Παρασκευή 31 Αυγούστου 2007

Νοσοκομείο το ΙΒ΄αιώνα



Τον Οκτώβριο του 1136, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118-1143) υπέγραψε ένα Τυπικό με το οποίο ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη τη μονή του Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού. Το Τυπικό σώθηκε σε πολλούς κώδικες και δημοσιεύθηκε από τον P. Gautier στη Revue des Etudes Byzantines (τόμος 32-1974). Με το τυπικό αυτό, εκτός από την ίδρυση της μονής, την εξάρτηση από αυτήν άλλων μονών, την ανοικοδόμηση του ναού της «Υπεραγίας Δεσποίνης και Θεοτόκου της Ελεούσης» και του ναού των Ασωμάτων, ιδρύονται στη μονή νοσοκομείο, γηροκομείο και λεπροκομείο.


Το νοσοκομείο παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την άποψη της οργανώσεώς του, που μπορεί κανείς να πει δίχως δισταγμό ότι είναι για την εποχή (άραγε μόνο γι’ αυτή;) πρωτοποριακή.
Παρακάτω δίνουμε σε μετάφραση ένα απόσπασμα από την περιγραφή του νοσοκομείου, όπως την εκθέτει το Τυπικό, αφήνοντας κατά μέρος ορισμένες δευτερεύουσας, ίσως, σημασίας παραγράφους, που ασχολούνται με τη διατροφή των ασθενών, την πνευματική τους φροντίδα, τις αποδοχές του προσωπικού και άλλες λεπτομέρειες, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικές.

Το T υ π ι κ ό
«Επειδή Εγώ όρισα να γίνει και Νοσοκομείο που να περιθάλπει και πενήντα κλινικούς ασθενείς, θέλω και ορίζω να υπάρχουν ανάλογα κρεβάτια γι’ αυτούς τους αρρώστους. Από τα πενήντα αυτά κρεβάτια, τα δέκα να προορίζονται για τους χειρουργημένους ή για τους τραυματίες. Τα οκτώ για όσους πάσχουν από οξείες και επώδυνες ασθένειες οφθαλμολογικές, κοιλιακές και άλλες. Τα άλλα δώδεκα για άρρωστες γυναίκες. Τα υπόλοιπα για συνηθισμένους ασθενείς. Αν περισσεύουν κρεβάτια που προορίζονται για τραυματίες ή για αρρώστους με οφθαλμολογικά νοσήματα ή άλλες οξείες ασθένειες, να συμπληρώνονται από άλλους αρρώστους, οποιαδήποτε νόσο κι αν έχουν.
Κάθε κρεβάτι να έχει ένα στρωσίδι, ένα τρίχινο στρώμα με μαξιλάρι κι ένα πάπλωμα. Το χειμώνα να προστίθενται και δυο βελέντζες. Τα πενήντα αυτά κρεβάτια τα χωρίζω σε πέντε τμήματα (όρδινους). Σε κάθε τμήμα να υπάρχει και ένα παρακρέβατο. Αυτά να προορίζονται για αρρώστους με επείγουσες περιπτώσεις, οι οποίοι, επειδή τα κανονικά κρεβάτια θα είναι γεμάτα, δε θα βρίσκουν θέση.
Εκτός από τα κρεβάτια αυτά τοποθετούνται ακόμη έξι πρόσθετα, με ειδικά στρώματα που έχουν μια στρογγυλή τρύπα στη μέση. Αυτά προορίζονται για κατάκοιτους και για όσους πάσχουν από οξύ νόσημα ή είναι εντελώς εξαντλημένοι ή έχουν οδυνηρά τραύματα.
Πρέπει να υπάρχουν μόνιμα στη διάθεση των αρρώστων που είναι άποροι ή πάσχουν από βαριά νοσήματα μέχρι δεκαπέντε ή και είκοσι φορεσιές για να τις χρησιμοποιούν μέσα στο Νοσοκομείο, παραδίνοντας τις δικές τους. Τα ρούχα των αρρώστων αυτών πρέπει να πλένονται και να φυλάγονται για λογαριασμό τους ώστε, να τα φορέσουν όταν αποθεραπευθούν και πρόκειται να φύγουν από το Νοσοκομείο. Κάθε χρόνο, όσες από τις κλινοστρωμνές και τις φορεσιές φθείρονται εντελώς, να αντικαθίστανται. Τα στρώματα και τα μαξιλάρια να ξηλώνονται, να ξαίνεται το μαλλί τους και τα σχισμένα καλύμματά τους να αλλάζονται και να ξαναράβονται ώστε, οι άρρωστοι να ξαπλώνουν άνετα. Από τις κλινοστρωμνές και τα παλιωμένα ρούχα, όσα αντικαθίστανται, αλλά εξακολουθούν να είναι χρήσιμα στους αρρώστους, να φυλάγονται από το Διοικητικό Διευθυντή. Τα υπόλοιπα να διανέμονται στους φτωχούς.
Επειδή τα πενήντα κρεβάτια χωρίστηκαν σε πέντε τμήματα, ορίζω σε κάθε τμήμα να απασχολούνται δυο γιατροί, τρεις ειδικευμένοι νοσοκόμοι, δυο επιπλέον βοηθοί τους και δυο τραπεζοκόμοι-καθαριστές. Από τους νοσοκόμους θα διανυκτερεύουν κάθε βράδυ τέσσερις άνδρες και μια γυναίκα, δηλαδή σε κάθε τμήμα από ένας. Αυτοί ονομάζονται εξκουβίτορες (νυκτερινή εφημερία). Για το τμήμα των γυναικών ορίζονται δυο γιατροί. Θα παρίστανται επίσης μια «ιάτραινα», τέσσερις ειδικευμένες νοσοκόμες, δυο επιπλέον βοηθοί τους και δυο τραπεζοκόμες-καθαρίστριες. Από τους γιατρούς που υπηρετούν στα τμήματα, οι δυο πρώτοι ονομάζονται πρωτομηνίτες.
Εκτός, όμως, από τους γιατρούς των τμημάτων θα υπάρχουν επιπλέον δυο αρχίατροι (πριμμικήριοι), ένας καθηγητής για να διδάσκει την ιατρική τέχνη και δυο λογιστές (οπτίωνες).
Για τους εξωτερικούς ασθενείς ορίζονται επιπλέον τέσσερις γιατροί, από τους οποίους οι δυο με την ειδικότητα του παθολόγου και οι άλλοι δυο με την ειδικότητα του χειρουργού. Οι δυο χειρουργοί θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και στις γυναίκες, αν τύχει καμιά από αυτές να έχει ανάγκη χειρουργικής επεμβάσεως. Στους γιατρούς αυτούς για τους εξωτερικούς ασθενείς θα παραστέκουν τέσσερις ειδικευμένοι νοσοκόμοι και άλλοι τέσσερις επιπλέον βοηθοί τους. Δυο από τους τελευταίους θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο μοναστήρι μήνα παρά μήνα.
Όλοι οι παραπάνω γιατροί χωρίζονται σε δυο ομάδες. Η πρώτη ομάδα θα υπηρετεί τον ένα μήνα και η άλλη τον άλλο. Το ίδιο ισχύει και για τους δυο αρχίατρους. Θα παρουσιάζονται στο νοσοκομείο καθημερινά δίχως απουσίες. Επιπλέον, από τις αρχές του Μαΐου και μέχρι του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) θα παρουσιάζονται και τα απογεύματα. Έπειτα από τη συνηθισμένη ψαλμωδία θα επισκέπτονται με επιμέλεια τους ασθενείς για να τους εξετάζουν προσεκτικά και να διαπιστώνουν την πορεία της νόσου, να καθορίζουν τη θεραπεία που ταιριάζει στον καθένα, να διατάζουν τα πρεπούμενα σχετικά με το καθετί και να έχουν με κάθε επιμέλεια τη γενική φροντίδα, επειδή πρόκειται να δώσουν για όλα αυτά λόγο στον Παντοκράτορα.
Επίσης οι αρχίατροι, σύμφωνα με τη μηνιαία βάρδια, πρέπει να περνούν κάθε ημέρα από όλα τα κρεβάτια, να ρωτούν κάθε άρρωστο με ποιο τρόπο του προσφέρονται οι ιατρικές υπηρεσίες και αν του προσφέρονται με την πρέπουσα επιμέλεια και προθυμία από αυτούς που έχουν οριστεί να τον φροντίζουν. Επίσης, να σπεύδουν να διορθώνουν τα σφάλματα, να επιπλήττουν αυτόν που έδειξε αμέλεια και να σταματούν αμέσως τις ατσαλιές. Επίσης, πρέπει να παρακολουθούν την καθημερινή διανομή στους αρρώστους του ψωμιού και κάθε άλλου αναγκαίου που ορίστηκε να τους παρέχεται. Γενικά, πρέπει να επιτηρούν τα πάντα με επιμέλεια και να απαιτούν με κάθε φροντίδα να διορθώνονται οι παραλήψεις. Για το λόγο αυτό δεν τους ανατίθεται ευθύνη τμήματος, επειδή το μόνο έργο που έχουν είναι η άσκηση από μέρους τους της επιτηρήσεως.
Αν ο γιατρός, που έχει ορισθεί για τους εξωτερικούς ασθενείς διαπιστώσει ότι ένας από αυτούς είναι βαριά άρρωστος, ενημερώνει σχετικά τον αρχίατρο. Τότε αυτός δίνει την εντολή να εξετάσει τον άρρωστο κι άλλος γιατρός από τους πιο έμπειρους ώστε, να φροντίσει να κάνει ό,τι είναι δυνατό για τη θεραπεία του.
Πέρα από τους γιατρούς που αναφέρθηκαν πιο πάνω, πρέπει να υπάρχει ένας Διοικητικός Διευθυντής («νοσοκόμος») και ένας Γενικός Επιμελητής («Μειζότερος»). Αυτοί θα παίρνουν με επάρκεια ό,τι χρειάζεται και θα τα μοιράζουν άφθονα, όχι μόνο στους αρρώστους που βρίσκονται στο νοσοκομείο, αλλά και στους εξωτερικούς. Για τη διαχείριση των εφοδίων δε θα είναι υπόλογοι σε κανένα, προκειμένου να μη δημιουργείται καμία καθυστέρηση ή έλλειψη στη διανομή τους.
Γενικά, παραγγέλλουμε σε όλους, τόσο στους γιατρούς και σ’ αυτούς που τους επιτηρούν, όσο και στους νοσοκόμους και σε όλους τους άλλους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με στραμμένα τα μάτια προς τον Παντοκράτορα. Να μη δείχνουν αδιαφορία στη φροντίδα των ασθενών, μια και ξέρουν για το πόσο αμείβεται από το Θεό η εργασία αυτή όταν γίνεται σωστά, καθώς επίσης και για τον κίνδυνο που περικλείει, όταν αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση και ξεφεύγει από το σωστό δρόμο. Ό,τι κάνουμε σε καθένα από αυτούς τους ελαχίστους αδελφούς μας, ο Δεσπότης μας Θεός τα νιώθει σαν να γίνονται γι’ Αυτόν κι έτσι ανάλογα με τα καλά που κάνουμε, προσφέρει και τις αμοιβές. Πρέπει, λοιπόν, όλοι μας να διαμορφώσουμε τη συμπεριφορά μας απέναντι στους αδελφούς μας, με βάση τη σκέψη ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το ακοίμητο μάτι του Θεού και ότι το να πέσουμε στα χέρια Του είναι κάτι το φρικτό.
Στην παραπάνω ομάδα των γιατρών, των νοσοκόμων και όλων των άλλων, προσθέτουμε και τους εξής: έναν προϊστάμενο φαρμακοποιό («επιστήκτων»), τρεις ειδικευμένους παρασκευαστές-φαρμακοτρίφτες («πημεντάριοι»), δυο βοηθούς τους, έναν κλητήρα («οστιάριος»), πέντε πλύντριες («σαπωνίστριαι»), ένα θερμαστή στο μαγειρείο («λεβητάριος»), δυο μάγειρους, έναν ιπποκόμο («στράτωρ») για τα άλογα του μύλου και για να φροντίζει τα άλογα των γιατρών την ώρα που ασχολούνται στο νοσοκομείο, ένα θυρωρό («πυλωρός»), έναν τροφοδότη («οψωνιάτωρ»), δυο ιερείς και δυο αναγνώστες. Ο ένας από τους ιερείς, εφοδιασμένος με την άδεια του Αρχιερέα, θα αφιερωθεί στην ακρόαση των εξομολογήσεων των εξασθενημένων αρρώστων ώστε, να μη φεύγουν από τον κόσμο ανεξομολόγητοι και έτσι πεθαίνουν από τον ψυχικό θάνατο, που είναι αληθινά ο πιο φοβερός. Ακόμη προσλαμβάνονται δυο αρτοποιοί, τέσσερις νεκροθάπτες, ένας ιερέας για τις κηδείες, ένας καθαριστής αποχετεύσεων και ένας μυλωνάς».

Οἱ Κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας


Ἕνα τμῆμα τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας με εἰδικό ρόλο εἶναι οἱ κληρικοί. Εἶναι φορεῖς τῆς «εἰδικῆς ἱερωσύνης», έντεταλμένοι στὴν καθοδήγηση τῆς Λατρείας, τὴ δηλοποίηση τοῦ δόγματος καὶ τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας, τὴ διακονία τοῦ λαοῦ συνολικά, καὶ τὴν ἄσκηση τῆς διοίκησης τῶν κατὰ τόπους κοινοτήτων τῶν πιστῶν.
Οἱ κληρικοί ἀνήκουν σὲ δύο ἐπίπεδα. Στο κατώτερο ὑπάγονται οἱ Ἀναγνῶστες, οἱ Ψάλτες, οἱ Κατηχητές, οἱ Νεωκόροι καὶ οἱ Ὑποδιάκονοι μὲ ἀποστολὴ βοηθητικὴ καὶ ὑπηρετικὴ στὴν τέλεση τῆς Λατρείας.
Οἱ κληρικοὶ τοῦ κατώτερου ἐπιπέδου δὲ φέρουν ἰδιαίτερη ἀμφίεση παραμόνον κατὰ τὴν ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων τους. Ἀντίθετα, ὅσοι ἀνήκουν στὸ ἀνώτερο ἐπίπεδο, διακρίνονται καὶ στὴν καθημερινή ζωὴ ἀπὸ τὴν περιβολὴ τους μὲ τὰ «ράσα», ἕνα σύνολο ἀπὸ τρία εἰδικὰ ἐνδύματα. Τὸ ἐσωτερικό εἶναι ἕνα μέχρι τὰ πόδια μακρὺ σταυρωτὸ ἱμάτιο χρώματος συνήθως μαύρου, ἀν καὶ δὲν εἶναι σπάνιοι οἱ κληρικοὶ ποὺ ἐπιλέγουν τὸ γρίζο, μπλὲ ἤ καὶ βαθυκόκκινο χρῶμα. Τὸ ἐξωτερικὸ εἶναι πάντοτε μαῦρο καὶ ἔχει τὴ μορφὴ μανδύα μὲ πλατιὰ μανίκια καὶ ἕνα μοναδικὸ κούμπωμα στὸ λαιμό. Ἐπιπλέον, φέρουν στὴν κεφαλὴ κάλυμμα κυλινδρικοῦ σχήματος ποὺ ὀνομάζεται καλυμμαύχι.
Κατὰ τὴν τέλεση τῆς Λατρείας οἱ ἀνώτεροι κληρικοὶ καὶ οἱ Ὑποδιάκονοι φέρουν «ἄμφια», ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι φέρουν μόνο ἐξωτερικὸ ράσο. Τὰ ἄμφια εἶναι ἐνδύματα λαμπρά καὶ ἐντυπωσιακά, συνήθως λευκἀ μὲ χρυσόχρωμες καὶ χρωματιστὲς διακοσμήσεις, γιατὶ πρέπει νὰ δειχθεῖ καὶ μὲ αὐτὰ ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ Λατρεία εἶναι πρόγευση τῆς Βασιλεἰας τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀνώτατοι, μάλιστα, κληρικοί, φέρουν ἕνα ἔνδυμα ποὺ προέχεται ἀπὸ τὸ ἐνδυματολόγιο τῶν ρωμαίων αὐτοκρατόρων, τὸ σάκκο, ποὺ τοὺς προσδίδει ξεχωριστὴ μεγαλοπρέπεια.
Οἱ κληρικοὶ τοῦ ἀνώτερου ἐπιπέδου διακρίνονται σἐ Διακόνους, Πρεσβυτέρους καὶ Ἐπισκόπους.
Οἱ ἐπίσκοποι εἶναι στὴν Ἐκκλησία «είς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ», δηλαδὴ, μέσω τῆς «ἀποστολικῆς διαδοχῆς», ὑλοποιοῦν τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὡς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι συλλογικὰ, ὅταν συνέρχονται σὲ «Συνόδους», ἐπιφορτισμένοι μὲ τὸ καίριο ἔργο τῆς ὁριοθέτησης καὶ τῆς διακήρυξης τῆς Ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας. Παράλληλα, προεξάρχουν τῆς Λατρείας μὲ κέντρο τὴ Θεία Εὐχαριστία, ποιμαίνουν τὸ πλήρωμα κηρύττοντας τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀσκοῦν τὴν ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση στὰ ὅρια τῆς ἐπαρχίας τους.
Ἀν ἡ ἐπαρχία εἶναι μεγάλη καὶ πολυάνθρωπη, ὀνομάζονται Μητροπολῖτες. Ἀν εἶναι μικρὴ καὶ ἡ ἔδρα τους εἶναι ἀγροτικὴ πόλη, ὀνομάζονται Χωρεπίσκοποι καὶ ὑπάγονται στοὺς πλησιόχωρους Μητροπολῖτες. Ἀν πρόκειται γιὰ μεγάλο διοικητικὸ κέντρο ἤ πρωτεύουσα χώρας, ὀνομάζονται Πατριάρχες ἤ Ἀρχιεπίσκοποι.
Στὴν ὅλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπικρατεῖ ἕνα διοικητικὸ σύστημα συνομοσπονδιακοῦ τύπου ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ μακρινὸ παρελθόν, καὶ ἐπιτρέπει οὐσιαστικὲς διαφοροποιήσεις μεταξὺ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἀναφορικὰ μὲ τὴ διάρθρωση τῶν ἐπισκοπῶν μεταξύ τους. Στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἐλλάδος κάθε Μητροπολίτης εἶναι ἀνεξάρτητος διοικητὴς μιᾶς ἐπαρχίας, καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἁπλῶς προεδρεύει τῆς τοπικῆς Συνόδου. Ἀντίθετα, σὲ ἄλλες Ἐκκλησίες ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου τοῦ διοικητικοῦ κέντρου εἶναι λίγο-πολὺ ἐντονότερος. Στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, χωρὶς νὰ διαθέτει παρεμβατικὰ δικαιώματα στὶς Μητροπόλεις, ἀπολαμβάνει εἰδικῶν τιμητικῶν προνομίων. Στὰ Πατριαρχεῖα ὁ προκαθήμενος εἶναι ὁ οὐσιαστικὸς προϊστάμενος τῶν Μητροπολιτῶν. Μερικοὶ ἐπίσκοποι ἐκλέγονται ἐπικουρικὰ γιὰ νὰ συνδράμουν τὸ ἔργο Μητροπολιτῶν, Ἀρχιεπισκόπων ἥ Πατριαρχῶν οἱ ὁποῖοι τοὺς ἀναθέτουν ἐξειδικευμένα καθήκοντα· αὐτοὶ ὀνομάζονται Βοηθοἰ Ἐπίσκοποι.
Οἱ ἐπίσκοποι ἐπεκράτησε ἡ συνήθεια νὰ προέρχονται ἀπὸ τὴν τάξη τῶν μοναχῶν, ἄνκαι στὸ παρελθὸν σπουδαῖοι ἐπίσκοποι ἦσαν ἔγγαμοι. Ἡ ἀγαμία τοῦ κλήρου ποτὲ δὲ θεωρήθηκε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπαραίτητη συνθήκη. Βέβαια, πλὴν τῶν ἐπισκόπων χειροτονοῦνται καὶ ἄγαμοι κληρικοὶ τῶν ἄλλων βαθμῶν, κυρίως γιὰ τὴν κάλυψη ἀναγκῶν τῶν μοναστηριῶν. Ἀπαγορεύεται, πάντως, ἕνας ἀνώτερος κληρικὸς νὰ νυμφευθεῖ, εἴτε χειροτονήθηκε ἄγαμος, εἰτε καταστάθηκε χῆρος.
Οἱ πρεσβύτεροι, «είς τύπον καὶ τόπον Ἐπισκόπου», ἡγοῦνται τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων, δηλαδὴ τῶν «ἐνοριῶν», καὶ τὸ κατεξοχὴν ἔργο τους εἶναι νὰ τελοῦν τὴ Λατρεία ὡς ἐπικεφαλῆς τῆς τοπικῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητας, τῆς ἐνορίας. Δευτερευόντως άσκοῦν ποιμαντικὰ καθήκοντα, δηλαδὴ καθήκοντα καθοδήγησης τῶν ἐνοριτῶν τους στὴ διαμόρφωση τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους. Ἡ ὲπιτέλεση αὐτῶν τῶν καθηκόντων ὀνομάζεται «ἐφημερεία» καὶ ὁ πρεσβύτερος μιᾶς ἐνορίας λέγεται καὶ ἐφημέριός της. Ὅπου συνυπάρχουν περισσότεροι πρεσβύτεροι, ἐναλλάσσονται στὴν ἐφημερεία Συχνὰ τοὺς ἀνατίθενται ἀπὸ τοὺς προϊσταμένους τους ἐπισκόπους διοικητικῆς φύσης καθήκοντα στὰ πλαίσια τῶν ἐνοριῶν ἤ εὑρύτερων περιοχῶν ἐντὸς τῆς ἐπισκοπῆς. Ἀνάλογα μὲ τὰ καθήκοντα ἤ καὶ τὰ προσόντα τους εἶναι δυνατὸ νὰ τιμηθοῦν μὲ είδικὲς διακρίσεις, καλύτερα ἀναθέσεις ὑπουργημάτων, τὰ «ὀφφίκια», ὁπότε ἀποκαλοῦνται Πρωτοπρεσβύτεροι, Οίκονόμοι κ.τ.τ. Μὲ εἰδικὴ ἐντολὴ καὶ εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου ἕνας πρεσβύτερος εἶναι δυνατὸ νὰ καταστεῖ «πνευματικός», δηλαδὴ νὰ ἀναλάβει τὸν ποιμαντικὸ ρόλο τοῦ ἐξομολόγου καὶ νὰ τελεῖ γιὰ τοὺς πιστοὺς τὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας. Κατά κανόνα οἱ πρεσβύτεροι τῶν ἐνοριῶν εἶναι ἔγγαμοι καὶ γονεῖς. Μερικὲς φορές πρεσβύτεροι προερχόμενοι ἀπὸ τὴν τάξη τῶν μοναχῶν ὑπηρετοῦν σὲ ἐνορίες καὶ συχνὰ τιμῶνται ὡς Ἀρχιμανδρίτες, παρὀτι τὸ ὀφφίκιο αὐτὸ ἀνήκει στοὺς ἡγουμένους μονῶν.
Στὶς ἐνορίες ὑπηρετοῦν κανονικὰ καὶ οἱ διάκονοι. Ἔργο τους εἶναι ἡ ὑποβοήθηση τῶν πρεσβυτέρων στὴν ἐκτέλεση τῶν λατρευτικῶν καὶ ποιμαντικῶν καθηκόντων τους. Σὲ παλαιότερες ἐποχές, ποὺ ἡ τάξη τους ἦταν πολυάριθμη, κατεξοχὴν ἔργο τους ἦταν ἡ κοινωνικὴ ἀντίληψη καὶ ἡ ἄσκηση τῆς φιλανθρωπίας, Σήμερα περιορίζονται στὶς πολὺ μεγάλες ἐνορίες. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τοὺς συναντοῦμε νὰ ὑπηρετοῦν ἐπισκόπους. Ὅταν πολλοὶ διάκονοι ὑπηρετοῦν τὸν ἴδιο ἐπίσκοπο, ὁ ἀρχαιότερος ὀνομάζεται Ἀρχιδιάκονος.
Στὸν ὀρθόδοξο ναὸ διατίθεται διακεκριμένη περιοχὴ, τὸ Ἱερὸ Βήμα, ὅπου παραμένουν καὶ ἐκτελοῦν τὰ λατρευτικὰ τους καθήκοντα, κυρίως τὴν ἐξ ὀνόματος τοῦ λαοῦ προσφορὰ τῆς ἀναίμακτης θυσίας, οἱ ἀνώτεροι κληρικοί. Στὸ Ἱερὸ Βῆμα, τυπικά, εἶναι ἀπαγορευμένη ἡ εἴσοδος τῶν «λαϊκῶν», δηλαδὴ ὅσων μελῶν τοῦ πληρώματος δὲν ἀνήκουν στὸν κλῆρο.
Τὸ σύνολο τῶν κληρικῶν κατὰ κανόνα προέρχονται ἀπὸ τὰ ἄρρενα μἐλη τοῦ πληρώματος. Τὰ τελευταῖα χρόνια σὲ περιορισμένη ἔκταση ἐμφανίζονται γυναῖκες στὴν περιοχὴ τοῦ κατώτερου κλήρου, συγκεκριμένα στὰ καθήκοντα νεωκόρου καὶ ψάλτου. Στὰ ἀρχαῖα χρόνια λειτουργοῦσε ὁ θεσμὸς τῶν διακονισσῶν, ὁ ὁποῖος ἀτόνισε κατόπιν, ὑποκύπτωντας στὰ ἀνδροκρατικὰ ἤθη τῆς μεσαιωνικῆς κοινωνίας, Ὁ ἀποκλεισμός, ἐντούτοις, τῶν γυναικῶν ἀπὸ τὸν κλῆρο δὲ συνιστᾶ σὲ καμιὰ περίπτωση ὑποτίμηση τοῦ φὐλου ἤ τοῦ ρὀλου τῶν θηλέων, ἤ ἀρνητικὴ διάκριση. Ἡ θέση ποὺ κατέχει στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἡ Παναγία Θεοτόκος, περὶ τοῦ ἀντιθέτου διαβεβαιεῖ.
Στὸν κλῆρο ἐντάσσεται ἕνα μέλος τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀφοῦ προηγηθεῖ ἡ «χειροθεσία», γιὰ τοὺς κατώτερους κληρικούς, ἤ ἡ «χειροτονία», για τοὺς ἀνώτερους, ὁπότε καθίσταται φορέας ἁγιοπνευματικοῦ χαρίσματος. Οἱ χειροτονίες εἶναι ἐξακολουθητικὲς καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ χειροτονηθεῖ κάποιος πρεσβύτερος ἂν δὲν εἶναι διάκονος, οὔτε ἐπίσκοπος ἂν δὲν εἶναι πρεσβύτερος. Καὶ παρότι δὲν ἀποκλείεται ἡ «ἀθρόον» χειροτονία (ταχύτατη ἀναρρίχηση στὸν ἐπισκοπικὸ βαθμό), ἡ παράδοση ἐπιβάλλει σταδιακὴ ἄνοδο τοῦ κληρικοῦ στοὺς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης.
Ἡ χειροθεσία εἶναι ἐξαιρετικὰ ἁπλῆ τελετὴ ποὺ πραγματοποιεῖται ἐκτὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος στὰ πλαίσια τοῦ Ἑσπερινοῦ, τοῦ Ὄρθρου ἤ ἄλλης Ἀκολουθίας. Ἀντίθετα ἡ χειροτονία ἀνήκει στὶς βασικές μυστηριακοῦ χαρακτήρα τελετές, καὶ πάντοτε πραγματοποιεῖται ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος στὰ πλαίσια τῆς Θείας Λειτουργίας. Μάλιστα, τὸ σημεῖο τῆς Θείας Λειτουργίας κατὰ τὸ ὁποῖο γίνεται ἡ χειροτονία κάθε βαθμοῦ εἶναι διαφορετικό, σημαίνοντας τὰ ἐιδικὰ καθήκοντα τοῦ κάθε κληρικοῦ. Οἱ ἐπίσκοποι χειροτονοῦνται πρὶν τὴν ἀνάγνωση τῶν περικοπῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης γιὰ νὰ δηλωθεῖ τὸ προφητικό χάρισμα ποὺ λαμβάνουν ὡς κήρυκες του Εὐαγγελίιου· οἱ πρεσβὐτεροι πρὶν τὴν Ἁγία Ἀναφορὰ γιὰ νὰ τονιστεῖ ὁ ρόλος τους ὡς ἱερέων, δηλαδὴ ἐντεταλμένων στὴν εὐχαριστιακὴ προσφορὰ τῆς ἀναίμακτης Θυσίας· οἱ διάκονοι πρὶν τὴν Κοινωνία γιὰ νὰ συνδράμουν στὴ μετάδοση τῶν τιμίων δώρων στοὺς πιστοὺς ὡς οἱ κατεξοχὴν διάμεσοι λαοῦ καὶ ἱερατείου.
Ἀπαραίτητες προϋποθέσεις χειροτονίας στὸν πρῶτο βαθμὸ τῆς ἀνώτερης ἱερωσύνης, αὐτὸ τοῦ διακόνου, εἶναι, πέρα, βέβαια, ἀπὸ τὴν προσωπικὴ κλίση, ἡ προϋπάρχουσα χειροθεσία στὸ βαθμὸ τοῦ ὑποδιακόνου καὶ ἡ «κανονικὴ συμμαρτυρία» ἑνός πρεσβυτέρου ὁ ὁποῖος συνιστᾶ τὸν ὑποψήφιο ὡς κατάλληλο καὶ ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη ἔναντι τοῦ ἐπισκόπου ποὺ θὰ ένεργήσει τὴ χειροτονία. Ἡ ἔκδοση τῆς συμμαρτυρίας στηρίζεται σὲ ἐμπεριστατωμένη ἐξέταση τοῦ ὑποψηφίου τόσο ἀναφορικὰ μὲ τὶς προθέσεις του, ὅσο καὶ σχετικὰ με τὸ ἦθος καὶ γενικότερα τὴ βιωτὴ του ποὺ συνάγεται καὶ ἀπὸ τὴν «ἔξωθεν καλὴ μαρτυρία», δηλαδή τὴ θετικὴ γνώμη τῆς κοινωνίας γιὰ τὸ πρόσωπό του. Γιὰ τὴ χειροτονία πρεσβυτέρου, σύμφωνα μὲ τὴν κανονικὴ τάξη, ἀπαιτεῖται ἡλικία τουλάχιστον τριάντα ἐτῶν· ὅμως, κατεπείγουσες ἀνάγκες ἐπάνδρωσης ἐφημερειακῶν θέσεων στὶς ἐνορίες, κυρίως τῆς ὑπαίθρου, ἐπέβελαν τὴ χειροτονία πολὺ νεοτέρων. Χειροθεσίες καὶ χειροτονίες τελοῦν μόνο οἱ ἐπίσκοποι. Μάλιστα, γιὰ τὴ χειροτονία ἐπισκόπου ἀπαιτεῖται παρουσία τριῶν τουλάχιστον ἐπισκόπων.
Ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακὰ (στόχος τῆς Λατρείας δὲν εἶναι, βέβαια, ὁ ἐτυπωσιασμός, ἀλλὰ ἡ «κατάνυξη» καὶ ἡ δημιουργία προϋποθέσεων «κοινωνίας» τοῦ πιστοῦ μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό) στὴν ὀρθόδοξη Λατρεία εἶναι τὰ «συλλείτουργα», τελετὲς στὶς ὁποῖες παίρνουν μέρος πολλοὶ κληρικοὶ ποὺ μὲ ἱεραρχικότητα καὶ ἀπαράμιλλη τάξη διαδραματίζουν ὁ καθένας τὸ ἀνατεθειμένο καθῆκον, ὥστε ἀποτελοῦν μιὰ ἁρμονική συμφωνία κινήσεων ποὺ ὑπενθυμίζει καὶ προδιαγράφει τὴν εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Οἱ κληρικοὶ, μὲ αὐξανόμενη δόση κατὰ τὸ βαθμό, χαίρουν ἰδιαίτερης τιμῆς ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμα καὶ ἡ ἁπλούστερη προσφώνηση ἑνὸς πρεσβυτέρου, «παπά», ἐκφράζει ἀναγνώριση ἀπὸ τὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ σπουδαίου ρόλου ποὺ ἐπιτελεῖ ὡς διδάσκαλος ἤθους καὶ ὡς ἀναφορέας τῆς Λατρείας. Ὅμως, χρησιμοποιοῦνται καὶ πλῆθος ἄλλες, περιπλοκότερες προσφωνήσεις, συχνὰ ὑπερβολικές, ὅπως παναγιότατος, μακαριότατος, σεβασμιότατος, πανιερότατος, θεοφιλέστατος γιὰ τοὺς ἐπισκὀπους, πανοσιολογιότατος, αίδεσιμότατος κ.ά γιὰ τοὺς πρεσβυτέρους, ἱερολογιότατος κ.ά γιὰ τοὺς διακόνους κ.ού.κ. Ξεχωριστή ἐκδήλωση τιμῆς εἶναι καὶ τὸ χειροφίλημα, ὁ ἀσπασμὸς τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τῶν ἀνώτερων κληρικῶν, ἀκόμη καὶ μεταξὺ τους. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ ἐνέργεια αὐτὴ ἐκδηλώνει μᾶλλον τὴν ἐκζἠτηση εὐλογίας, μεταφορᾶς χάριτος, ἀλλὰ στὴν άντίληψη τῶν πολλῶν λειτουργεῖ καὶ ὡς ἀπότιση τιμῆς.

Κυπριακό και ηθικές αξίες


Φοβούμαι πως εκ των πραγμάτων αξίες (ηθικές, προφανώς), πολιτική και κυπριακό δε χωράνε στο ίδιο καλάθι. Οι ηθικές αξίες δε συγχρώνται με την πολιτική, πολύ περισσότερο με την διαχείριση του κυπριακού προβλήματος, και η πολιτική δεν έχει αφεθεί ποτέ ίσαμε σήμερα να πετύχει τη λύση του κυπριακού!
Οι ηθικές αξίες (π.χ. δικαιοσύνη, ελευθερία) μπορεί να προβάλλονται συχνά από την πολιτική ως προφάσεις ή λάβαρα, αλλά αυτή έχει τις δικές της αξίες (π.χ. συναίνεση, ειρήνη) να υπηρετήσει, και κακώς αναμένεται να διαδραματίζει ρόλους αλλοτρίους. Δικαίωση, δηλαδή απονομή του δικαίου, μπορεί κανείς να απαιτεί από τα δικαστήρια· από την πολιτική το αναμενόμενο οφείλει να είναι ο διακανονισμός. Η πολιτική δεν αποδίδει ευθύνες, γιατί δουλειά της δεν είναι να ανακρίνει και να ανακαλύπτει ποιος έχει το δίκιο με το μέρος του· στοχεύει στην ανεύρεση της αμοιβαία συμφέρουσας, συνεπώς αποδεκτής διευθέτησης. Τα πολιτικά προβλήματα λύονται όχι με βάση κανόνες που προκύπτουν από την υιοθέτηση ή το σεβασμό ηθικών αξιών, αλλά με επιλογές επένδυσης συμφερόντων. Αν, λογουχάρη, συμφέρον, άρα στόχος της Τουρκίας είναι η διασφάλιση του κοσμικού της καθεστώτος και η οικονομική ανάπτυξη, και δικό μας η επιβίωση και θετική προοπτική του κυπριακού ελληνισμού, τότε μπορούμε να επενδύσουμε αυτά τα συμφέροντα από κοινού στην πρόθυμη, άλλωστε, Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στο παρελθόν αναζητήσαμε και επιδιώξαμε χωρίς αποτέλεσμα λύση του κυπριακού στη βάση της επικράτησης ηθικών αξιών. Και σήμερα μιλάμε για "δίκαιη" λύση, για εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ωσάν να συνέβηκε αυτό οπουδήποτε αλλού! Σ' ένα αγγελικό κόσμο η πολιτική, έτσι κι αλλιώς, θα ήταν ολότελα άχρηστη. Στον πραγματικό κόσμο, όμως, χρειάζεται η παρέμβαση της πολιτικής για να διευθετεί τόσο τις ενδοκοινωνικές αντιπαλότητες, όσο και τις διεθνικές συγκρούσεις.
Αν η πλεύση αυτή της πολιτικής δεν ικανοποιεί τους πνευματικούς ανθρώπους, καθήκον της φιλοσοφίας -αυτή προσδιορίζει τα όρια των επιστημών- είναι να επανακαθορίσει το περιεχόμενό της.

Δημοσιογραφική ευθύνη


Η ευθύνη του δημοσιογράφου εξικνείται στην αποτύπωση της πραγματικότητας με τη μεγαλύτερη, ανθρωπίνως, πιστότητα. Η αναζήτηση των στοιχείων που απαρτίζουν την πραγματικότητα, η διασταύρωσή τους για να επιτευχθεί επιβεβαίωση, η συνάρτησή τους, ώστε να αποτελεστεί ολοκληρωμένη η εικόνα της, συνιστούν την προεργασία, και δεν υπάρχει αμφιβολία πως απαιτούν υπευθυνότητα και σοβαρότητα.
Όμως, το τελικό προϊόν, η είδηση, είναι το ουσιαστικό αντικείμενο της ευθύνης του δημοσιογράφου. Και η ευθύνη αυτή ελέγχεται με τα δύο καίρια κριτήρια: την ακρίβεια και την αλήθεια· και μόνο με αυτά· όχι, λογουχάρη, με τις τυχόν συνέπειες που μπορεί η είδηση να έχει για τα πρόσωπα ή τα πράγματα που αφορά. Αν υπάρχουν πράγματα που δε συμφέρει να κοινοποιηθούν, οφείλουν εκείνοι οι λίγοι που αναγκαστικά τα γνωρίζουν, να τα αποκρύψουν· είναι ευθύνη δική τους. Είναι τρομακτικό να επαφίεται στους δημοσιογράφους η μη δημοσίευση του περιεχομένου, για παράδειγμα, των συζητήσεων στο Εθνικό Συμβούλιο, επειδή οι ελάχιστοι που το αποτελούν δεν πιστώνονται με εχεμύθεια! Και μάλιστα να απειλούνται με τιμωρίες, αντί των όντως υπευθύνων της όποιας διαρροής, οι δημοσιογράφοι. Είναι σαν να δυσαρεστούμαστε από τα λεγόμενα του ομιλητή και σπάζουμε το μικρόφωνο - ούτε καν στο κεφάλι του.
Από το δημοσιογράφο έχουμε απαίτηση, αναντίλεκτα δικαιολογημένη, να καταγράφει την πραγματικότητα με ακρίβεια. Δηλαδή, πρώτον, ελαχιστοποιώντας ή και αποβάλλοντας τις δικές του συναισθηματικές ή ιδεολογικές φορτίσεις, να παρουσιάζει την είδηση χωρίς παρασιωπήσεις ή ...κρυφούς φωτισμούς, αποστασιοποιούμενος ο ίδιος από το θέμα του, που σημαίνει με την πιο δυνατή αντικειμενικότητα. Και δεύτερον, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα με τρόπο που να μην επιδέχεται παρανοήσεις και παρερμηνείες, να δίνει με σαφήνεια τα γεγονότα. Εξάλλου, η απαίτηση για αλήθεια, δηλαδή ενασχόληση με το αξιόλογο, το ενδιαφέρον, αυτό που αξίζει να μη λησμονηθεί και παραθεωρηθεί, και όχι με το ασήμαντο και ατομικό και επίπλαστο και γαργαλιστικό, είναι εύλογη και αδιαφιλονίκητη. Ίσαμε δω, όμως· ας ξεχωρίσουμε, επιτέλους, τις ευθύνες.

Ιδιωτικότητα και δημοσιότητα


Η διαφύλαξη του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής, αφενός, και, αφετέρου, η εξασφάλιση των αναγκαίων πληροφοριών, ώστε ο κάθε πολίτης να διαμορφώνει ολοκληρωμένη εικόνα για τα δημόσια πρόσωπα, είναι ένα ζεύγος δικαιωμάτων που, όπως και πολλά άλλα ζεύγη, βρίσκονται σε αντίκρουση, τόσο που να επιβάλλεται η χάραξη της πάντοτε χρήσιμης οριοθετικής γραμμής.
Αν, για παράδειγμα, ο πολίτης πιστεύει -και γιατί όχι- ότι η συζυγική πίστη είναι κριτήριο σύνεσης και ωριμότητας απαραίτητης για ένα, ας πούμε, βουλευτή, τότε του είναι εκ των ων ουκ άνευ να ενημερωθεί για τις εξωσυζυγικές περιπέτειες του συμπολίτη του που ίσως, μάλιστα, προβάλλει την οικογενειακή του συνέπεια ως κίνητρο προσέλκυσης ψηφοφόρων, καθώς προσέρχεται να καταθέσει την υποψηφιότητά του συνοδευόμενος από χαμογελαστά παιδάκια που ανεβοκατεβαίνουν τεχνηέντως άτακτα στα γόνατά του την ώρα που υπογράφει την αίτηση. Ακριβώς, του χρειάζεται του πολίτη η ενημέρωση για να μην πέσει θύμα της καλοστημένης φενάκης.
Άραγε, θα ήταν δίκαιο να κατηγορηθεί ο δημοσιογράφος που θα αποκαλύψει τις ιδιωτικές, βέβαια, δραστηριότητες του υποψηφίου ως εισβολέας και καταπατητής των δικαιωμάτων του; Μα ο δημοσιογράφος ανταποκρίνεται εν προκειμένω στην απαίτηση του δικαιολογημένα ενδιαφερόμενου πολίτη. Στο κάτω κάτω για κάποιους άλλους πολίτες ίσως οι πληροφορίες αυτές να οδηγούν σε θετικά συμπεράσματα!
Πιστεύω ότι τα πρόσωπα που προτίθενται να αναλάβουν δημόσια αξιώματα πρέπει να μετακομίζουν σε "γυάλινα σπίτια". Και να έχουν πλήρη συνείδηση της διαφάνειας που τα περιβάλλει. Όποιος διεκδικεί ή αναλαμβάνει να ηγείται της κοινωνίας ή να εκπροσωπεί τους πολίτες οφείλει να απαρνιέται και εθελούσια να αλλοτριώνεται από το δικαίωμα της ιδιωτικότητας. Να αφήνει ανεμπόδιστη τη δυνατότητα δημοσίευσης πληροφοριών που τον αφορούν, ώστε η κρίση των συμπολιτών του γι' αυτόν να στηρίζεται σε ολόπλευρη και ακριβή ενημέρωση για το άτομο και τις δραστηριότητές του.
Απόρρητη, λοιπόν, και ακοινολόγητη η ιδιωτική ζωή εκείνων των πολιτών που επιθυμούν να παραμένουν έξω από το φως των προβολέων που καλύπτουν τα δημόσια πράγματα. Διαφανής, όμως, και δημοσιεύσιμη, για όσους διεκδικούν θέση στο προσκήνιο της πολιτείας. Όποιος πιστεύει πως έχει να κρύψει, ας μη συνωθείται στις πρωτοκαθεδρίες· τότε δικαιούται, αναντίλεκτα, το πλεονέκτημα της αποσιώπησης.

Ετοιμασία Προσφόρου

Υλικά:
Μια κουταλιά της σούπας καλά γεμάτη προζύμι
Δυόμισι ποτήρια αλεύρι φαρίνα σακούλας (χύμα)
Ενάμισι ποτήρι αλεύρι χωριάτικο (συσκευασμένο)
Δύο τρίτα από κουταλάκι γλυκού αλάτι
Ενάμισι ποτήρι νερό χλιαρό (όχι ζεστό).


Χρειαζόμαστε επίσης την ειδική σφραγίδα για πρόσφορα, μια συνηθισμένη λεκάνη που θα χρησιμοποιείται όμως αποκλειστικά για τα πρόσφορα, και αντικολλητικό χαρτί.
Για να πετύχει το πρόσφορο πρέπει να προηγηθεί πνευματική προετοιμασία και προσευχή*, και κατά τη διάρκεια του ζυμώματος και της ζύμωσης να επικρατεί καθαριότητα και ησυχία, και ηρεμία στο περιβάλλον.
Εκτέλεση:
Κοσκινίζουμε το αλεύρι, προσθέτουμε το αλάτι και ανακατεύουμε καλά. Διαλύουμε το προζύμι στο χλιαρό νερό και το περνούμε από το κουλιαστήρι, ώστε να μη μείνουν σβώλοι. Το ρίχνουμε στο αλεύρι και ζυμώνουμε πολύ καλά. Η ζύμη να γίνει σφιχτή. Αφήνουμε δέκα λεπτά σκεπασμένο να ξεκουραστεί.
Μετά πλάθουμε το πρόσφορο, ώστε να γίνει στρογγυλό σαν μπάλα και το τοποθετούμε σε αντικολλητικό χαρτί (ή αλευρωμένη καθαρή πετσέτα). Το πιέζουμε να γίνει επίπεδο, λίγο πιο μεγάλο από τη σφραγίδα. Αλευρώνουμε όλο το πρόσφορο από πάνω και αφού αλευρώσουμε λίγο και τη σφραγίδα, την πιέζουμε στο πρόσφορο δυνατά για να φαίνεται καλά, ακόμα και όταν φουσκώσει η ζύμη. Ενόσω πιέζουμε τη σφραγίδα, χαράζουμε οριζοντίως την περιφέρεια με μαχαίρι βαθιά πεντέξη εκατοστά γύρω γύρω. Βγάζουμε προσεκτικά τη σφραγίδα και την πλένουμε μόνο με νερό. Μπορούμε να στολίσουμε το ζυμάρι πιέζοντας μεταξύ του δείχτη και του αντίχειρά μας γύρω γύρω στην περιφέρεια. Τοποθετούμε το πρόσφορο, όπως είναι πάνω στο αντικολλητικό χαρτί, σε πολύ καθαρή πετσέτα, το σκεπάζουμε με άλλη και από πάνω το καλύπτουμε με μάλλινη ελαφριά κουβέρτα.

Το Χειμώνα, σε θερμοκρασία κάτω από 18 βαθμούς χρειάζεται περίπου οκτώ ώρες για να φουσκώσει, δηλαδή "να μπει". Το Καλοκαίρι χρειάζεται το μισό περίπου χρόνο. Για να διαπιστώσουμε ότι έχει φουσκώσει το πιέζουμε ελαφρά, και αν επανέρχεται, σημαίνει πως είναι έτοιμο για ψήσιμο.
Πριν το φουρνίσουμε το τρυπούμε πολλές φορές με οδοντογλυφίδα γύρω από τη σφραγίδα και στα τέσσερα σημεία που η σφραγίδα σχηματίζει εσωτερικά σταυρό. Χαράσσουμε επίσης ξανά με το μαχαίρι ανανεώνοντας την προηγούμενη οριζόντια χαραγή. Το ψήνουμε σε μέτριο φούρνο.
Το ψήσιμο συμπληρώνεται όταν το πρόσφορο πάρει ωραίο ρόδινο χρώμα. Χρειάζεται περίπου τριάντα με σαράντα λεπτά. Πέντε λεπτά πριν το βγάλουμε, το νίβουμε με ένα βουρτσάκι βρεγμένο με νερό.
Αν στη διάρκεια του ψησίματος το πρόσφορο κοκκινίζει έντονα κατά τόπους και αλλού μένει άσπρο, σημαίνει πως δεν "μπήκε". Αν, πάλι, σκάσει στο πλάι, σημαίνει πως βάλαμε πολύ προζύμι.
Όταν το βγάλουμε από το φούρνο το σκεπάζουμε με καθαρή χοντρή πετσέτα μέχρις ότου κρυώσει.
Το παίρνουμε στην Εκκλησία τυλιγμένο σε καθαρή πετσέτα (υπάρχουν και ειδικές σταυρόσχημες πετσέτες). Αν θέλουμε να χρησιμοποιηθεί σε μια συγκεκριμένη Θεία Λειτουργία πρέπει να το παραδώσουμε από τον Εσπερινό, την προηγούμενη μέρα.
Καλόν είναι το πρόσφορο να γίνεται δυο-τρεις μέρες πριν την ημέρα της Θείας Λειτουργίας για την οποία προορίζεται, για να μην είναι πολύ μαλακό όταν θα το μεταχειριστεί ο Ιερέας στην Προσκομιδή.
Καλή επιτυχία!



* ΕΥΧΗ εἰς τὸ ζυμῶσαι πρόσφορον

Κύριε, ὁ κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ. Σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιῶν μεγάλα καὶ θαυμαστὰ καὶ ἐξαίσια ἔργα, ἃ οὔτε ἔννοια καταλαβέσθαι δύναται, οὔτε λόγος ἑρμηνεῦσαι ἰσχύει. Δοξάζομέν σε καὶ ἐν ταπεινῷ συνειδότι προσκυνοῦμέν σε τὸν παντοκράτορα καὶ παντοδύναμον, τὸν μετασκευάζοντα πάντα μόνῳ τῷ βούλεσθαι, τὸν ἐν ἀπόροις πόρους εὑρίσκοντα ἀῤῥήτῳ καὶ ἀκαταλήπτῳ σοφίᾳ. Σύ, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐξ οὗ τῆς ἀχράντου καὶ παμπλούτου παλάμης τῶν προκειμένων ὑλικῶν τὴν παροχὴν ἐκομισάμεθα, ἐπάκουσον τῆς δεήσεως ἡμῶν καὶ ἐπίσκεψε τὸ ἄλευρον τοῦτο καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὴν ζύμην καὶ ἁγίασον αὐτά, ὥστε γενέσθαι φύραμα νέον πρὸς παρασκευὴν ἄρτου προσφόρου εἰς προσκομιδὴν κατὰ τὴν Ἁγίαν Ἀναφορὰν τῆς Θείας Λειτουργίας τῆς προσεχοῦς Κυριακῆς ἡμέρας τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως (ἤ τῆς προσεχοῦς ..., ἡμέρας τῆς ἑορτῆς ... ἤ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου ...). Χάρισε δὲ ἀντάμειψιν ἡμῖν, τῶν αἰωνίων σου ἀγαθῶν τὴν ἀπόλαυσιν, συντηρῶν ἡμᾶς ἐν τῇ χρηστότητί σου, ὅπως τῶν σῶν ἀφθονοπαρόχων δωρεῶν ἐμπλησθῶμεν καὶ τῆς ἀνεκλαλήτου σου ἀγαθότητος, πρεσβείαις τῆς Παναχράντου, Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν, Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ πάντων καὶ πασῶν σου τῶν ἁγίων. τι σὺ εἶ ὀ δοτὴρ τῶν ἀγαθῶν καὶ σὸν ἐστὶν τὸ ἐλεεῖν καὶ σώζειν ἡμᾶς καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεί καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2007

Παιδικότητα και Μ.Μ.Ε.


Εκπροσωπώ εδώ, σ’ αυτό το Συνέδριο που αναζητά δρόμους για να δοθεί η δυνατότητα στα παιδιά να παραμένουν παιδιά, εκείνον που συχνά δακτυλοδείχνεται στις μέρες μας ως ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός της παιδικότητας, δηλαδή τα ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Εκπροσωπώ, για την ακρίβεια, τους ελεγκτές των Μέσων Ενημέρωσης. Είμαι από την πλευρά εκείνων που όρισε η κοινωνία, που θεσμοθέτησε η πολιτεία να ελέγχουν τα Μέσα, να τιθασεύουν αυτά τα άλογα που φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερα ατίθασα, ή, καλύτερα, η πραγματικότητα στον τόπο μας τους επιτρέπει ακόμη να είναι σε μεγάλο βαθμό ατίθασα.
Το πρόβλημα, σε σχέση με το θέμα του Συνεδρίου, είναι ότι παράλληλα έχουν και τεράστιες δυνατότητες. Νομίζω ότι όλοι συμφωνούμε πως είναι σχεδόν χωρίς όρια η ευχέρεια επηρεασμού που διαθέτουν τα ηλεκτρονικά Μέσα. Επηρεασμού όχι μόνο των ανηλίκων, αλλά και κάθε ανθρώπου που τα παρακολουθεί. Ευχέρεια ανεμπόδιστη που προκύπτει από τη χρήση του ήχου και της εικόνας, και μάλιστα της κινούμενης εικόνας που είναι τόσο εντυπωσιακή και ελκυστική.
Το προκύπτον αποτέλεσμα από την παρουσία στη ζωή μας αυτών των Μέσων που προσπαθούμε να ελέγξουμε είναι, όπως ακούστηκε το πρωί, η εισβολή της μαζικής κουλτούρας -τείνουμε να αποκτήσουμε όλοι το ήθος που προωθεί η τηλεόραση-, και η εισβολή της επικοινωνιακής τεχνολογίας με τρόπο καταλυτικό για κάθε άλλο ενδιαφέρον μας. Επίσης ακούστηκε πως πρόκειται για έναν ανεπίδεκτο υποδείξεων «ξένο», πιο ξένο κι από την αλλοδαπή μας υπηρέτρια, που έχει αναλάβει την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας.
Ειπώθηκε πως η τηλεόραση, δευτερευόντως και το ραδιόφωνο, κουβαλά δύο κύρια αρνητικά για το παιδί: το κλείνει στο σπίτι, το αδρανοποιεί, το αποκλείει από άλλες δραστηριότητες, και του παρέχει πληροφορίες που πιθανόν να μη θέλαμε ολωσδιόλου να πάρει, ή να μη θέλαμε να τις πάρει εκείνη τη στιγμή, ή με αυτό τον τρόπο. Καμιά αντίρρηση. Αυτά είναι όντως αρνητικά. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι αποτελούν το περιεχόμενο της μιας μόνο πλευράς της ζυγαριάς. Να δούμε τι υπάρχει και στο άλλο τάσι.
Λαμβανομένων υπόψη των γενικότερων σύγχρονων συνθηκών, τα ηλεκτρονικά Μέσα παρέχουν ένα ανοιχτό παράθυρο στο παιδί. Δε φταίει η τηλεόραση που λείπει η γιαγιά και ο παππούς από το σπίτι. Κάποιος, όμως, πρέπει να διηγηθεί στο μικρό παιδί ένα παραμύθι· το διηγείται η τηλεόραση. Δε φταίει η τηλεόραση που καταργήθηκε η γειτονιά και η αυλή, και το παιδί του διαμερίσματος δεν έχει πού να παίξει «ψηλόντρεχτον» ή «χωστόν». Καταφεύγει στο παιγνίδι που του προσφέρει η τηλεόραση· ένα παθητικό παιγνίδι, αλλά παιγνίδι. Δεν ισχυρίζομαι μ’ αυτή τη θέση πως πρέπει να αφεθούν τα ηλεκτρονικά Μέσα να αλωνίζουν, επειδή λειτουργούν ως υποκατάστατα της γιαγιάς και της γειτονιάς. Κάθε άλλο.
Η «άτυπη εκπαίδευση» που παρέχεται από τα πανίσχυρα Μέσα, ο επηρεασμός που ασκούν στο ευάλωτο παιδί, οφείλει να ενταχθεί μέσα στους στόχους της κοινωνίας, ή, για να το πούμε αλλιώς, να εξυπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον. Η κυπριακή κοινωνία, όπως και οι κοινωνίες των ευρωπαϊκών και των άλλων προηγμένων χωρών, έχει κάμει σημαντικά βήματα για να ελέγξει την κατάσταση.
Πιθανόν αυτά τα βήματα να μην είναι τόσα πολλά ή τόσο ευδιάκριτα όσο θα θέλαμε ή όσο επιδιώκουμε. Ο λόγος είναι γιατί τα ατίθασα άλογα συνεχίζουν να καλπάζουν με αυξανόμενους ρυθμούς και προϊούσα ισχύ, έτσι που τα μέτρα περιορισμού που λαμβάνονται από την κοινωνία να μην αποδεικνύονται αρκούντως αποτελεσματικά. Αν, όμως, δεν είχαν ληφθεί αυτά τα μέτρα, το σίγουρο είναι πως τα πράγματα θα ήσαν πάρα πάρα πολύ χειρότερα.
. . . . . . .
Θέλω, τελειώνοντας, να επιμείνω στον ουσιαστικής σημασίας ρόλο της οικογένειας και της ευρύτερης κοινωνίας, αν είναι να καταστεί δυνατή η όποια θετική χρήση των ηλεκτρονικών Μέσων στην επίτευξη του σκοπού της διαφύλαξης της παιδικότητας από τους κινδύνους που την απειλούν και να αποκλειστεί η αρνητική επιρροή τους στη ζωή των νέων μας. Όμως. Μια οικογένεια που επιδίδεται σε εσωτερικούς καυγάδες που πολλές φορές εκτείνονται και σε πράξεις βιαιότητας διερωτώμαι πώς δικαιολογείται να διαμαρτύρεται που το παιδί της είδε στην τηλεόραση σκηνές βίας. Διερωτώμαι, εξάλλου, πώς μια κοινωνία που στην καθημερινότητά της επιτρέπει την εκμετάλλευση, επιτρέπει τον εκβιασμό, επιτρέπει την αλαζονική συμπεριφορά του ισχυρού, δικαιολογείται να διαμαρτύρεται που οι νέοι της παίρνουν ανεπιθύμητα παραδείγματα από την τηλεόραση. Διερωτώμαι πώς μια κοινωνία που ανέχεται τη χρήση παιδιών για σκοπούς πλουτισμού επιτηδείων (θυμηθείτε τα παιδιά των φαναριών που βγάζουν για τα αφεντικά τους μεροκάματα θανάτου στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις – ευτυχώς δεν υπάρχουν ακόμα στην Κύπρο) δικαιολογείται να παραπονείται για διασάλευση του ήθους της από τα τηλεοπτικά προγράμματα. Πρέπει να αποφασίσουμε ότι ως κοινωνία χρειαζόμαστε ευρύτερες αλλαγές, πολύ πέρα από τη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου. Κι αν θέλουμε να μην περνούν τα όποια αρνητικά μηνύματα εκπέμπει η .…κακή τηλεόραση, οφείλουμε να αναζητήσουμε και να εφαρμόσουμε πολιτικές και μηχανισμούς ενδυνάμωσης των αντιστάσεων των ανθρώπων μας πάσης ηλικίας. Γιατί στις μέρες που έρχονται πολύ λίγα θα μπορούμε να κάμουμε με απαγορεύσεις και εξορκισμούς.

[απόσπασμα εισήγησης σε Συνέδριο]

Αποδεχτικότητα


Θεωρώ την ομόνοια επιδίωξη άσκοπη· τι λέω άσκοπη - επικίνδυνη τη θεωρώ, και αντιδημοκρατική.
Αφότου ο εγγλέζος πράκτορας λόρδος Byron έσπειρε σκόπιμα την αντίληψη πως η διχόνοια είναι εθνικό ελάττωμα των Ελλήνων, μας έμεινε το όνειρο, άπιαστο συνάμα και παράβολο, να πετύχουμε την ομόνοια, να καταφέρουμε, δηλαδή, να έχουμε όλοι από κοινού την ίδια άποψη για το καθετί, ή, έστω, για τα πιο σοβαρά ζητήματα που μας απασχολούν ως έθνος.
Κάτι τέτοιο, βέβαια, είναι ανέφικτο. Κάθε πολίτης έχει τα δικά του κριτήρια και τις ξεχωριστές του προϋποθέσεις για να πάρει θέση στα κοινά θέματα. Η δημοκρατία στηρίζεται, άλλωστε, στη διαφωνία, στην αντιπαράθεση των απόψεων για να προκύψει η σύνθεση. Οι αρχαίοι Αθηναίοι ξημεροβραδιάζονταν στην εκκλησία του δήμου για να ακούσουν όλους τους πολίτες που είχαν και ήθελαν να εκφράσουν γνώμη για τα συζητούμενα θέματα, επέλεγαν τις απόψεις που θεωρούσαν σωτήριες για την πόλη και συνέθεταν τις αποφάσεις. Οσάκις ακολούθησαν μονολιθικά τους δημαγωγούς, το μετάνιωσαν πικρά.
Το σωστό δεν το κατέχει ένας για να τον ακολουθούμε όλοι - έτσι μόνο μπορεί να επιβληθεί "ομόνοια". Το σωστό εμπεριέχεται αποσπασματικά στις ποικίλες θέσεις που όταν εκφραστούν και συγκρουστούν και συγκεραστούν και συνδυαστούν αποδίδουν συναινετικά το εκάστοτε πρακτέον.
Φαίνεται πως τόσο πολύ μας έχουν μπολιάσει να θεωρούμε πανάκεια την ομόνοια, που τη φανταζόμαστε ως χαρακτηριστικό των αντιπάλων μας και τους θαυμάζουμε που, δήθεν, την διαθέτουν. Πόσες φορές δεν ακούσαμε ότι οι Τούρκοι έχουν κοινή πολιτική στο κυπριακό, και κληθήκαμε να τους μοιάσουμε για να γίνουμε, λέει, και μεις αποτελεσματικοί! (Τι σόι αποτελεσματικοί... Τόσα χρόνια πολεμούν να πετύχουν αναγνώριση ενός κατασκευάσματος που έχει όλα τα τυπικά συστατικά του κράτους, και δεν κατάφεραν να το αναγνωρίσει έστω και μια χώρα. Άλλο αν εκμεταλλεύτηκαν επανειλημμένα ολέθριες ενέργειες και επιλογές της πλευράς μας).

Πού τα θυμήθηκα, τώρα, όλα αυτά; Είναι μέρος του προβληματισμού που μου προκάλεσε η σκόπιμη ή αθέλητη, αδιάφορο, παρανόηση δηλώσεων περί προθέσεως σχηματισμού κυβέρνησης κοινής αποδοχής. Παρανόηση που έχει να κάμει με το σαθρό υπόβαθρο της σκέψης μας που επιμένει να συγχέει τη συναίνεση με την ομόνοια και να ταυτίζει τη δεύτερη με την αποτελεσματικότητα.
Κυβέρνηση κοινής αποδοχής δε σημαίνει συνεργασία λίγων ή πολλών κομμάτων με βάση, ή και χωρίς, κοινό πρόγραμμα με στόχο τη διανομή των υπουργείων. Αυτό δοκιμάστηκε επανειλημμένα και απέτυχε. Ήταν φυσικό να αποτύχει, γιατί προϋποθέτει ένα ανυπόστατο μέγεθος, την ομόνοια, έστω και μερική. Κυβέρνηση κοινής αποδοχής σημαίνει ότι τα πρόσωπα που θα την απαρτίζουν θα χαίρουν τέτοιας κοινωνικής εκτίμησης, και ως σύνολο θα εκφράζουν τις πλείστες, ή ακόμα κατά το δυνατό όλες τις πολιτικές τάσεις του τόπου, ώστε, αφενός στη λήψη των αποφάσεων του υπουργικού συμβουλίου να επιτυγχάνεται ο συγκερασμός και η συναίνεση, και αφετέρου ο κάθε πολίτης να μπορεί να αισθάνεται ότι και οι δικές του απόψεις διατυπώνονται στα πλαίσια της διαμόρφωσης της κυβερνητικής πολιτικής.
Κυβέρνηση κοινής αποδοχής σημαίνει ότι αυτοί που την αποτελούν, ως άτομα και ως σύνολο, αισθάνονται οι ίδιοι, αλλά και πείθουν το λαό ότι δεν εκπροσωπούν αποκλειστικά την α ή τη β ή την α+β πλευρά, αλλά την κοινωνία της Κύπρου στο μέγιστο φάσμα των πολιτικών τάσεων. Σημαίνει ότι τα μέλη της καλούνται στην ενάσκηση της εξουσίας να αποφασίζουν επιδιώκοντας εκείνους τους συνδυασμούς που θα βρίσκονται σε αρμονία με τη βούληση όσο το δυνατό περισσότερων πολιτών, θα ικανοποιούν το λαϊκό αίσθημα και την πραγματική ανάγκη για ασφάλεια και ευημερία.
Κυβέρνηση κοινής αποδοχής σημαίνει ένα κυβερνητικό σχήμα και μια κυβερνητική συμπεριφορά που κάθε καλής προαίρεσης πολίτης θα μπορεί να την αποδέχεται ως καταρχήν εκφραστική της θέλησής του· γιατί θα βρίσκει, τόσο στα πρόσωπα, όσο και στις ενέργειες ευκαιρίες ταύτισης. Κυβέρνηση κοινής αποδοχής σημαίνει διαχείριση της εξουσίας χάριν όλων των Κυπρίων στη βάση της συναίνεσης. Δηλαδή, στη βάση του ερανισμού των σωστών αποφάσεων απ' όλες τις δεξαμενές -ενίοτε ή συχνά διιστάμενες- σκέψης και εμπειρίας.
Στην πολιτεία ας κατισχύει η αποδεχτικότητα, ας πρυτανεύει η συναίνεση· η ομόνοια δεν υπάρχει ούτε λόγος ούτε τρόπος να επιδιώκεται.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2007

Ηλεκτρονική ιεραποστολή


Όταν ένα ιεραποστολικό μήνυμα ξεκινά από τον πομπό του κανείς δεν ξέρει πόσο θα επηρεάσει. Ή, για να το πούμε αλλιώς, μόνο ο κατεξοχήν ιεραπόστολος, ο Τριαδικός Θεός, ξέρει πόσο θα το αξιοποιήσει για να καλέσει στην Πίστη τους δέχτες του ή να προετοιμάσει να την δεχτούν οι άνθρωποι που ακόμα δεν ευτύχησαν να λάβουν την «πληροφορία» του κηρύγματος. Το βέβαιο είναι πως ο Κύριος Ιεραπόστολος, ο κυριότατα ενδιαφερόμενος να συναγάγει εις εν τα πλάσματά του για να λήξει κάποτε οριστικά η περιπέτεια της αυτονόμησης του ανθρώπου, δεν εξαντλείται χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο τρόπο για να απλώσει το μήνυμα της σωτηρίας στα πέρατα της οικουμένης.
Πριν χρόνια είχα την ευλογία να γνωρίσω έναν ορθόδοξο ασιάτη που «προσκλήθηκε» στην Εκκλησία, έλαβε το αρχικό έναυσμα για την αναζήτηση του δρόμου της Πίστης, από ένα ταπεινό χρωματιστό τοσοδά χαρτάκι που είδε σε ταχυδρομικό αντικείμενο – ήταν ένα γραμματόσημο της Κυπριακής Δημοκρατίας που εμφάνιζε τον τότε πασίγνωστο ηγέτη του Τρίτου Κόσμου, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, με τα άμφια του ορθόδοξου Επισκόπου να ευλογεί μπροστά στην Ωραία Πύλη. Ο Θεός, «ο θέλων πάντας σωθήναι» χρησιμοποιεί και τα γραμματόσημα και κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα για να πετύχει το στόχο της αγάπης του, να σαγηνεύσει το αντικείμενο του έρωτά του. Ο άνθρωπος, όταν αφουγκράζεται με πόθο, γίνεται ακροατής, συχνά και αποδέχτης των προσκλήσεων. Ο πιστός έχει υποχρέωση, επειδή είναι επιβιβασμένος στο πλοίο της σωτηρίας και ευτυχεί να είναι συγκληρονόμος του πολύτιμου μαργαρίτη, όλες τις δραστηριότητές του να τις διαθέτει στο Θεό για χρήση προς αυτή την κατεύθυνση.
Και τη σύγχρονη παντοιότροπη ηλεκτρονική πληροφόρηση, βέβαια. Καμιά δραστηριότητα δεν είναι έξω από τη δυνατότητα χρήσης, πολύ περισσότερο εκείνες που έχουν τη δύναμη στην κάθε συγκεκριμένη εποχή να εξαποστέλλουν μηνύματα σε περισσότερους, ταχύτερα και αποτελεσματικότερα. Γιατί το μήνυμα πρέπει να φτάσει «ταχύ», αφού αποτελεί προϋπόθεση του «ερχομού» του Κυρίου Ιησού.
Είναι γεγονός πως συχνά συνέβηκε εκπρόσωποι ή ηγέτες της Εκκλησίας να αντιμετωπίσουν με επιφυλακτικότητα, ενίοτε και εχθρότητα, ας το ομολογήσουμε, μεθόδους, διαδικασίες, αλλά και τεχνολογίες που πρωτοπαρουσιάστηκαν στην εποχή τους, και έσπευσαν να τις κατακεραυνώσουν ως εφευρήματα του …σατανά. Εντούτοις, όταν ψυχραιμότεροι, αγιότεροι θα ήταν πιο σωστό να πούμε, τόλμησαν να προχωρήσουν στη χρήση τους, δεν έμεινε η παραμικρή αμφιβολία για τη θετική συμβολή τους στον ευαγγελισμό. Φυσικά και δεν υπάρχει κανείς σήμερα που να θεωρεί την τυπογραφία εφεύρεση του σατανά! Αντίθετα, περηφανευόμαστε για την κυκλοφορία της Καινής Διαθήκης και στην τάδε απίθανη διάλεκτο της Αφρικής, ή την εκτύπωση των λειτουργικών βιβλίων της Ορθοδοξίας στην κορεατική. Φαντάζεστε η Εκκλησία να αρνείτο να χρησιμοποιήσει την τυπογραφία με την πρόφαση ότι δεν επιτρέπεται να αλλάξει ο πατροπαράδοτος τρόπος παραγωγής αντιγράφων στα ατιγραφτήρια των μοναστηριών; Εκεί και τότε για λόγους …μαζικής παραγωγής ένας ανεγίγνωσκε και καμιά δεκαριά έγραφαν εξ υπαγορεύσεως τα παραγγελμένα από πλούσιους, προφανώς, πελάτες ιερά και άλλα κείμενα.
Το διαδίκτυο, τα τηλεοπτικά κανάλια, κρατικά ή ιδιωτικά, εθνικά ή διασυνοριακά, αναλογικά ή ψηφιακά, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί πάσης εμβελείας είναι οι προσφορότεροι σήμερα τρόποι δραστικής μετάδοσης μηνυμάτων. Μπορεί -και είναι γεγονός- πολλοί χειριστές αυτών των Μέσων να τα μεταχειρίζονται χωρίς έλεος σε βάρος των αξιών που οι κοινωνίες θεσμοθετούν, αλλά τούτο δε μεταβάλλει το μέγεθος των δυνατοτήτων τους να χρησιμοποιηθούν για το άπλωμα της αμπέλου της Πίστης.
Και είναι αλήθεια πως το ραδιόφωνο, σε μικρή έκταση και η τηλεόραση έχουν ήδη δειλά κι επιφυλακτικά στην αρχή, πιο θαρρετά κατόπιν χρησιμοποιηθεί. Βέβαια, το ζητούμενο δεν είναι να έχεις κάποιο ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό που να ‘‘ανήκει’’ στην Εκκλησία. Το ζήτημα είναι πόσοι και ποιοι τον παρακολουθούν και τι εισπράττουν ως ωφέλεια από την παρακολούθηση. Γιατί η γενικότερη κρίση του χριστιανικού-εκκλησιαστικού λόγου είναι, δυστυχώς, πασιφανής. Η σκληρότητα με την οποία συχνά εκφέρεται, η εκφορά του και από άτομα που τα προσόντα τους εκτείνονται από την προκατάληψη ίσαμε το φθόνο και οι στόχοι τους εξικνούνται από την τρομοκράτηση ίσαμε την αυτοπροβολή δυσχεραίνει τα πράγματα. Ίσως, μάλιστα, το ενδεχόμενο αυτός ο ξύλινος λόγος να πολλαπλασιαστεί με την ευρύτερη χρήση των ηλεκτρονικών Μέσων να αποτελεί αντικίνητρο. Όμως, ανεξάρτητα από τους όποιους κινδύνους, τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης και πληροφόρησης οφείλουν να προσφέρονται ως δυνατότητα για χρήση στον ευαγγελισμό της ανθρωπότητας.
Η Εκκλησία έχει καθήκον να σπεύσει. Να διαμορφώσει, αφενός, το λόγο της προσαρμοσμένο –καινισμένο σε σχέση με το χθες που παρήλθε και κενωμένο από κάθε αχρείαστη σήμερα εκζήτηση και μεγαλοστομία- στις ιδιάζουσες συνθήκες του εκάστοτε καιρού και των εκασταχού τόπων. Να εκπονήσει, αφετέρου, σχέδια (εν προσευχή και νηστεία, βέβαια,) αξιοποίησης των σύγχρονων δραστηριοτήτων του ανθρώπου στον ηλεκτρονικό χώρο, όχι απλά για να είμαστε και μεις εκεί, αλλά με πρόθεση επιτέλεσης της αποστολής της αναφορικά τόσο με το πλήρωμά της, όσο και με εκείνα τα παιδιά του Θεού που γεννήθηκαν και ζουν στις χώρες «της σκιάς και της πλάνης». Γιατί τα ως τώρα αποτελέσματα από τη χρήση του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ούτε καν ενθαρρυντικά. Το ακροατήριο των ‘‘θρησκευτικών’’ (!) εκπομπών είναι περιορισμένο και δεδομένο. Η ανακύκλιση του ‘‘ευσεβούς φανατισμού’’ θεωρήθηκε ως η μόνη σαφώς ορατή συνέπεια. Αυτό, βέβαια, είναι υπερβολή, ίσως κακεντρεχής, αλλά δεν πρέπει να παραθεωρείται το γεγονός ότι προσελκύονται στα πλείστα μεταδιδόμενα προγράμματα μόνο οι εύκολες ομάδες του πληθυσμού, ενώ παραμένουν απροσπέλαστες οι ομάδες που εμπεριέχουν κοινωνική δυναμική και προοπτική.
Εφόσον θα συνεχίζεται η ετεροχρονισμένη παρερμηνεία του «κηρύττομεν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον» στη βάση του εμείς έτσι θα το λέμε, κι όποιος καταλάβει κατάλαβε, εμείς έτσι θα το κάνουμε κι οποιανού αρέσει, θα παραμένει ανεδαφικό να προσμένουμε πως ο λόγος της Εκκλησίας θα φτάσει στον προορισμό του, τους, το γε νυν έχον, εκτός. Αν θα συνεχίσουμε να κωφεύουμε στο επίσης παύλειο «γέγονα τοις πάσι τα πάντα», ας σταματήσουμε να υποκρινόμαστε «έρχου Κύριε Ιησού». Ο ερχομός θα βραδύνει στο μέτρο της δικής μας αναλγησίας στο δράμα όσων δεν έλαχε να ζουν μέσα σε οικογένειες πιστών, στο μέτρο της δικής μας αλαζονείας που φαντάζεται τον Πλάστη του κόσμου άρχοντα ευνοιοκράτη, και υποσυνείδητα του αποδίνει ιδιότητες που δε θα ανεχόμασταν ούτε στον πρόεδρο του σωματείου μας να παρατηρήσουμε (να εκδηλώνει, δηλαδή, την αγάπη και τη φροντίδα του μόνο στους ‘‘δικούς του’’).
Η μεγάλη πρόκληση, όμως, είναι σήμερα το διαδίκτυο. Εκεί φαίνεται πως για αρκετά επόμενα χρόνια θα πρέπει να επενδύει όποιος ενδιαφέρεται να επικοινωνεί αποτελεσματικά, και δη σε επίπεδο παγκόσμιο. Εκεί όντως εντρυφούν συνεχώς και περισσότεροι άνθρωποι και μάλιστα εκείνων των ομάδων που δυσκολεύεται να τους συναντήσει αλλού ο λόγος της Εκκλησίας. Ισχυρίζονται οι μελετητές πως στην πρώτη δεκαετία του αιώνα θα σπανίζει μορφωμένος που δε θα προσφεύγει στις ποικίλες ηλεκτρονικές τράπεζες πληροφοριών για να καλύπτει όλων των λογιών τις ανάγκες και προσδοκίες του. Ιδού, λοιπόν, πεδίον ιεραποστολικής δράσης, ιδού αγρός μέγιστος για τη φύτευση του πανίσχυρου σπόρου, ιδού εργαλείο μετάδοσης της φωνής του ευαγγελισμού έως «περάτων της Γης» κατά την εντολή (Ματθ.28,19).
Πρέπει να βρούμε τάχιστα τις διαδρομές του διαδικτύου. Η Εκκλησία έχει μπροστά της τη δυνατότητα, δυο χιλιάδες χρόνια μετά την Ανάσταση, ο λόγος της να φτάσει και στην τελευταία γωνιά του πλανήτη χωρίς το παραμικρό εμπόδιο, χωρίς την παραμικρή παραχάραξη. Μια τέτοια προοπτική, να «πληροφορηθεί» η ανθρωπότητα συνολικά ότι ο Θεός έχει εισβάλει δραματικά στην ανθρώπινη ιστορία, θα άξιζε να ήταν η προσευχή της στους είκοσι αιώνες της εγκόσμιας πορείας της. Αν το υποτυπώδες οδικό δίκτυο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήταν για τους Αποστόλους η μεγάλη διευκόλυνση εκείνη την εποχή, το ηλεκτρονικό διαδίκτυο της εποχής μας που μεταφέρει τα μηνύματα με την ευκολία ενός διακόπτη, ευχεραίνει την επιτάχυνση της «καταλλαγής» της ανθρωπότητας με το Θεό.
Βέβαια, το πάντοτε εγειρόμενο ζήτημα είναι η διαμόρφωση των μηνυμάτων έτσι που να καθίστανται οικεία και προσιτά στον υποψήφιο αποδέκτη. Και αυτό είναι το σημείο όπου η Εκκλησία χρειάζεται να προχωρήσει με αποφασιστικότητα. Οφείλει να τολμήσει να πραγματοποιήσει τομές στον τρόπο μετάδοσης της καθολικής Αλήθειάς της και συνάμα των αξιών της, αφού αποτελεί τη διαχρονική και διατοπική εκπροσώπηση της Σωτηρίας. Αν πράγματι κοιτάζει με συμπάθεια (ως χρεώστης, μάλλον) τα εκατομμύρια των ανθρώπων που και σήμερα, είκοσι αιώνες μετά την ενανθρώπηση του Λόγου, έχουν ακόμα αδήριτη ανάγκη να θρησκεύουν ως μουσουλμάνοι ή ινδουιστές κλπ ή και ειδωλολάτρες, δεν έχει επιλογή. Ο αυτάρεσκος εφησυχασμός είναι ξένος προς το αναμενόμενο ήθος της.
Ποτέ δε θα μπορέσουμε να μετρήσουμε πόσο τα ηλεκτρονικά Μέσα που θα χρησιμοποιήσουμε στον ευαγγελισμό θα επηρεάσουν τους ανθρώπους, πόσους θα καλέσουν στην Ορθοδοξία, ή πόσους θα προετοιμάσουν να την δεχτούν ή, ακόμα, πόσοι απ΄αυτούς που θα πάρουν μια πρώτη γεύση από το διαδίκτυο θα πεθάνουν χωρίς να συναντήσουν ποτέ έναν ορθόδοξο ιεραπόστολο στη χώρα τους.
Ωστόσο, και πέρα από τις ενέργειες του Κυρίου Ιεραποστόλου, πρέπει να δράσουμε. Είναι η ώρα.

Εκλογικό σύστημα


Στα δημοκρατικά πολιτεύματα σημαντικότερος νόμος μετά το Σύνταγμα είναι εκείνος που καθορίζει τον τρόπο που εκφράζεται στην πράξη η λαϊκή κυριαρχία, δηλονότι η θέληση των πολιτών για ανάθεση της εξουσίας, δηλαδή ο εκλογικός νόμος.
Στη δική μας χώρα, εξαιτίας της υποβάθμισης του ρόλου της Βουλής λόγω της πολιτειακής (προεδρικό σύστημα) και της ιστορικής (Μακάριος, Κυπριακό) συγκυρίας, ο νόμος που αφορά στην εκλογή των αντιπροσώπων του λαού δε θεωρήθηκε ποτέ καίριας σημασίας και η κατά καιρούς θέσπιση του εκλογικού συστήματος μάλλον σκοπιμότητες εξυπηρέτησε παρά τις πραγματικές ανάγκες της πολιτείας. Θύμα των σκοπιμοτήτων, προφανώς, η λαϊκή κυριαρχία, γιατί τι άλλο από φαλκίδευση της λαϊκής κυριαρχίας είναι η παγίδευση του πολίτη στην απόλυτη και χωρίς δυνατότητα διαφυγής υποχρέωση να περιορίσει τις επιλογές του στην κάθετη ψηφοφορία, δηλαδή υποκύπτοντας στις προεπιλογές κάθε κόμματος;
Η τοποθέτηση αυτή δεν εξυπακούει απαξίωση του πολιτικού θεσμού των κομμάτων. Τα κόμματα είναι απαραίτητοι συντελεστές της Δημοκρατίας γιατί διαμορφώνουν περιεκτικές θέσεις και συσπειρώνουν τους πολίτες και τους ομαδοποιούν με βάση συνολικές πολιτικές αντιλήψεις και προγράμματα άσκησης της εξουσίας· χωρίς τα κόμματα οι πολιτικές προτάσεις θα ήσαν απειράριθμες και η διακυβέρνηση βάσει προγράμματος ανέφικτη ή απολύτως προσωποπαγής. Ο εκλογικός νόμος πρέπει να ισχυροποιεί τα κόμματα, τούτο, όμως, δε σημαίνει πως θα τους επιτρέπει να περιορίζουν τη λαϊκή κυριαρχία για να προωθούν περιστασιακούς στόχους τους.
Το ζητούμενο είναι ένα σύστημα εκλογής των λαϊκών αντιπροσώπων που θα εξασφαλίζει τη δημοκρατική ισορροπία μεταξύ των δύο αναγκαιοτήτων. Άλλωστε ένας ισορροπημένος εκλογικός νόμος θα έχει γενικότερες θετικές επιδράσεις στην εξυγίανση της πολιτικής ζωής και τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού βίου της χώρας, αποκαθιστώντας την τραυματισμένη εμπιστοσύνη των πολιτών στην πολιτική και τους πολιτικούς, και αναστρέφοντας την αποστασιοποίηση του πολίτη από τα κοινά και την ιδιώτευσή του που καταστρέφει τη συμμετοχική, τη μόνη ουσιαστική δημοκρατία.
Κατά καιρούς βρίσκεται, ως οφείλει, στο προσκήνιο του πολιτικού προβληματισμού και συζητείται -λιγότερο από όσο θα έπρεπε- το ζήτημα του εκλογικού συστήματος για τις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Κυρίως αντικείμενο της συζήτησης, ως μη όφειλε, είναι το ποσοστό εισόδου ενός κόμματος στη διανομή των εδρών, δηλαδή η έκταση της αναλογικότητας του συστήματος. Το θέμα αυτό σε ένα προεδρικό πολίτευμα δεν είναι κεφαλαιώδες. Οι ισχυρές πλειοψηφίες στη Βουλή δεν είναι υποχρεωτικά αναγκαίες και η μετρημένη πολυφωνία χρήσιμη. Η ακριβέστερη δυνατή αποτύπωση των τάσεων του εκλογικού σώματος στις αναλογίες των κομμάτων στη Βουλή, χωρίς να αποτελεί κριτήριο δημοκρατικότητας, δεν είναι και απευκταία. Το πρόβλημα είναι πως πίσω από τις διαφωνίες για την έκταση της αναλογικότητας υποκρύπτονται οι συνήθεις κομματικές σκοπιμότητες. Η συζήτηση οφείλει να μετατοπιστεί στο ουσιώδες, και αυτό είναι η διασφάλιση του δικαιώματος του πολίτη να προβαίνει στην επιλογή του από το μέγιστο δυνατό πληθυσμό υποψηφίων, χωρίς να διαταράσσεται ο ρόλος των κομμάτων στην πολιτειακή λειτουργία.
Πριν μερικά χρόνια, η Κίνηση Πολιτικού Εκσυγχρονισμού είχε καταθέσει, και έκτοτε επανειλημμένα έχει υποστηρίξει στη δημοσιότητα, μια καινοτόμα πρόταση εκλογικού συστήματος που εμφανίζεται να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικότητες και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της πολιτικής μας ζωής, και αποβλέπει στη σταδιακή, τουλάχιστον, πραγματοποίηση της “κοινωνίας των πολιτών” και στην εξασφάλιση μόνιμης και αμφίδρομης επικοινωνίας των κομμάτων με το σύνολο της κοινωνίας. Αυτή την επικοινωνία, άλλωστε, όλοι θεωρούν απαραίτητη για να επιτυγχάνεται η ανατροφοδότηση των κομμάτων με το αληθινό λαϊκό αίσθημα και με νέα πρόσωπα. Ιδίως το δεύτερο είναι επείγουσα αναγκαιότητα στη χώρα μας. Χωρίς να παραθεωρείται το γεγονός ότι, ή ακριβώς επειδή η πολιτική είναι συλλογική διεργασία και, φυσιολογικά, ασκείται αποτελεσματικότερα από συλλογικούς πολιτικούς οργανισμούς, οφείλει να επιχειρηθεί αναβάθμιση του έργου των κομμάτων με τη συμμετοχή σ’ αυτά πολιτών που προς το παρόν αποφεύγουν την ενεργό εμπλοκή τους και που με την παρουσία τους μπορούν να συμβάλουν σε ριζοσπαστικές αλλαγές προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού των κομμάτων, της πολιτείας και της κοινωνίας, ενόψει, μάλιστα των επι θύραις προκλήσεων (παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση).
Συγκεκριμένα η πρόταση προνοεί το συνδυασμό “κομματικής” και “οριζόντιας” ψήφου σε αναλογικό σύστημα. Τουτέστιν:
α) Βασικά χαρακτηριστικά:
- Η εκλογή διεξάγεται με δύο ψηφοδέλτια το ψηφοδέλτιο των περιφερειών (επαρχιών) και το ψηφοδέλτιο της επικρατείας (συνολικής έκτασης του κράτους).
- Η αναλογικότητα διατηρείται σε κάθε φάση της εκλογικής διαδικασίας, περιλαμβανομένης της κατανομής των εδρών στα κόμματα, και στα δύο ψηφοδέλτια.
- Το 75% των εδρών κατανέμεται με βάση τα αποτελέσματα του ψηφοδελτίου των περιφερειών και το 25% με βάση τα αποτελέσματα του ψηφοδελτίου επικρατείας.
- Στο ψηφοδέλτιο επικρατείας προσφέρεται η δυνατότητα στον ψηφοφόρο να επιλέξει πρόσωπα, ανεξάρτητα από τον κομματικό συνδυασμό στον οποίο συμμετέχουν.
β) Τρόπος διεξαγωγής της εκλογής:
Με το ψηφοδέλτιο των περιφερειών
- Οι εκλογικές περιφέρειες παραμένουν έξι, όπως τις γνωρίζουμε. Ο αριθμός των εδρών που αναλογούν στην καθεμιά με βάση τα σημερινά πληθυσμιακά δεδομένα είναι 16 για τη Λευκωσία, 9 για τη Λεμεσό, 8 για την Αμμόχωστο, 4 για τη Λάρνακα, 3 για την Πάφο και 2 για την Κερύνεια. (Βεβαίως, η χρησιμότητα αύξησης του συνολικού αριθμού των βουλευτών της Βουλής των Αντιπροσώπων είναι θέμα που αξίζει να συζητηθεί χωρίς να διασαλεύεται η αναλογία 1:3 μεταξύ εδρών επικρατείας και εδρών περιφερειών.)
- Η πρώτη κατανομή των εδρών γίνεται με μόνη τη βάση του εκλογικού μέτρου και για την είσοδο στη δεύτερη, και την τρίτη αν απαιτηθεί, κατανομή τηρείται μόνιμο όριο 2%.
Με το ψηφοδέλτιο της επικρατείας
- Ολόκληρη η Κύπρος λογίζεται ως μία εκλογική “περιφέρεια” με 14 έδρες.
- Οι υποψήφιοι προτείνονται και παρατίθενται στο έντυπο του ψηφοδελτίου σε στήλες κατά συνδυασμούς κομμάτων ή ανεξάρτητες υποψηφιότητες.
- Ο ψηφοφόρος σημειώνει από ένα μέχρι έξι σταυρούς σε όλη την έκταση του ψηφοδελτίου, επιλέγοντας πρόσωπα, χωρίς να δεσμεύεται από τις θέσεις τους στις στήλες του εντύπου.
- Στην καταμέτρηση των ψήφων κάθε συνδυασμός πιστώνεται με τόσα έκτα ψήφου, όσους σταυρούς έχουν σημειώσει οι ψηφοφόροι στους υποψηφίους του. Το ίδιο ισχύει και για τους ανεξαρτήτους.
- Στην κατανομή των εδρών επικρατείας ισχύει η αρχή της αναλογικότητας. Κάθε συνδυασμός εκλέγει τόσους από τους υποψηφίους του, όσες φορές το εκλογικό μέτρο (ο συνολικός/μέγιστος αριθμός των σταυρών προτίμησης, που είναι το εξαπλάσιο των εγκύρων ψηφοδελτίων επικρατείας, διαιρούμενος δια του αριθμού των εδρών), χωρά στο σύνολο των έκτων του. Ανεξάρτητος υποψήφιος εκλέγεται όταν ο αριθμός των σταυρών προτίμησης που έλαβε υπερκαλύπτει το εκλογικό μέτρο. Σε περίπτωση παραμονής αδιάθετων εδρών μετά την κατανομή, αυτές κατανέμονται κατά τη μεγαλύτερη προσέγγιση του εκλογικού μέτρου από τα υπόλοιπα των συνδυασμών.
- Όταν κατακυρωθούν οι έδρες επικρατείας που εξασφαλίζει κάθε συνδυασμός εκλέγονται από τους υποψηφίους του εκείνοι που συγκεντρώνουν τους περισσότερους σταυρούς προτίμησης.
Το σύστημα έτυχε επεξεργασίας (με ηλεκτρονικό υπολογιστή, φυσικά) και αποδείχτηκε με πλήθος παραδείγματα λειτουργήσιμο, ακόμη και με τις πιο απίθανες για τα δεδομένα της χώρας μας συνθήκες. Εξάλλου, χαρακτηρίζεται από απλότητα και σαφήνεια στη διαδικασία του σε όλα τα επίπεδα της εκλογής, και παρέχει στον ψηφοφόρο πλήρη επίγνωση για την αξία της ψήφου του στα πλαίσια του συνολικού εκλογικού αποτελέσματος. Είναι καιρός να μπούμε σε συζήτηση επί συγκεκριμένων προτάσεων για τον εκλογικό νόμο. Η πρόταση της Κίνησης κατατέθηκε και συμμετέχει σ΄ αυτή τη συζήτηση. Για χάρη της χώρας και του λαού.

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2007

Γλάστρα κιούλι





(Αφήγημα εξατομίκευσης ιστορικού γεγονότος)


Κτύπησε απρόθυμα την πόρτα· ήθελε και δεν ήθελε να του ανοίξουν. Το δίλημμα έληξε μόλις άναψε το φως του ηλιακού η Φιλαρέτη. Ο Ευαγόρας γύρισε απότομα να φύγει· δεν πρόσεξε στο μισοσκόταδο τη γλάστρα με το κιούλι που ήταν ακουμπισμένη σχεδόν άτακτα στο μικρό εξώστη. Ο θόρυβος, ίσως και το αθέλητο ξεφωνητό του εφήβου, επιτάχυνε το άνοιγμα της πόρτας. Δεν πρόλαβε να φτάσει στο περιτοίχισμα του κήπου όταν άκουσε τη φωνή της.
-- Ποιος είναι;
Καθόλου τρομαγμένη, σαν να τον περίμενε από ώρα πολλή· λειτούργησε καταπραϋντικά στο δικό του φόβο. Ένιωσε πως βρισκόταν στην ασφάλεια φιλικού περιβάλλοντος· σταμάτησε, έστριψε το κεφάλι κι αντίκρισε στο πλαίσιο της κατάφωτης πόρτας το λευκό στεφάνι των μαλλιών της να περιβάλλει το στενόμακρο πρόσωπο. Τα χαρακτηριστικά της δεν τα πρόσεξε, άλλωστε το φως ερχόταν από πίσω. Όμως, εκείνη η φωνή ήταν που τον έπεισε, μάλλον τον μαγνήτισε, τέλος τον προσήλκυσε. Το πρώτο βήμα επιστροφής έγινε χωρίς να 'χει αποφασιστεί· τα επόμενα έγιναν αποφασιστικά, όπως ξεστομίστηκαν και οι πρώτες λέξεις.
-- Σας παρακαλώ... Μπορείτε να με κρύψετε;
Ο φόβος ξεθώριασε· κάθε υποψία κινδύνου είχε εξαφανιστεί κι από τη σκέψη κι από την καρδιά του. Το άφωτο πρόσωπο με τα αστραφτερά μαλλιά κι η διαρκής αντήχηση της ολόθερμης φωνής γέννησαν μέσα του την εμπιστοσύνη.
-- Με κτύπησαν και με κυνηγούν...
-- Έλα.
Ήταν το πιο ζεστό άκουσμα που έφτασε ποτέ στ' αυτιά του· άπλωσε βάλσαμο ίσαμε το μεδούλι των οστών του· την ακολούθησε ώς τον καναπέ του ηλιακού. Εκεί τον εγκατέλειψαν τα υπολείμματα δυνάμεων που τόση ώρα είχε επιστρατεύσει. Τα πόδια και τα χέρια του κρέμονταν τώρα αμήχανα, και το κεφάλι του έγερνε άνευρο στην κουπαστή του σκαλιστού καθίσματος.


Δεν ξύπνησε έτσι. Αργά το πρωί αντιλήφθηκε σε διπλανό χώρο σιγομιλήματα που αγωνίζονταν να μην τον ενοχλήσουν. Η ψεσινή του περιπέτεια, όμως, τον είχε καταστήσει υπερβολικά ευαίσθητο και στον παραμικρό θόρυβο. Κοίταξε από το παράθυρο· τα κλαδιά της φοινικιάς· νόμισε πως τον χαιρετούσαν· κανονικά θα 'πρεπε να του φανούν απειλητικά· παραξενεύτηκε που αισθανόταν όμορφα στο ξένο στρώμα, στο ξένο δωμάτιο. Μπορεί να βοηθούσαν τα λευκά πεντακάθαρα σεντόνια που μύριζαν λεβάντα· μπορεί ο φθαρμένος καθρέφτης στην παλαιική κορνίζα, όπου καθρεφτιζόταν το χαμόγελό του· παράξενο χαμόγελο. Μπορεί κι η ανάμνηση της θερμής φωνής.


Δεν του αφέθηκε χρόνος για άλλες ερμηνείες. Δυνατά κτυπήματα στην εξώπορτα και κραυγές στα αγγλικά τον συντάραξαν. Ήταν φανερό πως οι διώκτες του είχαν φτάσει ώς το καταφύγιό του. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει· άκουσε την πόρτα ν' ανοίγει και τη φωνή σταθερή, σχεδόν πρόσχαρη, να δέχεται τους νεοφερμένους στη γλώσσα τους. Σύντομα οι κραυγές τους κόπασαν, οι φράσεις τους υποχρεώθηκαν να συντονιστούν με το ρυθμό της φωνής της, οι απαιτήσεις τους αποσύρονταν η μια μετά την άλλη. Τέλος τους άκουσε να λένε "Thank you", και να φεύγουν. Η πόρτα σφαλίστηκε πίσω τους και βασίλεψε ανήσυχη σιγή, ώσπου ο αχός των βημάτων τους έσβησε στο δρόμο. Ανάπνευσε, και συνειδητοποίησε πως τόση ώρα κρατούσε και την ανάσα του. Έκλεισε τα μάτια· ένα τεράστιο ευχαριστώ ανάβλυζε από το στήθος του και γύρευε αποδέκτη.

Τότε ήταν που τον ξάφνιασε η κραυγή.
-- Το παλικάρι!
Και είδε να ορμούν στο δωμάτιο αυτή κι άλλες δυο ανόμοιες γυναίκες. Αυτή, την αναγνώρισε από τα μαλλιά· παρότι τώρα δεν ήταν ξέπλεκα, διατηρούσαν την ψεσινή γοητεία τους. Μόλις τον είδε ξαπλωμένο στο κρεβάτι, άστραψε το πρόσωπό της. Πρόσεξε τα χαρακτηριστικά της· ευγενικά, πρόσχαρα, καταδεκτικά· ρυτίδες να υπογραμμίζουν τα εκφραστικά μάτια. Ταύτισε τα μάτια με τη φωνή· μόνο από τέτοιο βλέμμα θα μπορούσε να πηγάζει εκείνη η φωνή.
-- Δοξάζω Σε, Θεέ μου
την άκουσε να αναστενάζει, καθώς έστρεφε το πρόσωπο προς τη γωνιά του δωματίου, όπου μόλις τώρα, ακολουθώντας την πορεία που διέγραφε η ματιά της, πρόσεξε ο Ευαγόρας πως κρεμόταν η εικόνα της Γλυκοφιλούσας. Πρώτη φορά τον εντυπωσίαζε τόσο η τρυφερή προσέγγιση Μάνας και Μονογενή. Το χαμόγελο του Εμμανουήλ του θύμισε το δικό του που είχε δει λίγο πριν στον καθρέφτη· ίδια συναισθήματα, ίδιες αντιδράσεις, σκέφτηκε· χαμογέλασε. Στο μεταξύ η Φιλαρέτη ήταν στο προσκέφαλό του.
-- Μην ανησυχείς, παλικάρι μου. Τους Εγγλέζους τους κουμαντάρω εγώ· η Νεσλά από δω αναλαμβάνει τους ζαπτιέδες.
Η γηραιότερη από τις δυο γυναίκες γέλασε καλόκαρδα.
-- Να φέρω το αυκολέμονη; κοπελλούιν εν να πεινά.
Δεν περίμενε να πάρει οδηγία· στο σπίτι της Φιλαρέτης η Νεσλά ένιωθε νοικοκυρά.





Ερχόταν κάθε πρωί από το δικό της με τα πόδια. Ζούσε στη γειτονιά Νεπέτ Χανέ της Χώρας με τον άντρα της τον Αχμέτ. Έβγαινε με το ξημέρωμα από την πόρτα της Πάφου και περνώντας πίσω από την Αρχιγραμματεία έφτανε εδώ, στους Αγίους Ομολογητές πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος. Ίσαμε το μεσημέρι που έφευγε, προλάβαινε όλες τις δουλειές. Φρόντιζε πρώτα απέξω, καθάριζε την αυλή κι ύστερα έμπαινε στην κουζίνα. Ήταν η ώρα που συναντούσε την κυρά· έψηνε τον καφέ -μεγάλη μαστόρισσα- και καθόντουσαν οι δυο τους να τα πουν. Σήμερα η κυρά δεν άρχισε να της διηγείται τα ψεσινά της όνειρα, όπως συνήθιζε σχεδόν κάθε μέρα. Είχε ύφος συνωμοτικό, πολύ συγκρατημένο.
-- Κυρία εν εκοιμήθηκεν καλά εψές.
Ξεκίνησε απότομα η Φιλαρέτη.
-- Άκου, Νεσλά· δεν κοιμήθηκα καθόλου...
Και της διηγήθηκε τα συμβάντα της νύχτας. Τα δειλά κτυπήματα στην πόρτα, το θόρυβο της γλάστρας και το ξεφωνητό, την περιποίηση του έφηβου, την απόκρυψή του στο πίσω δωμάτιο, την παρασκευή της σούπας, την αγρύπνια της στην κουνιστή πολυθρόνα του σαλονιού... Της είπε και για τον τρόμο που πέρασε, πριν εμφανιστεί το παλικάρι, από τη φωτιά που ξέσπασε πάνω στο λόφο, και τον καπνό που πλημμύρισε το σπίτι.

Η Νεσλά έδειχνε να καταλαβαίνει.
-- Ρωμηοί εκάμασιν φασαρίαν εψές γειτονιάν σου, αμμά φασαρία εξεκίνησεν από γειτονιάν μου.
Και διηγήθηκε στην κυρά της όσα συνέβησαν το περασμένο δειλινό στη Φανερωμένη. Την είχε ενημερώσει καταλεπτώς ο Αχμέτ το βράδυ. Καθόταν, έτσι της είπε, το απομεσήμερο στο καφενείο με τους φίλους του -το συνηθίζει ν' απολαμβάνει τον αργιλέ του στον καφενέ του Κωνσταντή, λίγο πιο κάτω από την τζιαμούδα- όταν ακούστηκαν δυνατές φωνές από την πλευρά της εκκλησίας, ενώ συγχρόνως κτυπούσαν οι καμπάνες. Έτρεξαν όλοι να δουν και βρέθηκαν ανάμεσα στο πλήθος που συνέρεε από τους γύρω δρόμους και χειρονομούσε και ζητωκραύγαζε· ένας άντρας με ρεπούπλικο τους μιλούσε από την Εμπορική λέσχη. Ακολούθησε άλλος κι άλλος. Κατηγορούσαν την κυβέρνηση και τους Εγγλέζους, κι ο Αχμέτ δε δίστασε να χειροκροτήσει κι αυτός όταν άκουσε να μιλούν ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση· ήξερε καλά, παρότι αγράμματος, πως ο ιδρώτας του μετατρεπόταν σε πλούτο για τους ξένους. Εξάλλου, αυτά τα είχε κουβεντιάσει και με το γιο του. Ύστερα εμφανίστηκε στα σκαλοπάτια ο παπάς της Φανερωμένης· τον γνώριζε, τον συναντούσε συχνά και τον χαιρετούσε, γιατί η κατοικία του βρισκόταν στην αυλή της εκκλησίας, κι όταν πήγαινε για τον καφενέ περνούσε από κει για συντόμι. Οι φωνές και τα ζήτω δεν άφηναν ν' ακουστούν τα λόγια του, μα σύντομα γύρισε απότομα μέσα κι επέστρεψε ανεμίζοντας μια μεγάλη ελληνική σημαία. Ο Αχμέτ ξαφνικά ένιωσε ξένος· αποτραβήχτηκε· μόλις τότε πήρε είδηση πως είχε βρεθεί στο μέσο της συγκέντρωσης, αφού αδιάκοπα κατέφθαναν όλο και περισσότεροι χωραΐτες. Άλλωστε, ο παλμός του πλήθους είχε ανέβει, οι φωνές άρχισαν να τον τρομάζουν, σταδιακά ένιωθε ανεπιθύμητος. Έμεινε πίσω, αλλά καταλάβαινε πως αυτός ο κόσμος ήταν αποφασισμένος για όλα, το καζάνι της αγανάκτησης δε θ' αργούσε να εκραγεί. Πραγματικά, σε λίγο παρατήρησε το πλήθος να μετακινείται, τον τόπο να αδειάζει σιγά σιγά· οι συγκεντρωμένοι κατευθύνονταν προς το Μακρύδρομο. Ήταν η ώρα που καλπάζει το λυκόφως στους δρόμους της πρωτεύουσας· διέκρινε απέναντί του τον καφετζή.
-- Πάνε στο κυβερνείο. Έλα να μου δώσεις ένα χεράκι να κλείσω στα γρήγορα το μαγαζί.
Τον ακολούθησε ο Αχμέτ και σαν έκλεισαν και την τετράφυλλη πόρτα και πέρασε ο Κωνσταντής το ρωμανίσι, τράβηξε μέσα από τα στενά δρομάκια για το σπίτι του. Η Νεσλά σίγουρα τον περίμενε υπομονετικά.

Η Φιλαρέτη της χάιδεψε το χέρι.
-- Καλή μου, φαντάζομαι την αγωνία σου· από το σπίτι σου σίγουρα άκουγες τις φωνές.
Και γεμάτη φροντίδα για τον άνθρωπο που δέκα χρόνια τώρα ήταν η καθημερινή της συντροφιά, ξεκίνησε να της εξηγεί το πώς και το γιατί των γεγονότων. Με την αφήγηση που παρακολούθησε, κατάλαβε επακριβώς τι είχε συμβεί: ό,τι, αλίμονο, εδώ και πολλούς μήνες φοβόταν. Η πυρπόληση του κυβερνείου -δε χωρούσε αμφιβολία πως εκεί είχε εκδηλωθεί η ψεσινή φωτιά- δεν ήταν μήτε η αρχή, μήτε το τέλος· ήταν ένα ξέσπασμα απ' αφορμή την ανέχεια και τον κατατρεγμό, μα είχε βαθιές αιτίες στην απαίτηση για ελευθερία και δικαιοσύνη. Χωρίς αμφιβολία τα νέα παιδιά που ξεσηκώθηκαν, ανάμεσά τους, προφανώς, και το παλικάρι που κοιμόταν κρυμμένο στο πίσω δωμάτιο, αγωνίζονταν να φέρουν στον τόπο την άνοιξη για να διαδεχτεί τους ατέλειωτους χειμώνες· ο τρόπος, όμως, ήταν που την ανησυχούσε. Όση ώρα η Φιλαρέτη μιλούσε, η Νεσλά βυθιζόταν ολοένα σε σκέψη βασανιστική. Μόλις βρήκε την ευκαιρία, την ξεστόμισε.
-- Γιατί, κυρά, δε φώναξαν και δικό μου γιο να τρέξει μαζί τους; Νιαζί μου δεν τους θέλει τους Εγγλέζους.
Ήταν σειρά της Φιλαρέτης να σιωπήσει. Αλήθεια, σκέφτηκε, γιατί στον αγώνα μας να διώξουμε τους αποικιοκράτες, αντί να συμπαρασύρουμε και τους μουσουλμάνους συμπατριώτες μας, τους αφήνουμε, ή και τους στέλνουμε ακόμη, στα χέρια και στα αυριανά, ίσως, σχέδια τους; Δε θα 'πρεπε να το καταλαβαίνουμε πως αργά ή γρήγορα θα τους χρησιμοποιήσουν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους; για να εξασφαλίσουν την παραμονή τους στο νησί μας;

Τις σκέψεις και την αναστροφή των δυο γυναικών είχε διακόψει το χαρούμενο καλημέρισμα της Υακίνθης. Είχε μπει από τη μισάνοιχτη πόρτα της κουζίνας, έτρεξε, αγκάλιασε τη γιαγιά της.
-- Ανησυχήσαμε, είπε, όταν μάθαμε τα γεγονότα του κυβερνείου· ήρθα να δω αν είσαι καλά.
--Είμαι μια χαρά, χαρά μου, και σου έχω στο ερμαράκι φυλαγμένο το γλυκό που σου αρέσει· το φτιάξαμε χτες με τη Νεσλά· αρωματίσαμε το σιρόπι με κιούλι. Πάρε το, κι έλα κάθισε κοντά μου, έχω πολλά να σου πω.
Θρονιάστηκε σ' ένα λεπτό στην παρέα η κοπέλα, μασουλώντας το ραβανί, και στύλωσε την προσοχή της ν' ακούσει. Αυτό που άκουσε, όμως, ήταν οι φωνές και τα κτυπήματα των εγγλέζων στρατιωτών στην πόρτα της εισόδου.


Η αυγολέμονη άχνιζε καθώς την προσκόμιζε η Νεσλά, και το άρωμά της θύμισε στον Ευαγόρα πως πεινούσε. Περίεργα πράγματα· αισθανόταν γεμάτος ζωντάνια κι όρεξη. Όχι πως λησμόνησε τον κίνδυνο που διέτρεξε ψες, τον κίνδυνο που διέτρεξε και πριν λίγο, μα να, ένιωθε σίγουρος πως η περιπέτειά του ήταν πια παρελθόν. Η Νεσλά δεν έλειψε παρά μια στιγμή μονάχα, όσο να σερβίρει στο πιάτο και να γυρίσει· όμως, στην απουσία της έλαμψε το καινούριο πρόσωπο. Η Υακίνθη πλησίασε στα πόδια του κρεβατιού και του 'στειλε το πιο σεμνό χαμόγελο του κόσμου.
-- Καλημέρα.
Θα μπορούσε, σκέφτηκε, να ξαναπεράσει τον ψεσινό εφιάλτη, αν ήταν να ξαναδεχτεί τούτο το χαιρετισμό.
-- Καλημέρα σας, δεσποινίς
κόμπιασε, και τράβηξε την κουβέρτα ίσαμε το πηγούνι του. Η Υακίνθη έπνιξε ένα κύμα γέλιου που πήγε να ξεμυτίσει στο πρόσωπό της, και φανέρωσε το χαρακτήρα της. Δεν ήταν πια ανέμελο κοριτσόπουλο, όπως την υπολόγιζε η γιαγιά της. Στα εικοσιένα της ξεχώριζε από τις συνομήλικές της με τη μόρφωση και το ήθος της. Η Λευκωσία είχε να λέει και για την ομορφιά και για την εξυπνάδα της. Ο πατέρας της, άλλωστε, πασίγνωστος γιατρός και πολιτευτής, δεν έκρυβε το καμάρι του για τη μοναχοκόρη του. Μαζί με τη γυναίκα του, τη μονάκριβη θυγατέρα της Φιλαρέτης, είχαν φροντίσει να την προετοιμάσουν άριστα για τη ζωή. Έλεγαν πως είχε πάρει τα πιο εκλεκτά χαρίσματα από τον παππού της, κι όταν το άκουγε αυτό η Φιλαρέτη συγκατένευε συγκινημένη· ο μακαρίτης ο άντρας της ήταν μοναδικός άνθρωπος.

Το πότε εξαφανίστηκε από το πιάτο η αυγολέμονη δεν το πρόσεξε κανείς. Μόνο καθώς σκούπιζε τα χείλη του ο Ευαγόρας με την υφαντή πετσέτα, πρόσεξε στο κοίταγμα της γερόντισσας την άπειρη ευχαρίστηση που της πρόσφερε απολαμβάνοντας τόσο έκδηλα τη σούπα που του έφτιαξε κατάνυχτα. Οι τρεις τους ήταν καθισμένες στο χαμηλό σοφά και συζητούσαν για το φαγητό του μεσημεριού. Η Υακίνθη είχε αποφασίσει να μείνει ίσαμε το απόγευμα και θα βοηθούσε τη Νεσλά να ετοιμάσουν γεμιστά· ντομάτες και βαζάνια, τα κολοκύθια δεν αρέσουν στην κυρά. Σηκώθηκε η κοπέλα, πήρε το πιάτο και βγήκε από το δωμάτιο. Την ακολούθησε η γριά. Η Φιλαρέτη πλησίασε στο κρεβάτι.
-- Θα φάμε το μεσημέρι, κι ύστερα... Τίναξα τα ρούχα σου, βούρτσισα και τα παπούτσια σου. Θέλω να 'σαι συγυρισμένος όταν βγεις στο δρόμο· να μην υποπτευθεί κανείς ότι ήσουν στα επεισόδια, βλέποντάς σε βουτηγμένο στο χώμα. Σε χτύπησαν πολύ, δεν είναι;
-- Είχα πέσει καθώς τρέχαμε στην κατηφόρα, και με πρόλαβαν.
-- Για πες μου από την αρχή, πώς έγιναν τα πράγματα;
-- Χτες το πρωί ο Γυμναστής μας στο Παγκύπριο...
-- Είσαι μαθητής του Παγκυπρίου;
-- Ναί, είμαι τελειόφοιτος.
-- Λοιπόν;
-- Ο Γυμναστής μας μάς είχε ενημερώσει από το πρωί πως μετά το μεσημέρι θα γινόταν συγκέντρωση και διαδήλωση εναντίον των Εγγλέζων. Εμείς οι μαθητές μετά το τέλος των μαθημάτων θα συγκεντρωνόμαστε στον προμαχώνα, εκεί στο Νέον Άνοιγμα, στην έξοδο του Μακρύδρομου, για να ενωθούμε με τους άλλους διαδηλωτές. Κατά το σούρουπο το πλήθος έφτασε, κι εμείς ενσωματωθήκαμε. Τα συνθήματα έδιναν κι έπαιρναν. Επικεφαλής ήταν ο σημαιοφόρος με την ελληνική σημαία κι ακολουθούσαμε σχεδόν τρεχτοί. Προσπεράσαμε το στάδιο κι ανηφορήσαμε κατά το λόφο του κυβερνείου. Μπροστά μας, δίπλα στις παράγκες των Δημοσίων Έργων, παρατάχτηκαν λίγοι αστυνομικοί, πεντέξη σουβαρήδες και άλλοι τόσοι πεζοί, να μας κόψουν το δρόμο. Πού βρέθηκαν στα χέρια μας τόσα ξύλα δεν κατάλαβα· εκείνο που κατάλαβα ήταν πως κραδαίνοντας τα ξύλα ξαφνιάσαμε τα άλογα που αφηνίασαν. Έγινε πανηγύρι· μπρος τα άλογα, ξωπίσω οι αναβάτες να τα κυνηγούν, πιο πίσω οι πεζοί, και τελευταίοι εμείς να τρέχουμε άλλοι στον κύριο δρόμο του Στροβόλου κι άλλοι στα ακρινά δρομάκια της γειτονιάς σας, ακολουθώντας τους αστυνομικούς που έσπευδαν να χωθούν στο κυβερνείο. Η παρέα μου μπήκαμε από τη δική σας μεριά, προσπεράσαμε την Εκκλησία και συναντήσαμε το μεγάλο όγκο των διαδηλωτών μπροστά στο δάσος· ήταν γύρω στις οκτώ· είχε πια σκοτεινιάσει για καλά. Το κτίριο το φρουρούσαν καμιά τριανταριά ροπαλοφόροι αστυνομικοί. Μας φώναζαν "πίσω" και ορμούσαν για να μας εξαναγκάσουν να υποχωρήσουμε. Πού εμείς· τους απαντούσαμε με βροχή από πέτρες. Μερικοί βουλευτές που συμμετείχαν στη διαδήλωση προσπάθησαν να μας ηρεμήσουν. Το πλήθος αγνόησε τις εκκλήσεις τους και καταστρέφοντας το συρματόπλεγμα εισόρμησε από πολλές κατευθύνσεις, έτσι που έφτασε ίσαμε τα προπύλαια του κυβερνείου. Η απαίτησή μας ήταν να παρουσιαστεί ο κυβερνήτης να ακούσει τη θέληση του λαού, όπως διαμορφώθηκε στη συγκέντρωση της Φανερωμένης. Η άρνηση του Εγγλέζου έκαμε να ξεχειλίσει το ποτήρι. Κάποιος νεαρός, ξέφυγε από τον κλοιό των αστυνομικών, σκαρφάλωσε στην αριστερή κολώνα της εισόδου κι ανεμίζοντας τη γαλανόλευκη που κρατούσε προκάλεσε νέα ρίγη ενθουσιασμού. Ένας από τους συμμαθητές μου σάλπισε με τη σάλπιγγα που κουβαλούσε και το σάλπισμα ακολουθήθηκε από νέα έφοδο του πλήθους. Η κατάσταση φαίνεται πως κρίθηκε πολύ επικίνδυνη γιατί αντιλήφθηκα το Γυμναστή μας να μαζεύει τους μαθητές για να σταθούμε ανάμεσα στους αστυνομικούς και τον κόσμο. Μάταια, βέβαια. Η βροχή από πέτρες συνεχιζόταν ασταμάτητα· πολύ λίγα παράθυρα διατηρούσαν ακόμα τα τζάμια τους· μερικοί αστυνομικοί ήταν ήδη τραυματισμένοι. Κατά τις εννιά ακούσαμε αυτοκίνητα να ανηφορίζουν· τέσσερα οχήματα της αστυνομίας γεμάτα ενόπλους προσπαθούσαν να πλησιάσουν διασχίζοντας το πλήθος. Τώρα η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Άλλοι λιθοβολούσαμε τους νεοφερμένους, άλλοι προσπαθούσαν να παραβιάσουν τις πόρτες του κυβερνείου. Τα αυτοκίνητα εγκαταλείφθηκαν και οι πιο γεροδεμένοι έσπευσαν να τα αναποδογυρίσουν και να τα πυρπολήσουν. Πώς έπιασε φωτιά η δυτική γωνιά του κτιρίου δεν ξέρω· πάντως πριν καλά καλά το συνειδητοποιήσουμε, ολόκληρο το δρύινο παλάτι παραδόθηκε στις φλόγες. Τότε ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί· είχε, προφανώς, δοθεί διαταγή να μας κτυπήσουν· τρομάξαμε, και πάνω στη σύγχυση που προκλήθηκε, το αστυνομικό σώμα εξαπέλυσε την επίθεσή του κάμνοντας χρήση ροπάλων και όπλων. Τρέχαμε να απομακρυνθούμε· μας πρόλαβε η πρώτη ομοβροντία και μας διασκόρπισε. Ένας μεσήλικας που έτρεχε δίπλα μου τραυματίστηκε στο πόδι· τον βοήθησε ένας φίλος μου. Εγώ πήρα την κατηφόρα στην κατεύθυνση της κοίτης του ποταμού, μα μέσα στο σκοτάδι σκόνταψα κι έπεσα προς στιγμή σε ξέβαθο χαντάκι. Με έφτασε ένας αστυνομικός και με κυνήγησε. Κατάφερα να του ξεφύγω· με έχασε μες στα δρομάκια της γειτονιάς σας. Όταν βεβαιώθηκα πως δε με ακολουθούσε πια, κτύπησα την πόρτα σας, ο Θεός ξέρει με πόση επιφύλαξη. Δε φανταζόμουν τι με περίμενε...
Το παλικάρι χαμογέλασε με ευχαρίστηση. Ένιωθε πως χρωστούσε αυτές τις λεπτομερείς εξηγήσεις στη γυναίκα που του πρόσφερε καταφύγιο. Η Φιλαρέτη κούνησε το κεφάλι.
-- Η Παναγία να βάλει το χέρι της, παιδί μου. Ανοίξαμε μεγάλες φουρτούνες! Έλα, τώρα, σήκω, να ντυθείς. Θα στείλω σε λίγο τη Νεσλά να σου φέρει νερό με το λαβομάνο να πλυθείς. Αλήθεια, δε μου χάρισες τ' όνομά σου.
-- Ευαγόρας.
-- Να ζήσεις· και να θυμάσαι πάντα πως τ' ονομά σου είναι φορτίο ευθύνης.

Η Φιλαρέτη βγήκε, κι ο έφηβος προτίμησε να μείνει λίγο ακόμα στο στρώμα. Η γριά δε θα 'ρχόταν αμέσως· τα γεμιστά έχουν το χασομέρι τους. Άλλωστε, ήθελε να ξαναφέρει στο νου του κάποιες λεπτομέρειες από τα επεισόδια του κυβερνείου που έμεναν κάπως θολές στη σκέψη του. Κάτι που τον είχε ξενίσει ιδιαίτερα ήταν η συμπεριφορά των αστυνομικών. Από την αρχή της σύγκρουσης ήταν φανερή η απροθυμία τους να κτυπήσουν αποτελεσματικά τους διαδηλωτές. Άραγε τέτοιες διαταγές πήραν, και γιατί να τις πάρουν, ή ήταν προσωπική τους επιλογή που καθρέφτιζε, ίσως, τη θετική τους διάθεση απέναντι στους στόχους της διαδήλωσης; Προσπάθησε να βρει ερείσματα να στηρίξει τις εκδοχές του. Εκείνο, όμως, που παρεμβαλλόταν αποφασιστικά στην κρίση του ήταν η τελευταία τελευταία εμπειρία του από τη σύγκρουση. Είναι σχεδόν βέβαιος πως ο αστυνομικός που τον κυνήγησε όταν σηκώθηκε από το πέσιμό του, καθώς τον ακολουθούσε ανεβοκατεβάζοντας, στον αέρα μάλλον, το ρόπαλό του, του είπε "βούρα γλήορα, πε, χώστου". Ακόμα αντηχεί στ' αυτιά του αυτός ο πνιχτός ψιθυρισμός. Να σήμαινε μήπως την πρόθεσή του να τον προστατεύσει; Γιατί να το κάμει;

Άκουσε διακριτικό κτύπημα στη μεσόπορτα και τη νεανική φωνή της Υακίνθης.
-- Μπορώ να μπω;
Απάντησε θετικά με μια ακαθόριστη μάζα ήχων που, ευτυχώς, αποκωδικοποιήθηκε σωστά. Στο άνοιγμα της πόρτας πρόβαλε το πρόσωπό της.
-- Δεν ενοχλώ, έτσι;
Νέα μάζα ήχων που θα μεταφραζόταν "ευχαρίστησή μου" αποκωδικοποιήθηκε επίσης σωστά, αφού η Υακίνθη βρέθηκε να κάθεται δίπλα στο κρεβάτι.
-- Η γιαγιά μου είπε πως σε λένε Ευαγόρα.
-- Ε... Ναι.
-- Και είσαι τελειόφοιτος του Παγκυπρίου.
-- Ναι.
-- Και είσαι Καρπασίτης.
-- Αυτό πού το ξέρετε;
-- Ο φίλος σου ο Ευέλθων, πού λες να βρίσκεται τώρα;
Ταράχτηκε ο έφηβος, μα προσπάθησε να το ξεπεράσει.
-- Γνωρίζετε το Ευέλθοντα;
-- Λίγο...
-- Ψες χρειάστηκε να βοηθήσει έναν τραυματία και τον έχασα στο σκοτάδι. Ελπίζω να κατάφερε να γυρίσει στο σπίτι του.
-- Σε βεβαιώνω πως γύρισε! Κάπως αργά, βέβαια, αλλά γύρισε.
-- Αλήθεια, πού τον γνωρίζετε τον Ευέλθοντα; Είμαστε φίλοι τρία χρόνια τώρα. Κάναμε παρέα στο σχολείο, αλλά και τώρα που φοιτά στο Διδασκαλείο συναντιόμαστε συχνά. Είναι κι αυτός εραστής των κλασσικών γραμμάτων. Σκοπεύω να ακολουθήσω το παράδειγμά του· θέλω κι εγώ να γίνω δάσκαλος. Το Ριζοκάρπασο είναι γεμάτο παιδιά που διψούν για ελληνική παιδεία.
-- Ο Ευέλθων θα δουλέψει εδώ στη Λευκωσία. Τον ενοχλεί, όμως, που θα γίνει κυβερνητικός υπάλληλος. Η γιαγιά, πάντως, τον ενθαρρύνει· ήταν δασκάλα, βλέπεις, στον καιρό της.
-- Είσαι η Υακίνθη! Η αδελφή του Ευέλθοντα! Έχω ακούσει τόσα πολλά για σένα από τον αδελφό σου, που έπρεπε να σε καταλάβω μόλις σε είδα.
Άφησε μια στιγμή τη σκέψη του να γυρίσει μέσα του, κι αμέσως συνέχισε.
-- Και να σκεφτείς ότι όλα αυτά τα θαυμάσια μου συμβαίνουν χάρη σε μια γλάστρα!
-- Γλάστρα κιούλι. Μόλις μάζεψα τα σπασμένα από τον εξώστη. Η γιαγιά μου είπε πως σκουντούφλησες ψες.
-- Ναι· ήμουν τρομαγμένος· νόμιζα πως με κυνηγούσαν.
-- Γιατί "νόμιζες"; Κυκλοφορούσαν φαντάσματα;
-- Αυτό ακριβώς ήταν που σκεφτόμουν πριν μπεις στο δωμάτιο. Είμαι σίγουρος πως αύριο θα με βοηθήσει ο Ευέλθων να βρω την απάντηση. Ίσως να τον απασχολεί κι αυτόν το ίδιο ερώτημα.
-- Δηλαδή;
-- Δηλαδή, οι αστυνομικοί που όρμησαν επάνω μας μετά την πυρπόληση του κυβερνείου, είχαν πραγματική πρόθεση να μας κτυπήσουν ή συμμερίζονταν τα δικά μας αισθήματα;
-- Ξεχνάς πως πριν μια ώρα ήρθαν Εγγλέζοι ίσαμε τον ηλιακό, εδώ δίπλα. Βέβαια, φαίνεται πως η έρευνα είναι γενική, δεν ήρθαν, προφανώς, μόνο εδώ, ούτε φάνηκε να γύρευαν κάποιο συγκεκριμένο άτομο, όμως...
-- Είμαι σίγουρος πως άκουσα τον αστυνομικό που με κυνηγούσε να μου λέει να τρέξω να κρυφτώ. Ίσως γνώριζε πως θα ακολουθούσαν το πρωί οι Εγγλέζοι. Άλλωστε και όλη η στάση των αστυνομικών ήταν περίεργη. Έδιναν την εντύπωση πως αρνούνταν να εφαρμόσουν τις διαταγές που έπαιρναν από τους προϊσταμένους τους στο κυβερνείο. Ένας, μάλιστα, τον είδα με τα μάτια μου, πρέπει να τον έλεγαν Χιτσί, έτσι τον φώναξε ο επικεφαλής, αρνήθηκε να συλλάβει τους νεαρούς που ανάρτησαν τη σημαία μας στην κολώνα της εισόδου.
-- Οι σκέψεις σου δεν είναι ανεδαφικές. Όμως τα πράγματα είναι πολύ ανακατεμένα· δύσκολα θα ξεκαθαρίσουν. Οι Εγγλέζοι ήδη προσπαθούν, και είμαι βέβαιη ότι από σήμερα θα προσπαθούν περισσότερο, να εκμεταλλευτούν την παρουσία των μουσουλμάνων του νησιού μας· και μην ξεχνάς ότι οι πλείστοι αστυνομικοί είναι μουσουλμάνοι. Οι Εγγλέζοι, όταν ήρθαν στην Κύπρο, την είδαν κατάξερη και νόμισαν πως ήταν στραγγισμένοι όλοι οι χυμοί της γης μας. Ξεγελάστηκαν όμως, γιατί ρέουν ασταμάτητα οι υπόγειοι ποταμοί της παράδοσής μας κι αρδεύουν τις παμπάλαιες ρίζες μας. Γρήγορα κατάλαβαν πως για να μείνουν είναι απαραίτητο από τη μια να τιθασεύσουν την εθνική συνείδηση των Ελλήνων -παράδειγμα η απαγόρευση της διδασκαλίας της ελληνικής Ιστορίας στα σχολεία μας- και από την άλλη να δημιουργήσουν τούρκικη εθνική συνείδηση στους μουσουλμάνους συμπατριώτες μας για να είναι εύκολη λεία εθνικιστικών μηνυμάτων, και συνεπώς αθύρματα στα χέρια τους.
Η Υακίνθη διαπίστωνε πως ο Ευαγόρας κατανοούσε όσα άκουγε, και παρασύρθηκε σε μια εκτεταμένη ανάλυση του προβλήματος. Όταν φοιτούσε στη Σχολή Καλογραιών είχε την τύχη να παρακολουθήσει έναν εξαίρετο καθηγητή των Ελληνικών, μανιάτη, Φρίξο Διασάκο τον έλεγαν, που με εκπληκτική ευφράδεια, αλλά και πολύ εμπεριστατωμένα τους εξηγούσε τακτικά την πορεία των κοινωνικών μετασχηματισμών στην Κύπρο και στον Ελληνισμό. Επέμενε πως στο νησί ποτέ δεν εγκαταστάθηκαν συστηματικά Τούρκοι, ούτε καν Οθωμανοί, και ότι οι μουσουλμάνοι της Κύπρου δεν είναι παρά εντόπιοι εξισλαμισθέντες ρωμηοί. Έκτοτε η Υακίνθη επανειλημμένα είχε μελετήσει, διερευνήσει και
συζητήσει αυτό το θέμα και είχε ισχυρές απόψεις. Τώρα που έβλεπε πόσο πρόθυμα ο Ευαγόρας την παρακολουθούσε δεν έλεγε να τελειώσει. Ήθελε, λες και μιλούσε στην ηγεσία του τόπου, να πείσει πως θα 'πρεπε άμεσα και χωρίς αναστολές να ξεκινήσει ένας κοινός αγώνας όλων των Κυπρίων για αποτίναξη του αποικιοκρατικού ζυγού, πως θα 'πρεπε η δυναμική που δημιουργήθηκε από το όραμα της ελευθερίας να διοχετευθεί προς το σύνολο του πληθυσμού του νησιού, χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς υστεροβουλίες· μόνο έτσι θα εξασφαλιζόταν το ποθούμενο αποτέλεσμα.

Την προσπάθειά της διέκοψε η Νεσλά που έφτασε με το λαβομάνο.
-- Λακκιρτίν, κόρη μου, εν καλόν, αμμά κοπελλούιν έμεινεν μες στο στρώμαν. Άτε, πάμεν, να φορήσει ρούχα του. Φαΐν όπου τζι αν είσαι εψήθηκεν.
Η Υακίνθη έδωσε στον Ευαγόρα την υπόσχεση πως θα συνέχιζαν στο τραπέζι τη συζήτηση και βγήκε. Η Νεσλά άφησε το λαβομάνο και πήγε να την ακολουθήσει· κοντοστάθηκε. Ήθελε να ενθαρρύνει το παλικάρι σ' αυτό που το έβλεπε να προχωρά· ήθελε, όμως, και να το παρακαλέσει να έχει στο νου του πως και το δικό της παιδί ήταν πρόθυμο να τα βάλει με τους Εγγλέζους. Μετάνοιωσε· όσο κι αν ένιωθε οικεία, όσο κι αν η στάση των ρωμηών ήταν απέναντί της φιλική, κάπου αισθανόταν πως κρυβόταν η απόρριψη. Έσυρε σιωπηλή το βήμα έξω από το δωμάτιο. Όταν, κλείνοντας πίσω της την πόρτα, άλλαξε γνώμη, ήταν πια αργά να επιστρέψει. Έκτισε αμέσως την ελπίδα πως στο τραπέζι θα της δινόταν κάποια ευκαιρία να εκδηλωθεί.
Ο έφηβος ετοιμάστηκε, και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Αισθανόταν πως το τελευταίο εικοσιτετράωρο το πέρασε με τον πιο έντονο τρόπο. Η συμμετοχή του στη διαδήλωση και στη μικρογραφία επαναστατικής ενέργειας στο κυβερνείο, αλλά και η τυχαία επικοινωνία με τη γιαγιά και την αδελφή του Ευέλθοντα, θα καθόριζαν στο εξής σημαντικές επιλογές του. Έβλεπε από τη μια την αναγκαιότητα να πάρει μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας του, κι από την άλλη την πιθανότητα αυτός ο αγώνας να πάρει λάθος δρόμο και να οδηγήσει σε περιπέτειες και σε χειρότερες μορφές υποδούλωσης. Πάντως ήταν ευχαριστημένος που συνειδητοποιούσε το δίλημμα. Πέρασε τα δάχτυλα ανάμεσα στα μαλλιά του· χαμογέλασε.


Άφησε το σακάκι του κρεμασμένο και βγήκε από το δωμάτιο. Βρέθηκε στον ηλιακό· η πόρτα της κουζίνας ήταν ακριβώς απέναντι, κράνοιχτη· άκουσε εκεί τις τρεις γυναίκες να κουβεντιάζουν. Προτίμησε να περιεργαστεί τις φωτογραφίες που κρέμονταν στους τοίχους. Τον σαγήνευσε η γνωστή του φυσιογνωμία του Ευέλθοντα· ο φωτογράφος τον είχε στήσει μπροστά σ' ένα ειδυλλιακό σκηνικό που φάνταζε με το πέρασμα των πεντέξη χρόνων κωμικό για όποιο γνώριζε το σημερινό επαναστάτη νεαρό. Σε διπλανή κορνίζα πόζαρε η γερόντισσα με το μακαρίτη τον άντρα της· καθισμένος εκείνος, με το χέρι ακουμπισμένο στο τραπεζάκι δίπλα του, ενώ η συμβία του όρθια πίσω δεξιά του. Αφαιρέθηκε, προσηλωμένος σ' αυτή τη συνωρίδα· η μακρόχρονη συμβίωση είχε εξομοιώσει τις δυο φυσιογνωμίες που αλληλοσυμπληρώνονταν ως στέρεο βάθρο της εξέλιξης της οικογένειας που δημιούργησαν. Παρέκει η Υακίνθη με τη στολή της Σχολής των Καλογραιών, με το πλατύγυρο καπέλο, ανάμεσα στους γονείς της· ίσως -το συμπέρασμα πρόκυπτε από τη διαφαινόμενη ηλικία της- φωτογραφημένη την ημέρα της αποφοίτησής της. Άκουσε την εντολή της Φιλαρέτης.
-- Νεσλά, ειδοποίησε το παλικάρι πως είναι έτοιμο το τραπέζι· φαίνεται ντροπιάρης, θα περιμένει να τον φωνάξουμε!
Άκουσε και την παρατήρηση της Υακίνθης.
-- Αισχυντηλός, γιαγιά, όχι ντροπιάρης· είναι κι αυτός εραστής των κλασσικών γραμμάτων, σαν τον εγγονό σου· πρόσεχε!
Έσπευσε να διαψεύσει τα συνώνυμα της ιδιότητας που του απέδιδαν· μπήκε στην κουζίνα.
-- Καλώς τον· έλα πάρε θέση στο τραπέζι· κάθισε εδώ που δε φυσά, μην κρυώσεις.
Περιποιητική η γερόντισσα. Θυμήθηκε τη μάνα του στο χωριό· είχε σχεδόν δυο μήνες που έλειπε από το σπίτι του. Δεν ήταν δα κι η πρώτη φορά που έφευγε για να έρθει στη Λευκωσία, μα κάθε φορά άφηνε ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού του εκεί πέρα. Δεν ήταν μονάχα οι γονιοί και τ' αδέρφια του· ήταν κι ο τόπος, οι μυρωδιές κι οι μελιχρότητες και τ' αγνάντια του, τ' αγροικήματα -τα θροΐσματα, τα βουίσματα, τα γαργαρίσματα, τα φλοισβίσματα, τα κελαρύσματα- και τα ψηλαφίσματά του. Ήταν η άμεση αίσθηση της πατρίδας· το πλινθόκτιστο σπίτι με το δώμα, το πηγάδι με το αλακάτι, ο φούρνος και, παραπέρα, το μελίσσι· η εκκλησιά του Αγίου Συνεσίου και τα ερείπια του Αγίου Φίλωνα· το πανηγύρι του Αποστόλου Αντρέα· το ζεστό σταρένιο ψωμί κι η τραγανή γυρισταρκά. Όλα αυτά ήταν ανάγκη να τα εγκαταλείπει για να τα κερδίσει· ήταν ανάγκη να τα στερείται για να τα χαρεί. Η αυριανή εντρύφηση περνά μέσα από τη σημερινή αποξένωση. Του το λέει κι ο Φιλόλογός του συχνά-πυκνά, και σταλάζει παρηγοριά στην ψυχή του. Μέσ' από το καμίνι του πόνου πραγματοποιείται η κατεργασία του μετάλλου της προσωπικότητας· και απαιτείται τέλειο μέταλλο για να κατασκευαστεί ένας δάσκαλος, πολύ περισσότερο αν θα 'ναι δάσκαλος αλυσοδέσμιου λαού.

Από τον κόσμο των αναμνήσεων τον επανέφερε το πιάτο που τοποθετήθηκε μπροστά του. Ευχές για όρεξη δε χρειαζόταν· μόλις κάθησαν και οι ομοτράπεζες, επιδόθηκε στην απόλαυση των γεμιστών, διακόπτοντας πού και πού για να πει ένα φιλοφρόνημα για τις μαγειρικές ικανότητες της Νεσλά, ή ένα σχόλιο στην κουβέντα της Φιλαρέτης με την εγγονή της για την περιποίηση του κήπου. Ο Ευέλθων είχε υποσχεθεί στη γιαγιά του πως θα 'ρχόταν ένα απόγευμα αυτής της εβδομάδας για να βάλει μπρος τη φθινοπωρινή φροντίδα των λουλουδιών. Πέμπτη σήμερα και ποιος ξέρει πότε θα ευκαιρήσει μ' όλ' αυτά που ανακατεύεται. Σκεφτόταν πως θα μπορούσε να έρθει κι αυτός μαζί με τον ακριβαγάπητο φίλο του, να κάμουν παρέα τη δουλειά· θα ήταν, άλλωστε, ένας καλός τρόπος να δείξει την ευγνωμοσύνη του για τη ζεστή φιλοξενία που βρήκε στο σπίτι της γερόντισσας. Θα του το προτείνει αύριο, μόλις συναντηθούν στο Σχολείο. Άραγε, να ζητούσε από την Υακίνθη να μην του πει ο,τιδήποτε σχετικό με τη συνάντησή τους, για να τον ξαφνιάσει αύριο; Η ιδέα μιας τόσο απρόσμενης για τον Ευέλθοντα έκπληξης τον έκαμε να δυσανασχετήσει όταν τον είδε μπροστά του αποσβολωμένο. Καθώς καθόταν απέναντι στην εξώπορτα της κουζίνας, ήταν ο πρώτος που διασταύρωσε το βλέμμα του με το νεοφερμένο.
-- Πού βρέθηκες εσύ εδώ, Ευαγόρα;
Οι τρεις γυναίκες στράφηκαν προς την πόρτα. Η Φιλαρέτη φάνηκε η λιγότερο έκπληκτη από τους συνδαιτυμόνες.
-- Έμπα μέσα και θα λάβεις όλες τις εξηγήσεις με το νι και με το σίγμα.
Ο Ευέλθων προτίμησε πρώτα να αγκαλιάσει το φίλο του που ήδη βρισκόταν δίπλα του. Ύστερα παρακολούθησε μια θυελλώδη περιγραφή των γεγονότων από τέσσερα στόματα που δούλευαν χωρίς συντονισμό, αλλά με πάθος να διατυπώσουν το καθένα από τη δική του σκοπιά την εμπειρία των τελευταίων ωρών. Το μόνο που ξέχασαν να του πουν ήταν πως το κιούλι της σπασμένης γλάστρας είχε μεταφυτευτεί κιόλας στο αριστερό παρτέρι του κήπου. Όταν κόπασε ο οίστρος των αφηγήσεων, ο Ευαγόρας ζήτησε να μάθει για την ψεσινή συνέχεια των κινήσεων του φίλου του. Τίποτε συνταρακτικό. Ο τραυματισμένος τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει να φτάσει ίσαμε τους σπήλιους της Αγίας Παρασκευής, γιατί είχε σκοπό να διανυκτερεύσει κρυμμένος εκεί· έτσι το είχαν προσυμφωνήσει με κάποιους δικούς του που πραγματικά τον ανέμεναν. Κατόπιν γύρισε κατακουρασμένος στο σπίτι, περασμένα μεσάνυχτα, και κοιμήθηκε ώς πριν δυο ώρες. Φυσικά, κι αυτός δεν είχε πάει στο Διδασκαλείο το πρωί. Ένιωθε πως χρειαζόταν να μαζέψει τις σκέψεις του, και του φάνηκε καλύτερος τρόπος να ξεχορτίσει τον κήπο της γιαγιάς. Η Φιλαρέτη άκουγε γεμάτη ανησυχία, με ένα ύφος, όμως, κατοχής κοινού με τον Ευαγόρα μυστικού.
-- Ώστε, λοιπόν, ήσασταν μαζί στο κυβερνείο. Ο εγγονός μου ήταν ο φίλος σου που βοήθησε τον τραυματία. Κύριε ελέησον! Μικρός που είναι ο κόσμος μας!
Ο Ευέλθων ήταν χορτάτος, έφαγε πρόχειρα πριν φύγει από το σπίτι, δεν ήθελε να καθήσει στο τραπέζι. Όμως, να που δεν είχε τώρα πια καμιά διάθεση να πιάσει τα κηπουρικά εργαλεία. Συμφώνησαν να επιστρέψουν αύριο οι δύο τους μετά τα μαθήματα για να διεκπεραιώσουν τη δουλειά στα γρήγορα.

Προσφιλής ο κήπος, προσφιλεστέρα η γνώσις, προσφιλεστάτη η ελευθερία, για να χρησιμοποιήσει παραφραστικά το προσφιλές λόγιο του περσινού Γυμνασιάρχη. Οι καιροί ου μενετοί, θα έλεγε ο Φιλόλογος.
-- Εμείς να πηγαίνουμε!
Ο Ευέλθων έδωσε το πρόσταγμα. Ήταν ήδη απομεσήμερο και οι δυο νέοι έπρεπε να αξιοποιήσουν το δειλινό τους. Οι καθηγητές στο Σχολείο δεν χαρίζονταν, όποια κι αν ήταν η αιτιολογία της μαθητικής ασυνέπειας. Η σημερινή, μάλιστα, απουσία τους διπλασίαζε τις υποχρεώσεις τους· σίγουρα αύριο θα εξεταστούν στα διδαγμένα της προτεραίας. Ο Ευαγόρας σηκώθηκε και υπολόγιζε τη σειρά που έπρεπε ν' ακολουθήσει στις ευχαριστίες. Θυμήθηκε το σακάκι του. Ώσπου να το φέρει θα σκεφτόταν και μια έξυπνη φράση για να συνοδεύσει την έκφραση της ευγνωμοσύνης του στη γερόντισσα. Μπήκε στο πίσω δωμάτιο. Χαιρέτησε τα κλαδιά της φοινικιάς και φόρεσε το σακάκι. Έβαλε αμήχανα το χέρι στην τσέπη. Η βελούδινη αίσθηση τον έκαμε να σαστίσει προς στιγμή· ανασκίρτησε. Ανακάλυψε την προσήκουσα ευχαριστία. Επέστρεψε στην κουζίνα μ' ένα πλατύ χαμόγελο ιχνογραφημένο στο μελαψό του πρόσωπο· αυτό το καρπασίτικο πρόσωπο με τα γαλανά μάτια και τα καστανόξανθα μαλλιά. Πλησίασε στη Φιλαρέτη· εκείνη άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της· άλλος ένας εγγονός ευπρόσδεκτος. Τον φίλησε σταυρωτά και παραξενεύτηκε που διατηρούσε το δεξί του χέρι στην τσέπη του σακακιού. Ο Ευαγόρας ανέσυρε ένα τσαλακωμένο κόκκινο τριαντάφυλλο και της το πρόσφερε σιωπηλός. Η Φιλαρέτη το είχε, όντως, ψηλαφήσει όταν καθάριζε το σακάκι και διερωτήθηκε για την προέλευσή του, δεν είχε, όμως, περάσει από το νου της πως θα μπορούσε να καταστεί αποδέκτης του. Το δέχτηκε με μια θερμή χειρονομία ικανοποίησης· το έφερε στο στήθος της και το προστάτεψε με την παλάμη της. Τον κοίταξε στα μάτια σαν να ρωτούσε "πού το βρήκες;". Η απάντηση ήταν έτοιμη να προβληθεί· άλλωστε μόνο συνοδευμένο από την επεξήγηση το τριαντάφυλλο αποκτούσε το συμβολισμό που ο Ευαγόρας ήθελε να δώσει στην προσφορά του.
--Είναι από τον κήπο του κυβερνήτη. Ψες, όταν ορμήσαμε στο προαύλιο του κυβερνείου, ποδοπατήσαμε τις τριανταφυλλιές· αυτό το μάζεψα για να το γλιτώσω από την καταστροφή, ίσως και για ενθύμιο...
Οι φωνητικές χορδές της Φιλαρέτης, επηρεασμένες από τον κόμπο της συγκίνησης που θρονιάστηκε ανάμεσά τους, αδυνατούσαν να αρθρώσουν τις λέξεις που ετοίμαζε ο εγκέφαλος· ανέλαβαν τα μάτια να διατυπώσουν το λόγο· δυο χοντρά δάκρυα κύλησαν στα γερασμένα μάγουλα. Η εγγονή της την αγκάλιασε τρυφερά.
-- Γιαγιά, θα φέρουμε τη μέρα που ο κήπος του κυβερνείου δε θα ανήκει στον κυβερνήτη, και τα τριαντάφυλλά του δε θα τα δρέπουν οι Εγγλέζοι.
Ο Ευέλθων έβρισκε πως η ατμόσφαιρα είχε παραγίνει μελοδραματική και τράβηξε τον Ευαγόρα από το χέρι.
-- Έλα, πάμε τώρα· αύριο εδώ θα 'μαστε πάλι.
Η Νεσλά, τόση ώρα αποτραβηγμένη στο νεροχύτη -έπρεπε να καθαρίσει πριν φύγει για το σπίτι της- ήταν ευχαριστημένη· αύριο θα του το έλεγε σίγουρα του Ευαγόρα, γιατί όχι και του Ευέλθοντα.
Η Υακίνθη έφερε μια μικρή γλάστρα.
-- Είναι μια ρίζα από το κιούλι σου· στόλισε το δωμάτιό σου· να θυμάσαι την περιπέτειά σου, και την ημιτελή μας συζήτηση!
-- Ευχαριστώ. Τα δυο παλικάρια έσπευσαν να βγουν στον εξώστη της εξόδου. Οι καιροί ου μενετοί.






(Εμπνευσμένο από την εξέγερση του 1931)