Τρίτη 4 Μαρτίου 2008

Για τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό


Η ιστορική επιστήμη δεν είναι στατική, αλλά με την αδιάκοπη έρευνα καθίσταται δυναμική εξελικτική ανάβαση που επιφυλάσσει σε κάθε βήμα καινούριες αντιμετωπίσεις των παλιών, τυπικά λυμένων προβλημάτων.
Ο εθνομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός είναι μια από κείνες τις προσωπικότητες που και της λαϊκής ψυχής προσάναμμα έγιναν, και της μούσας έμπνευση, αλλά και της επιστήμης της Ιστορίας ενδιαφέρον αντικείμενο. Έχουν γραφεί σχετικά με αυτόν από ιστορικούς και ιστοριοδίφες πλήθος έργων, αλλά ποτέ δε θα μπορέσουμε να πούμε πως το θέμα έκλεισε για πάντα. Μάλιστα, αφού οι πηγές της νεότερης ιστορίας μας μένουν ακόμα, για ποικίλους λόγους, σχεδόν ανεκμετάλλευτες. Ιδιαίτερα, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε την Εταιρεία των Φιλικών και την Επανάσταση μπορεί να ιδωθεί κάτω από ένα καινούριο πρίσμα.
Την επικρατούσα άποψη για το ζήτημα δημιούργησε ο Γ. Κηπιάδης που, γράφοντας τα απομνημονεύματά του δεκαετίες μετά τα γεγονότα, απέδωσε στον Κυπριανό τη φλογερή επιθυμία να κηρύξει και στην Κύπρο επανάσταση σύμφωνα με τις συνεννοήσεις του με τους Φιλικούς, και δικαιολόγησε την τελική άρνησή του ισχυριζόμενος ότι συγκρατήθηκε από δικαιολογημένους φόβους και λογικούς υπολογισμούς. Στη συνέχεια θα αποπειραθούμε μια νέα ερμηνεία.
Όπως είναι γνωστό, ο Αρχιεπίσκοπος, εικοσιεπτάχρονος διάκος της Μονής Μαχαιρά, ταξίδεψε στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες και έμεινε εκεί δεκαεννιά ολόκληρα χρόνια. Σκοπός του ταξιδιού του ήταν η εξασφάλιση οικονομικής βοήθειας από τις ακμάζουσες ελληνικές παροικίες των χωρών αυτών για το χειμαζόμενο μοναστήρι του, και, παρόλο που, όπως φαίνεται από τα ηγεμονικά χρυσόβουλα και σιγίλια που έφερε μαζί του, η αποστολή του υπήρξε επιτυχής, θα ήταν οπωσδήποτε παράλογο να υποθέσουμε ότι χρειάστηκε τόσο πολύ καιρό για να την φέρει σε πέρας. Πρέπει, αντίθετα, να παραδεχτούμε πως αυτά τα δεκαεννιά χρόνια τα χρησιμοποίησε για να διαπλάσει ακέραια το ρηξικέλευθο ηγέτη που, γυρίζοντας το 1802 στην πατρίδα, ήταν έτοιμος να αναλάβει το βαρύ του χρέος.




Ας τον παρακολουθήσουμε για λίγο στη διαμονή του εκεί. Μόλις φθάνει προκαλεί το ενδιαφέρον και τη στοργή του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου που φροντίζει για την άμεση εγγραφή του στην περίφημη τότε σχολή του Ιασίου. Έχοντας φωτισμένους δασκάλους ήλθε σε αμεσότερη επαφή με την Αλήθεια, μελετώντας παράλληλα και συνάμα τους ορθόδοξους Πατέρες και τους αρχαίους Κλασσικούς. Σύντομα, εξάλλου συνδέθηκε οργανικά με τη Χάρη, αφού χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Τόση, μάλιστα, ήταν η εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλε ο ηγεμόνας Σούτσος, ώστε το 1791 τον διόρισε εφημέριο του ηγεμονικού ναού.
Ο Κυπριανός έζησε μια ολόκληρη ζωή στο ιδιότυπο περιβάλλον των Ηγεμονιών. Η Μολδαβία και η Βλαχία ήταν σχετικά ανεξάρτητες επαρχίες του σουλτάνου, που τις διοικούσαν απεσταλμένοι του. Ολόκληρο το 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα οι ηγεμόνες ήσαν Φαναριώτες, ανήκαν, δηλαδή, στη διαλεκτή εκείνη τάξη των ρωμιών της Πόλης, που περιστοίχιζε στην αρχή τον Πατριάρχη και που σιγά σιγά οι ανάγκες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι πιέσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων και οι δικές της ικανότητες και επιδιώξεις την έφεραν στα κορυφαία αξιώματα της Υψηλής Πύλης. Ότι περιέβαλλε τον Κυπριανό για δεκαεννιά χρόνια ήταν διαποτισμένο από τις φαναριώτικες αντιλήψεις και τα φαναριώτικα ιδανικά, και έμεινε έντονα τυπωμένο στη δική του σκέψη για πάντα. Κοντολογίς, ο Κυπριανός εξελίχτηκε σε Φαναριώτη κατά τη νοοτροπία και τα οράματα. Από την άλλη μεριά, η πολιτική κατάσταση στη Μολδοβλαχία, ευνοούσε τη διακίνηση φιλελεύθερων ιδεών. Ο Διαφωτισμός και τα επαναστατικά κηρύγματα από τη Γαλλία δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για να ωριμάσει και να μορφοποιηθεί σε κάθε ευαίσθητο δέκτη ο πόθος για την πολιτική ελευθερία.
Στις Ηγεμονίες πλάστηκε το όνειρο των Φαναριωτών· και το όνειρο του Κυπριανού. Η ιστορική έρευνα σήμερα τείνει να ανατρέπει την παλιά άποψη πως η τάξη των Φαναριωτών ήταν ένα κληρονομικό συνάφι εκμεταλλευτών, και πιστεύει, μάλλον, πως κατά το μεγαλύτερο μέρος επρόκειτο περί ιδεολόγων που πάνω από το ατομικό τους συμφέρον, που κι αυτό, αναμφίβολα, το επιδίωκαν με πείσμα, τοποθετούσαν ένα μεγάλο σκοπό: τη συστηματική υποκατάσταση στη διοίκηση της αυτοκρατορίας των ράθυμων μουσουλμάνων του διαρκώς κυβερνώντος μιλιέτ, από το δυναμικό ρωμαίικο στοιχείο, και τη συνακόλουθη σταδιακή συγκέντρωση ολάκερης της εξουσίας στα χέρια των ορθοδόξων του δεύτερου πολυάνθρωπου μιλιέτ, την τελική αναβίωση της οικουμενικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αυτό ήταν το όνειρο των Φαναριωτών και του Κυπριανού που ενστερνίστηκε, ζώντας ανάμεσά τους, το πνεύμα τους. Και το ιδανικό τούτο το έθεσε σκοπό του στην κατοπινή δραστηριότητά του, όταν επέστρεψε στο νησί του.
Στα χρόνια που διετέλεσε Οικονόμος της Αρχιεπισκοπής Κύπρου και στα πρώτα χρόνια της δικής του αρχιεπισκοπίας οφείλουμε να υποθέσουμε ότι κατέβαλε όλες του τις δυνάμεις για την επιτυχία του σκοπού του. Απόδειξη, άλλωστε, αποτελεί η μαρτυρημένη συγκέντρωση της εξουσίας στο νησί στα χέρια του. Μέχρι την άφιξη του Κουτσιούκ-Μεχμέτ, του διοικητή που έστειλε η Πύλη όταν είχε αρχίσει ο αναβρασμός από τη δράση των Φιλικών σε πολλά σημεία της αυτοκρατορίας, επειδή ακριβώς αντιλήφθηκε πως η Κύπρος είχε περιέλθει απόλυτα διά του Αρχιεπισκόπου στα χέρια των Ρωμιών, και για λίγο καιρό ύστερα από αυτήν, ο Κυπριανός συγκέντρωνε, όπως μας διαβεβαιώνουν και πολλοί περιηγητές που γνώρισαν εκείνη την εποχή τον τοπικό μιλιέτ-πασιη – Εθνάρχη, στις πτυχές του ιερού ράσου του, κάθε ίχνος αρχής μέσα στον τόπο.
Ας επικεντρωθούμε, τώρα, στα τρία τελευταία χρόνια της ζωής και της δράσης του, στη σχέση του με την Εταιρεία των Φιλικών και στη στάση του απέναντι στην Επανάσταση. Ο Εθνάρχης είναι βέβαιο πως άκουσε για πρώτη φορά για τα σχέδια των Φιλικών το 1817. Ήταν φυσικό να επιδιώξουν οι Φιλικοί τη μύηση ενός τόσο σπουδαίου ανθρώπου, του ηγέτη «της νήσου εκείνης την οποίαν έχουν το προνόμιον οι Κύπριοι να διοικούν αυτοί σχεδόν τοσούτους χρόνους», όπως αναφέρεται στο «Σχέδιον γενικόν» της Εταιρείας. Πολλές πληροφορίες για τη συμμετοχή του δεν έχουμε, αλλά ξέρουμε πως η επαφή του με την Εταιρεία ήταν συνεχής, όπως και η συνεργασία του με τους Κύπριους εταίρους. Το 1819 ξέρουμε πως συναντήθηκε με το Μετσοβίτη φιλικό Ίπατρο στον οποίο υποσχέθηκε οικονομική ενίσχυση. Αδιάψευστη βεβαίωση του γεγονότος είναι όσα γράφονται στο ιε΄ άρθρο του «Σχεδίου γενικού» και στην ευχαριστήρια επιστολή του Υψηλάντη προς τον Αρχιεπίσκοπο για την οικονομική συμβολή του στην «ίδρυσιν του σχολείου της Πελοποννήσου», δηλαδή, αποκωδικοποιημένο, στην προώθηση των στόχων της Εταιρείας.
Πέρα, όμως, από αυτή την έμμεση υποστήριξη, ο Κυπριανός δεν έδωσε καμιά υπόσχεση και δεν έκαμε καμιά ενέργεια για να προετοιμάσει επανάσταση στην Κύπρο, ιδίως όταν πια πληροφορήθηκε την άρνηση του Καποδίστρια να αναλάβει την ηγεσία, και αντιλήφθηκε την κατεύθυνση που οι πιο ενθουσιώδεις έδιναν στην πορεία της Εταιρείας. Αρνήθηκε επίμονα, παρά τη συνεχή πίεση εκ μέρους της Εταιρείας και μέσω του Λευκωσιάτη φιλικού Μ. Γλυκύ, να προβεί σε οποιαδήποτε επαναστατική εκδήλωση. Και όταν, ακόμα, την τελευταία στιγμή, αφού ο Μωριάς είχε ξεσηκωθεί και οι γύρω του τον γέμιζαν με υποσχέσεις υποστήριξης, η Εταιρεία αποπειράθηκε να ασκήσει εκβιασμό των πραγμάτων με τη σύγχρονη άφιξη του αρχιμανδρίτη Θησέα στη Λάρνακα και του Κανάρη με στολίσκο στη Λάπηθο, ο Κυπριανός έμεινε αμετάπειστος. Θα ήταν πλήγμα για το ρωμαλέο ηγέτη να εκλάβουμε την άρνησή του για συμμετοχή, την ώρα που όλα είχαν πάρει φωτιά, σε αναμέτρηση δυνάμεων και υπολογισμούς δυνατοτήτων. Κανείς, βέβαια, δεν αμφισβητεί πως τα δεδομένα για ένα απόλεμο νησί, τόσο απομονωμένο, χωρίς ναυτική παράδοση, άμεσα προσβλητό από τα κέντρα δυνάμεως του αντιπάλου δε θα ήταν καθόλου ενθαρρυντικά. Κανείς, πάλι, δε θα έλεγε πως ο Κυπριανός στεκόταν αδιάφορος μπρος σε όλα αυτά. Αντίθετα, αυτά ήταν η πρακτική πλευρά που μαζί με την ιδεολογική φαναριώτικη τοποθέτησή του διαμόρφωσαν τα σχέδια και τη στάση του. Όμως, δεν ήταν η κινητήρια σκέψη του. Δεν ήταν στο χαρακτήρα του φιλελεύθερου και ενθουσιώδη Εθνάρχη μια τέτοια συμπεριφορά διστακτικού ουραγού.
Ο Κυπριανός ήταν ηγέτης, και είχε τους δικούς του οραματισμούς. Οι περιστάσεις των καιρών δεν ήταν αρκετές να τον κάμουν να αρνηθεί ό,τι με τόση μαστοριά και υπομονή είχε κτίσει και στεριώσει με αγωνία τόσου χρόνου. Ποθούσε την ελευθερία, την ανάσταση του Γένους, όσο τουλάχιστον και θερμόαιμοι καπεταναίοι, μα είχε χαράξει το δρόμο του για να την κερδίσει και δεν έκρινε απαραίτητο να τον μεταβάλει. Πρόσφερε βοήθεια· παρά τις προσπάθειες του οθωμανού κυβερνήτη δεν αποκήρυξε την Επανάσταση. Συμπεριφέρθηκε υπερήφανα, με απόλυτη συμπάθεια στα αδέρφια του που πήραν τα όπλα. Μα σαν υπεύθυνος ηγέτης της πατρίδας του διαφωνούσε μαζί τους. Διαφορετικά οραματιζόταν την απόκτηση της ελευθερίας του νησιού του. Δεν έπραξε τίποτε ξένο προς την υψηλόφρονη ψυχή του· ακολούθησε, όμως, το δρόμο που είχε από χρόνια χαράξει.
Ο Κυπριανός προχωρούσε μεθοδικά για την απελευθέρωση της Κύπρου και του Γένους. Με τις μεθόδους που διδάχτηκε και τα παραδείγματα που πήρε στις Ηγεμονίες να εργάζεται διπλωματικά και να ενεργεί για την εξασφάλιση απώτερων στόχων, αγωνίστηκε, τα χρόνια της εθναρχίας του, να καταστεί ένας ημιανεξάρτητος ηγεμόνας μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και τα κατάφερε. Προετοίμασε πλήρως το έδαφος που του χρειαζόταν και σκόπευε να εξαλείψει και τα τελευταία υπολείμματα της οθωμανικής κυριαρχίας. Χαρακτηριστικό είναι το κείμενο του φιρμανιού της Πύλης με το οποίο διατασσόταν ο αφοπλισμός των Κυπρίων, όπως έγινε και σε όλη την επικράτεια. Ο τόνος του είναι σχεδόν απολογητικός· φαίνεται σαν να ζητά επιείκεια από τους ειρηνικούς και φιλήσυχους κυπριώτες υπηκόους για την αναστάτωση που τους φέρνει χωρίς σοβαρό λόγο. Αυτή η επιφανειακή ηρεμία δεν ήταν παρά έργο του Εθνάρχη που στο βάθος υπέσκαπτε, μαζί με του ομόφρονές του Φαναριώτες τα θεμέλια της Υψηλής Πύλης.
Ήρθαν, όμως, τα γεγονότα να τον προλάβουν. Ο αναβρασμός στη Ρούμελη κάνει το σουλτάνο καχύποπτο και αυστηρό. Ο νέος διοικητής της Κύπρου, το θεριό, είναι κομιστής των σκληρών μέτρων. Και όταν αντήχησε η πολεμική ιαχή, η θύελλα ξέσπασε και στο νησί, και τη φοβερή ημέρα του Ιουλίου η αγχόνη της πλατείας του σεραγιού έθεσε τέρμα στα όνειρα του Εθνάρχη, άνοιξε λεωφόρους θυσίας καινούριες, και μετέθεσε το μεγάλο οραματιστή από τη στρατευμένη στη θριαμβεύουσα Εκκλησία, όπου αιώνια θα τελεί, ως Επίσκοπος που είναι, τη λογική Λατρεία πρεσβεύοντας στο Δεσπότη Χριστό υπέρ του έκτοτε αγωνιζομένου λαού του.

Ποιος μπορεί να αποφανθεί αν η στάση του Κυπριανού απέναντι στην Επανάσταση ήταν ορθή ή λαθεμένη; Για ένα μονάχα μπορούμε να είμαστε σίγουροι· πως γνώριζε τι ήθελε, πίστευε σ’ αυτό, και τόλμησε να το προωθήσει. Επάνω στην προσπάθεια θυσιάστηκε χάριν του λαού.