πληροφοριών για να καλύπτει όλων των λογιών τις ανάγκες και προσδοκίες του. Ιδού, λοιπόν, πεδίον ιεραποστολικής δράσης, ιδού αγρός μέγιστος για τη φύτευση του πανίσχυρου σπόρου, ιδού εργαλείο μετάδοσης της φωνής του ευαγγελισμού έως «περάτων της Γης» κατά την εντολή (Ματθ.28,19).
Πρέπει να βρούμε τάχιστα τις διαδρομές του διαδικτύου. Η Εκκλησία έχει μπροστά της τη δυνατότητα, δυο χιλιάδες χρόνια μετά την Ανάσταση, ο λόγος της να φτάσει και στην τελευταία γωνιά του πλανήτη χωρίς το παραμικρό εμπόδιο, χωρίς την παραμικρή παραχάραξη. Μια τέτοια προοπτική, να «πληροφορηθεί» η ανθρωπότητα συνολικά ότι ο Θεός έχει εισβάλει δραματικά στην ανθρώπινη ιστορία, θα άξιζε να ήταν η προσευχή της στους είκοσι αιώνες της εγκόσμιας πορείας της. Αν το υποτυπώδες οδικό δίκτυο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήταν για τους Αποστόλους η μεγάλη διευκόλυνση εκείνη την εποχή, το ηλεκτρονικό διαδίκτυο της εποχής μας που μεταφέρει τα μηνύματα με την ευκολία ενός διακόπτη, ευχεραίνει την επιτάχυνση της «καταλλαγής» της ανθρωπότητας με το Θεό.
Βέβαια, το πάντοτε εγειρόμενο ζήτημα είναι η διαμόρφωση των μηνυμάτων έτσι που να καθίστανται οικεία και προσιτά στον υποψήφιο αποδέκτη. Και αυτό είναι το σημείο όπου η Εκκλησία χρειάζεται να προχωρήσει με αποφασιστικότητα. Οφείλει να τολμήσει να πραγματοποιήσει τομές στον τρόπο μετάδοσης της καθολικής Αλήθειάς της και συνάμα των αξιών της, αφού αποτελεί τη διαχρονική και διατοπική εκπροσώπηση της Σωτηρίας. Αν πράγματι κοιτάζει με συμπάθεια (ως χρεώστης, μάλλον) τα εκατομμύρια των ανθρώπων που και σήμερα, είκοσι αιώνες μετά την ενανθρώπηση του Λόγου, έχουν ακόμα αδήριτη ανάγκη να θρησκεύουν ως μουσουλμάνοι ή ινδουιστές κλπ ή και ειδωλολάτρες, δεν έχει επιλογή. Ο αυτάρεσκος εφησυχασμός είναι ξένος προς το αναμενόμενο ήθος της.
Ποτέ δε θα μπορέσουμε να μετρήσουμε πόσο τα ηλεκτρονικά Μέσα που θα χρησιμοποιήσουμε στον ευαγγελισμό θα επηρεάσουν τους ανθρώπους, πόσους θα καλέσουν στην Ορθοδοξία, ή πόσους θα προετοιμάσουν να την δεχτούν ή, ακόμα, πόσοι απ΄αυτούς που θα πάρουν μια πρώτη γεύση από το διαδίκτυο θα πεθάνουν χωρίς να συναντήσουν ποτέ έναν ορθόδοξο ιεραπόστολο στη χώρα τους.
Ωστόσο, και πέρα από τις ενέργειες του Κυρίου Ιεραποστόλου, πρέπει να δράσουμε. Είναι η ώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: