Παρασκευή 31 Αυγούστου 2007

Οἱ Κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας


Ἕνα τμῆμα τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας με εἰδικό ρόλο εἶναι οἱ κληρικοί. Εἶναι φορεῖς τῆς «εἰδικῆς ἱερωσύνης», έντεταλμένοι στὴν καθοδήγηση τῆς Λατρείας, τὴ δηλοποίηση τοῦ δόγματος καὶ τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας, τὴ διακονία τοῦ λαοῦ συνολικά, καὶ τὴν ἄσκηση τῆς διοίκησης τῶν κατὰ τόπους κοινοτήτων τῶν πιστῶν.
Οἱ κληρικοί ἀνήκουν σὲ δύο ἐπίπεδα. Στο κατώτερο ὑπάγονται οἱ Ἀναγνῶστες, οἱ Ψάλτες, οἱ Κατηχητές, οἱ Νεωκόροι καὶ οἱ Ὑποδιάκονοι μὲ ἀποστολὴ βοηθητικὴ καὶ ὑπηρετικὴ στὴν τέλεση τῆς Λατρείας.
Οἱ κληρικοὶ τοῦ κατώτερου ἐπιπέδου δὲ φέρουν ἰδιαίτερη ἀμφίεση παραμόνον κατὰ τὴν ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων τους. Ἀντίθετα, ὅσοι ἀνήκουν στὸ ἀνώτερο ἐπίπεδο, διακρίνονται καὶ στὴν καθημερινή ζωὴ ἀπὸ τὴν περιβολὴ τους μὲ τὰ «ράσα», ἕνα σύνολο ἀπὸ τρία εἰδικὰ ἐνδύματα. Τὸ ἐσωτερικό εἶναι ἕνα μέχρι τὰ πόδια μακρὺ σταυρωτὸ ἱμάτιο χρώματος συνήθως μαύρου, ἀν καὶ δὲν εἶναι σπάνιοι οἱ κληρικοὶ ποὺ ἐπιλέγουν τὸ γρίζο, μπλὲ ἤ καὶ βαθυκόκκινο χρῶμα. Τὸ ἐξωτερικὸ εἶναι πάντοτε μαῦρο καὶ ἔχει τὴ μορφὴ μανδύα μὲ πλατιὰ μανίκια καὶ ἕνα μοναδικὸ κούμπωμα στὸ λαιμό. Ἐπιπλέον, φέρουν στὴν κεφαλὴ κάλυμμα κυλινδρικοῦ σχήματος ποὺ ὀνομάζεται καλυμμαύχι.
Κατὰ τὴν τέλεση τῆς Λατρείας οἱ ἀνώτεροι κληρικοὶ καὶ οἱ Ὑποδιάκονοι φέρουν «ἄμφια», ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι φέρουν μόνο ἐξωτερικὸ ράσο. Τὰ ἄμφια εἶναι ἐνδύματα λαμπρά καὶ ἐντυπωσιακά, συνήθως λευκἀ μὲ χρυσόχρωμες καὶ χρωματιστὲς διακοσμήσεις, γιατὶ πρέπει νὰ δειχθεῖ καὶ μὲ αὐτὰ ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ Λατρεία εἶναι πρόγευση τῆς Βασιλεἰας τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀνώτατοι, μάλιστα, κληρικοί, φέρουν ἕνα ἔνδυμα ποὺ προέχεται ἀπὸ τὸ ἐνδυματολόγιο τῶν ρωμαίων αὐτοκρατόρων, τὸ σάκκο, ποὺ τοὺς προσδίδει ξεχωριστὴ μεγαλοπρέπεια.
Οἱ κληρικοὶ τοῦ ἀνώτερου ἐπιπέδου διακρίνονται σἐ Διακόνους, Πρεσβυτέρους καὶ Ἐπισκόπους.
Οἱ ἐπίσκοποι εἶναι στὴν Ἐκκλησία «είς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ», δηλαδὴ, μέσω τῆς «ἀποστολικῆς διαδοχῆς», ὑλοποιοῦν τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὡς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι συλλογικὰ, ὅταν συνέρχονται σὲ «Συνόδους», ἐπιφορτισμένοι μὲ τὸ καίριο ἔργο τῆς ὁριοθέτησης καὶ τῆς διακήρυξης τῆς Ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας. Παράλληλα, προεξάρχουν τῆς Λατρείας μὲ κέντρο τὴ Θεία Εὐχαριστία, ποιμαίνουν τὸ πλήρωμα κηρύττοντας τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀσκοῦν τὴν ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση στὰ ὅρια τῆς ἐπαρχίας τους.
Ἀν ἡ ἐπαρχία εἶναι μεγάλη καὶ πολυάνθρωπη, ὀνομάζονται Μητροπολῖτες. Ἀν εἶναι μικρὴ καὶ ἡ ἔδρα τους εἶναι ἀγροτικὴ πόλη, ὀνομάζονται Χωρεπίσκοποι καὶ ὑπάγονται στοὺς πλησιόχωρους Μητροπολῖτες. Ἀν πρόκειται γιὰ μεγάλο διοικητικὸ κέντρο ἤ πρωτεύουσα χώρας, ὀνομάζονται Πατριάρχες ἤ Ἀρχιεπίσκοποι.
Στὴν ὅλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπικρατεῖ ἕνα διοικητικὸ σύστημα συνομοσπονδιακοῦ τύπου ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ μακρινὸ παρελθόν, καὶ ἐπιτρέπει οὐσιαστικὲς διαφοροποιήσεις μεταξὺ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἀναφορικὰ μὲ τὴ διάρθρωση τῶν ἐπισκοπῶν μεταξύ τους. Στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἐλλάδος κάθε Μητροπολίτης εἶναι ἀνεξάρτητος διοικητὴς μιᾶς ἐπαρχίας, καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἁπλῶς προεδρεύει τῆς τοπικῆς Συνόδου. Ἀντίθετα, σὲ ἄλλες Ἐκκλησίες ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου τοῦ διοικητικοῦ κέντρου εἶναι λίγο-πολὺ ἐντονότερος. Στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, χωρὶς νὰ διαθέτει παρεμβατικὰ δικαιώματα στὶς Μητροπόλεις, ἀπολαμβάνει εἰδικῶν τιμητικῶν προνομίων. Στὰ Πατριαρχεῖα ὁ προκαθήμενος εἶναι ὁ οὐσιαστικὸς προϊστάμενος τῶν Μητροπολιτῶν. Μερικοὶ ἐπίσκοποι ἐκλέγονται ἐπικουρικὰ γιὰ νὰ συνδράμουν τὸ ἔργο Μητροπολιτῶν, Ἀρχιεπισκόπων ἥ Πατριαρχῶν οἱ ὁποῖοι τοὺς ἀναθέτουν ἐξειδικευμένα καθήκοντα· αὐτοὶ ὀνομάζονται Βοηθοἰ Ἐπίσκοποι.
Οἱ ἐπίσκοποι ἐπεκράτησε ἡ συνήθεια νὰ προέρχονται ἀπὸ τὴν τάξη τῶν μοναχῶν, ἄνκαι στὸ παρελθὸν σπουδαῖοι ἐπίσκοποι ἦσαν ἔγγαμοι. Ἡ ἀγαμία τοῦ κλήρου ποτὲ δὲ θεωρήθηκε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπαραίτητη συνθήκη. Βέβαια, πλὴν τῶν ἐπισκόπων χειροτονοῦνται καὶ ἄγαμοι κληρικοὶ τῶν ἄλλων βαθμῶν, κυρίως γιὰ τὴν κάλυψη ἀναγκῶν τῶν μοναστηριῶν. Ἀπαγορεύεται, πάντως, ἕνας ἀνώτερος κληρικὸς νὰ νυμφευθεῖ, εἴτε χειροτονήθηκε ἄγαμος, εἰτε καταστάθηκε χῆρος.
Οἱ πρεσβύτεροι, «είς τύπον καὶ τόπον Ἐπισκόπου», ἡγοῦνται τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων, δηλαδὴ τῶν «ἐνοριῶν», καὶ τὸ κατεξοχὴν ἔργο τους εἶναι νὰ τελοῦν τὴ Λατρεία ὡς ἐπικεφαλῆς τῆς τοπικῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητας, τῆς ἐνορίας. Δευτερευόντως άσκοῦν ποιμαντικὰ καθήκοντα, δηλαδὴ καθήκοντα καθοδήγησης τῶν ἐνοριτῶν τους στὴ διαμόρφωση τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους. Ἡ ὲπιτέλεση αὐτῶν τῶν καθηκόντων ὀνομάζεται «ἐφημερεία» καὶ ὁ πρεσβύτερος μιᾶς ἐνορίας λέγεται καὶ ἐφημέριός της. Ὅπου συνυπάρχουν περισσότεροι πρεσβύτεροι, ἐναλλάσσονται στὴν ἐφημερεία Συχνὰ τοὺς ἀνατίθενται ἀπὸ τοὺς προϊσταμένους τους ἐπισκόπους διοικητικῆς φύσης καθήκοντα στὰ πλαίσια τῶν ἐνοριῶν ἤ εὑρύτερων περιοχῶν ἐντὸς τῆς ἐπισκοπῆς. Ἀνάλογα μὲ τὰ καθήκοντα ἤ καὶ τὰ προσόντα τους εἶναι δυνατὸ νὰ τιμηθοῦν μὲ είδικὲς διακρίσεις, καλύτερα ἀναθέσεις ὑπουργημάτων, τὰ «ὀφφίκια», ὁπότε ἀποκαλοῦνται Πρωτοπρεσβύτεροι, Οίκονόμοι κ.τ.τ. Μὲ εἰδικὴ ἐντολὴ καὶ εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου ἕνας πρεσβύτερος εἶναι δυνατὸ νὰ καταστεῖ «πνευματικός», δηλαδὴ νὰ ἀναλάβει τὸν ποιμαντικὸ ρόλο τοῦ ἐξομολόγου καὶ νὰ τελεῖ γιὰ τοὺς πιστοὺς τὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας. Κατά κανόνα οἱ πρεσβύτεροι τῶν ἐνοριῶν εἶναι ἔγγαμοι καὶ γονεῖς. Μερικὲς φορές πρεσβύτεροι προερχόμενοι ἀπὸ τὴν τάξη τῶν μοναχῶν ὑπηρετοῦν σὲ ἐνορίες καὶ συχνὰ τιμῶνται ὡς Ἀρχιμανδρίτες, παρὀτι τὸ ὀφφίκιο αὐτὸ ἀνήκει στοὺς ἡγουμένους μονῶν.
Στὶς ἐνορίες ὑπηρετοῦν κανονικὰ καὶ οἱ διάκονοι. Ἔργο τους εἶναι ἡ ὑποβοήθηση τῶν πρεσβυτέρων στὴν ἐκτέλεση τῶν λατρευτικῶν καὶ ποιμαντικῶν καθηκόντων τους. Σὲ παλαιότερες ἐποχές, ποὺ ἡ τάξη τους ἦταν πολυάριθμη, κατεξοχὴν ἔργο τους ἦταν ἡ κοινωνικὴ ἀντίληψη καὶ ἡ ἄσκηση τῆς φιλανθρωπίας, Σήμερα περιορίζονται στὶς πολὺ μεγάλες ἐνορίες. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τοὺς συναντοῦμε νὰ ὑπηρετοῦν ἐπισκόπους. Ὅταν πολλοὶ διάκονοι ὑπηρετοῦν τὸν ἴδιο ἐπίσκοπο, ὁ ἀρχαιότερος ὀνομάζεται Ἀρχιδιάκονος.
Στὸν ὀρθόδοξο ναὸ διατίθεται διακεκριμένη περιοχὴ, τὸ Ἱερὸ Βήμα, ὅπου παραμένουν καὶ ἐκτελοῦν τὰ λατρευτικὰ τους καθήκοντα, κυρίως τὴν ἐξ ὀνόματος τοῦ λαοῦ προσφορὰ τῆς ἀναίμακτης θυσίας, οἱ ἀνώτεροι κληρικοί. Στὸ Ἱερὸ Βῆμα, τυπικά, εἶναι ἀπαγορευμένη ἡ εἴσοδος τῶν «λαϊκῶν», δηλαδὴ ὅσων μελῶν τοῦ πληρώματος δὲν ἀνήκουν στὸν κλῆρο.
Τὸ σύνολο τῶν κληρικῶν κατὰ κανόνα προέρχονται ἀπὸ τὰ ἄρρενα μἐλη τοῦ πληρώματος. Τὰ τελευταῖα χρόνια σὲ περιορισμένη ἔκταση ἐμφανίζονται γυναῖκες στὴν περιοχὴ τοῦ κατώτερου κλήρου, συγκεκριμένα στὰ καθήκοντα νεωκόρου καὶ ψάλτου. Στὰ ἀρχαῖα χρόνια λειτουργοῦσε ὁ θεσμὸς τῶν διακονισσῶν, ὁ ὁποῖος ἀτόνισε κατόπιν, ὑποκύπτωντας στὰ ἀνδροκρατικὰ ἤθη τῆς μεσαιωνικῆς κοινωνίας, Ὁ ἀποκλεισμός, ἐντούτοις, τῶν γυναικῶν ἀπὸ τὸν κλῆρο δὲ συνιστᾶ σὲ καμιὰ περίπτωση ὑποτίμηση τοῦ φὐλου ἤ τοῦ ρὀλου τῶν θηλέων, ἤ ἀρνητικὴ διάκριση. Ἡ θέση ποὺ κατέχει στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἡ Παναγία Θεοτόκος, περὶ τοῦ ἀντιθέτου διαβεβαιεῖ.
Στὸν κλῆρο ἐντάσσεται ἕνα μέλος τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀφοῦ προηγηθεῖ ἡ «χειροθεσία», γιὰ τοὺς κατώτερους κληρικούς, ἤ ἡ «χειροτονία», για τοὺς ἀνώτερους, ὁπότε καθίσταται φορέας ἁγιοπνευματικοῦ χαρίσματος. Οἱ χειροτονίες εἶναι ἐξακολουθητικὲς καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ χειροτονηθεῖ κάποιος πρεσβύτερος ἂν δὲν εἶναι διάκονος, οὔτε ἐπίσκοπος ἂν δὲν εἶναι πρεσβύτερος. Καὶ παρότι δὲν ἀποκλείεται ἡ «ἀθρόον» χειροτονία (ταχύτατη ἀναρρίχηση στὸν ἐπισκοπικὸ βαθμό), ἡ παράδοση ἐπιβάλλει σταδιακὴ ἄνοδο τοῦ κληρικοῦ στοὺς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης.
Ἡ χειροθεσία εἶναι ἐξαιρετικὰ ἁπλῆ τελετὴ ποὺ πραγματοποιεῖται ἐκτὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος στὰ πλαίσια τοῦ Ἑσπερινοῦ, τοῦ Ὄρθρου ἤ ἄλλης Ἀκολουθίας. Ἀντίθετα ἡ χειροτονία ἀνήκει στὶς βασικές μυστηριακοῦ χαρακτήρα τελετές, καὶ πάντοτε πραγματοποιεῖται ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος στὰ πλαίσια τῆς Θείας Λειτουργίας. Μάλιστα, τὸ σημεῖο τῆς Θείας Λειτουργίας κατὰ τὸ ὁποῖο γίνεται ἡ χειροτονία κάθε βαθμοῦ εἶναι διαφορετικό, σημαίνοντας τὰ ἐιδικὰ καθήκοντα τοῦ κάθε κληρικοῦ. Οἱ ἐπίσκοποι χειροτονοῦνται πρὶν τὴν ἀνάγνωση τῶν περικοπῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης γιὰ νὰ δηλωθεῖ τὸ προφητικό χάρισμα ποὺ λαμβάνουν ὡς κήρυκες του Εὐαγγελίιου· οἱ πρεσβὐτεροι πρὶν τὴν Ἁγία Ἀναφορὰ γιὰ νὰ τονιστεῖ ὁ ρόλος τους ὡς ἱερέων, δηλαδὴ ἐντεταλμένων στὴν εὐχαριστιακὴ προσφορὰ τῆς ἀναίμακτης Θυσίας· οἱ διάκονοι πρὶν τὴν Κοινωνία γιὰ νὰ συνδράμουν στὴ μετάδοση τῶν τιμίων δώρων στοὺς πιστοὺς ὡς οἱ κατεξοχὴν διάμεσοι λαοῦ καὶ ἱερατείου.
Ἀπαραίτητες προϋποθέσεις χειροτονίας στὸν πρῶτο βαθμὸ τῆς ἀνώτερης ἱερωσύνης, αὐτὸ τοῦ διακόνου, εἶναι, πέρα, βέβαια, ἀπὸ τὴν προσωπικὴ κλίση, ἡ προϋπάρχουσα χειροθεσία στὸ βαθμὸ τοῦ ὑποδιακόνου καὶ ἡ «κανονικὴ συμμαρτυρία» ἑνός πρεσβυτέρου ὁ ὁποῖος συνιστᾶ τὸν ὑποψήφιο ὡς κατάλληλο καὶ ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη ἔναντι τοῦ ἐπισκόπου ποὺ θὰ ένεργήσει τὴ χειροτονία. Ἡ ἔκδοση τῆς συμμαρτυρίας στηρίζεται σὲ ἐμπεριστατωμένη ἐξέταση τοῦ ὑποψηφίου τόσο ἀναφορικὰ μὲ τὶς προθέσεις του, ὅσο καὶ σχετικὰ με τὸ ἦθος καὶ γενικότερα τὴ βιωτὴ του ποὺ συνάγεται καὶ ἀπὸ τὴν «ἔξωθεν καλὴ μαρτυρία», δηλαδή τὴ θετικὴ γνώμη τῆς κοινωνίας γιὰ τὸ πρόσωπό του. Γιὰ τὴ χειροτονία πρεσβυτέρου, σύμφωνα μὲ τὴν κανονικὴ τάξη, ἀπαιτεῖται ἡλικία τουλάχιστον τριάντα ἐτῶν· ὅμως, κατεπείγουσες ἀνάγκες ἐπάνδρωσης ἐφημερειακῶν θέσεων στὶς ἐνορίες, κυρίως τῆς ὑπαίθρου, ἐπέβελαν τὴ χειροτονία πολὺ νεοτέρων. Χειροθεσίες καὶ χειροτονίες τελοῦν μόνο οἱ ἐπίσκοποι. Μάλιστα, γιὰ τὴ χειροτονία ἐπισκόπου ἀπαιτεῖται παρουσία τριῶν τουλάχιστον ἐπισκόπων.
Ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακὰ (στόχος τῆς Λατρείας δὲν εἶναι, βέβαια, ὁ ἐτυπωσιασμός, ἀλλὰ ἡ «κατάνυξη» καὶ ἡ δημιουργία προϋποθέσεων «κοινωνίας» τοῦ πιστοῦ μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό) στὴν ὀρθόδοξη Λατρεία εἶναι τὰ «συλλείτουργα», τελετὲς στὶς ὁποῖες παίρνουν μέρος πολλοὶ κληρικοὶ ποὺ μὲ ἱεραρχικότητα καὶ ἀπαράμιλλη τάξη διαδραματίζουν ὁ καθένας τὸ ἀνατεθειμένο καθῆκον, ὥστε ἀποτελοῦν μιὰ ἁρμονική συμφωνία κινήσεων ποὺ ὑπενθυμίζει καὶ προδιαγράφει τὴν εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Οἱ κληρικοὶ, μὲ αὐξανόμενη δόση κατὰ τὸ βαθμό, χαίρουν ἰδιαίτερης τιμῆς ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμα καὶ ἡ ἁπλούστερη προσφώνηση ἑνὸς πρεσβυτέρου, «παπά», ἐκφράζει ἀναγνώριση ἀπὸ τὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ σπουδαίου ρόλου ποὺ ἐπιτελεῖ ὡς διδάσκαλος ἤθους καὶ ὡς ἀναφορέας τῆς Λατρείας. Ὅμως, χρησιμοποιοῦνται καὶ πλῆθος ἄλλες, περιπλοκότερες προσφωνήσεις, συχνὰ ὑπερβολικές, ὅπως παναγιότατος, μακαριότατος, σεβασμιότατος, πανιερότατος, θεοφιλέστατος γιὰ τοὺς ἐπισκὀπους, πανοσιολογιότατος, αίδεσιμότατος κ.ά γιὰ τοὺς πρεσβυτέρους, ἱερολογιότατος κ.ά γιὰ τοὺς διακόνους κ.ού.κ. Ξεχωριστή ἐκδήλωση τιμῆς εἶναι καὶ τὸ χειροφίλημα, ὁ ἀσπασμὸς τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τῶν ἀνώτερων κληρικῶν, ἀκόμη καὶ μεταξὺ τους. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ ἐνέργεια αὐτὴ ἐκδηλώνει μᾶλλον τὴν ἐκζἠτηση εὐλογίας, μεταφορᾶς χάριτος, ἀλλὰ στὴν άντίληψη τῶν πολλῶν λειτουργεῖ καὶ ὡς ἀπότιση τιμῆς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: