Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

Ενιαία κοινωνική πολιτική

Η πρόθεση και η προσπάθεια κάθε εργοδότη να πετύχει το μικρότερο δυνατό κόστος στη διεκπεραίωση της δραστηριότητάς του είναι δεδομένη και θεμιτή στα πλαίσια της ελεύθερης οικονομίας. Το ίδιο και η διεκδίκηση από τον εργαζόμενο μεγαλύτερου μεριδίου από το προϊόν της εργασίας του. Κοινή συνισταμένη για ικανοποίηση αμφοτέρων είναι η αύξηση της παραγωγικότητας με την καλύτερη οργάνωση της παραγωγής και τη χρήση προηγμένης τεχνολογίας, ώστε εργοδότης και εργαζόμενος να καρπούνται και το επιπλέον προϊόν του μηχανικού εξοπλισμού.
Στο μέτρο που η κοινή συνισταμένη δε λειτουργεί ή δεν αξιοποιείται οδηγούμαστε στις συνηθισμένες κοινωνικές αναταραχές που εκδηλώνονται ως απεργίες και που έχουν πάντα ολέθριες συνέπειες, προσωρινές ή και μονιμότερες και για τους δυο συγκρουομένους, αλλά και για το κοινωνικό σύνολο. Διερωτάται ο ευαίσθητος πολίτης γιατί το Υπουργείο Εργασίας, αντί ως διαιτητής των εργατικών διαφορών να περιορίζεται σε προτάσεις συμβιβασμού, δε μελετά πρακτικές ιδέες και δεν προτείνει ευφάνταστους τρόπους αύξησης της παραγωγικότητας στον κάθε συγκεκριμένο τομέα για ικανοποίηση και των δυο πλευρών. Όμως, ας μη καταπιαστούμε με ...οδηγίες· ας εμβαθύνουμε στο πρόβλημα.
Υπάρχουν εργαζόμενοι που κατόρθωσαν στο πρόσφατο παρελθόν, να εξασφαλίσουν ικανοποιητική, πολλές φορές και υπέρμετρη μερίδα από το προϊόν της εργασίας τους, και άλλοι που απολαμβάνουν συγκριτικά μικρή μερίδα ή και ελάχιστη. Το ανάλογο ισχύει και για τις συνθήκες εργασίας. Άλλοι πέτυχαν ιδανικές (άνετο περιβάλλον, ξεκούραστο ωράριο, άδειες, διευκολύνσεις, ασφαλίσεις), άλλοι μετά βίας ανεκτές. Μερικοί από τους παράγοντες που συμβάλλουν στη δημιουργία αυτής της ανισότητας είναι έξω από τον έλεγχο των εργαζομένων και ίσως και των εργοδοτών (π.χ. συγκυρίες της παγκόσμιας οικονομίας, δυσαναλογία προσφοράς και ζήτησης), συχνά, όμως, η εξασφάλιση της θετικής ανισότητας ενός μεγάλου μέρους των εργαζομένων είναι αποτέλεσμα των διεκδικητικών αγώνων τους και της, ποικίλης προέλευσης, θετικής αντίκρισης των εργατικών απαιτήσεων από τους εργοδότες. Είναι επόμενο το δημοκρατικό κράτος ως εργοδότης να είναι συνήθως ενδοτικό στις διεκδικήσεις των εργαζομένων στις υπηρεσίες του, γιατί η εκάστοτε κυβέρνηση βλέπει τους εργαζομένους και ως ψηφοφόρους της που δε θέλει να τους δυσαρεστεί, όπως δε θέλει να δυσαρεστεί και τους λοιπούς πολίτες που ταλαιπωρούνται από τις απεργίες. Αντίστοιχα, μεγάλες ανώνυμες εταιρείες με τεράστια κέρδη (π.χ. Τράπεζες) προτιμούν να στερηθούν ένα μικρό μέρος των κερδών τους για ικανοποίηση των εργαζομένων, παρά να διακινδυνεύσουν παγιωμένα συμφέροντα. Το ίδιο και με τους οργανισμούς κοινής ωφέλειας· ας πάρουν κάτι περισσότερο οι εργαζόμενοι, αυτός που πληρώνει, έτσι κι αλλιώς, δεν εκπροσωπείται στο Συμβούλιο που παραχωρεί.
Αυτή η πρακτική ανισότητα μεταξύ των εργαζομένων εξελίσσεται, ή, τουλάχιστον, φαίνεται στα μάτια των λιγότερο τυχερών να εξελίσσεται σε εκμετάλλευση προνομίων. Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι αισθάνονται να χωρίζονται σε δυο συγκρουομένων συμφερόντων τάξεις, των προνομιούχων και των ...αποκλήρων. Ένας συνεπής αριστερός θα ισχυριζόταν, όχι χωρίς ισχυρή δόση ακρίβειας, ότι αυτός ο διαχωρισμός δεν υπήρξε αυτόματος, εκ των πραγμάτων, αλλά σκόπιμος από την πλευρά του καπιταλιστικού συστήματος, με στόχο την αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος. Οπωσδήποτε, πιστεύω, δε βοηθά στην εν τη ενότητι ισχύν της πλευράς της εργασίας στη διαπάλη με το κεφάλαιο για τη διεκδίκηση της κοινωνικής ισότητας και επίτευξη της κοινωνικής δημοκρατίας.
Και είναι, προφανώς, συμφέρον των εργαζομένων, το άνοιγμα της μεταξύ τους διαφοράς να σμικρύνεται, όχι να μεγαλώνει, και να αδρανοποιείται προς όφελος του κοινού αγώνα για βελτίωση της θέσης τους. Κάθε απαίτηση διεύρυνσης των προνομίων ορισμένων εργαζομένων ερμηνεύεται, και είναι ενέργεια σε βάρος της συνολικής προόδου των εργατικών διεκδικήσεων. Παράλληλα οι τέτοιες απαιτήσεις είναι δυνατό να τύχουν εκμετάλλευσης από την εργοδοτική πλευρά η οποία βρίσκει ανέλπιστους συμμάχους ανάμεσα στους δυσαρεστημένους μη προνομιούχους για να θεμελιώνει τη σκλήρυνση της στάσης της. Φαύλος κύκλος. Τι γίνεται, λοιπόν;
Η λύση, φυσικά, δεν είναι στην αποστέρηση εργαζομένων που πέτυχαν καλούς όρους εργασίας από τα δικαιώματά τους. Η λύση είναι στο σχεδιασμό μιας συνολικής κοινωνικής πολιτικής που θα εκσυγχρονίζει το πλέγμα των σχέσεων εργασίας - εργοδοσίας. Θα το απαλλάσσει από το μακάβριο εναγκαλισμό της "πάλης των τάξεων", αλλά και από την βάναυση περίσφιξη της "εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο". Μιας σύγχρονης κοινωνικής πολιτικής που με αιχμή του δόρατος την αύξηση της παραγωγικότητας θα δημιουργεί περιθώρια αδιάκοπης αναδιανομής του προϊόντος της εργασίας προς όφελος όλων των κοινωνικών εταίρων.
Η συνεχής βελτίωση της θέσης των εργαζομένων δεν μπορεί, βέβαια, να επιτευχθεί σε βάρος της εθνικής οικονομίας, ούτε καν σε βάρος των οικονομικών ή πολιτικών κερδών των εργοδοτών, αλλά μόνο παράλληλα και ισόρροπα. Και για να μπορέσει η πλευρά των εργαζομένων να επιδιώξει και να επιτύχει το σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας δίκαιης για όλους κοινωνικής πολιτικής, οφείλει να κατέλθει ενωμένη στον αγώνα, θέτοντας καταμέρος τον παραλογισμό των προνομίων.

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007

Η σημαία και τα παρεπόμενα



Κράτος υπάρχει όταν ένα κοινωνικό σύνολο οργανώνεται σε λαό, και ελέγχει αποτελεσματικά, σύμφωνα με την εκάστοτε βούλησή του, δηλαδή ασκεί εξουσία πάνω σε συγκεκριμένο έδαφος.
Το κοινωνικό σύνολο δεν είναι απαραίτητο να απαρτίζεται από άτομα της ίδιας εθνότητας, φυλής ή θρησκείας είναι, όμως αναγκαίο για την επιβίωση του κράτους τα άτομα που αποτελούν το λαό να έχουν κοινές επιδιώξεις. Κοινό ιστορικό παρελθόν δεν είναι υποχρεωτική προϋπόθεση για τον καταρτισμό λαού· κοινό όραμα για το μέλλον είναι. Το κοινό όραμα συσπειρώνει τα άτομα και τους προσφέρει την προοπτική χάριν της οποίας προθυμούνται να παραβλέψουν υπάρχουσες ανομοιότητες ή και παλιές εχθρότητες και να προχωρήσουν με εμπιστοσύνη στο μέλλον. Αυτή την απόφαση εκφράζουν, αυτό το όραμα αισθητοποιούν τα σύμβολα του κράτους, το έμβλημα, ο ύμνος και η σημαία.
Η Κύπρος έγινε κράτος εξανάγκης για να αποφευχθεί η διχοτόμηση και διπλή ένωση, συμβιβάστηκαν τα ξεχωριστά όνειρα των εθνικά-θρησκευτικά ομαδοποιημένων κατοίκων της σε μια λύση που γεννούσε ένα κράτος χωρίς την ύπαρξη ή χωρίς να ληφθεί πρόνοια για τη δημιουργία κοινού οράματος. Φυσικά, και τα σύμβολα αυτού του κράτους ήσαν εξαρχής κενά περιεχομένου, αφού δεν εξέφραζαν υπαρκτά οράματα. Αντίθετα, η διατήρηση στη ζωή των ξεχωριστών ονείρων των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας, ονείρων που απέβλεπαν ουσιαστικά στη διάλυσή της, αποστασιοποιούσε συναισθηματικά τους Κυπρίους από τα σύμβολα· ακόμη περισσότερο, τους φόρτιζε με αρνητικά προς τα σύμβολα αισθήματα, μια που αυτά αισθητοποιούσαν την αποτυχία πραγμάτωσης των ονείρων τους. Έτσι, ήταν επόμενο στην καρδιά, αλλά και στις εκδηλώσεις του κυπριακού λαού να κυριαρχούν, αντί των συμβόλων του κράτους του, τα σύμβολα των εθνικών ονείρων των πολιτών, τα σύμβολα των κρατών με τους λαούς των οποίων οι Κύπριοι αισθάνονται εθνική εγγύτητα και συγγένεια. Η κατάσταση δεν έχει διαφοροποιηθεί θεμελιακά μετά το '74, παρότι η παρουσία της κυπριακής σημαίας έχει επιβληθεί σαν ...φάρμακο και έχει επίσης, εντελώς πρόσφατα, ανακομισθεί σε χρήση και το έμβλημα της Δημοκρατίας· ύμνος, εύλογα, ποτέ δεν αποκτήθηκε. Συνεχίζει, πάντως, κάθε Κύπριος να "υπηρετεί υπό δύο σημαίας", και στο μέτρο που συνειδητοποιεί το άτοπο, να προσπαθεί να το δικαιολογήσει. (Πολύ ενδιαφέρουσες είναι οι διάφορες εκδοχές που ακούγονται από τους διευθυντές των σχολείων κάθε 26 του Οκτώβρη, κατά την τελετή παράδοσης των σημαιών στους σημαιοφόρους μαθητές.)
Τούτων ούτως εχόντων, αφύσικο είναι που πέρασαν 36/22 χρόνια για να βγει στο προσκήνιο το πρόβλημα της σημαίας. Και είναι ενδεικτικό -και παρήγορο- ότι βγήκε στο Πανεπιστήμιο, το χώρο των ουσιαστικών ζυμώσεων της κοινωνίας, τον πιο καθαρό καθρέφτη των κοινωνικών συγκρούσεων και οσμώσεων.
Είμαστε, λοιπόν, υποχρεωμένοι τώρα πια να πάρουμε θέση, επίσημα και ξεκάθαρα. Στην αρχή η
Σύγκλητος, τα Κόμματα, η Κυβέρνηση προσπάθησαν να αποφύγουν το ποτήριο ρίχνοντας ο ένας στον άλλο το καυτό μπαλάκι. Ποιος να πει την πικρή αλήθεια; Ποιος να πει σ' αυτούς τους νέους που υπηρέτησαν, ως μαθητές και στρατιώτες "υπό δύο σημαίας" πως δεν πάει άλλο; Ευτυχώς, και προς τιμή του, ανέλαβε ο Γενικός Εισαγγελέας να αρθρώσει λόγο στο ειδικό ζήτημα. Παραμένει το ευρύτερο. Μήπως είναι ευκαιρία να ξεκαθαρίσουμε με την υπόθεση των δύο σημαιών; Το κατ' εμέ θα αποπειραθώ να αναζητήσω σταθερές και να προβώ σε προτάσεις.
ΣΤΑΘΕΡΗ 1η. Υπό τας συνθήκας, η προβολή της κυπριακής σημαίας ως συμβόλου της κρατικής οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι εντελώς απαραίτητη. Η ακριβής εφαρμογή του Συντάγματος αναφορικά με το ζήτημα αυτό είναι αναγκαιότητα αδιαμφισβήτητη, και η σχετική διάταξη δεν επιδέχεται ούτε "αθέλητες", ούτε ηθελημένες παρερμηνείες. Στις έδρες των υπηρεσιών του κράτους υψώνεται το κρατικό σύμβολο και μόνο αυτό. Ανεξάρτητα από αισθήματα και όνειρα.
ΣΤΑΘΕΡΗ 2η. Η ελληνική σημαία είναι σύμβολο του κράτους της Ελληνικής Δημοκρατίας (ηλικίας μικρότερης των δύο αιώνων), γνωστό ως τέτοιο ανά το παγκόσμιο. Το Γένος των Ελλήνων (ηλικίας σαράντα αιώνων), σκορπισμένο σήμερα σε δεκάδες κρατών ανά την υφήλιο, έχει κάθε δικαίωμα να την τιμά και υποχρέωση να την σέβεται επειδή συμβολίζει το κράτος εκείνο που ο λαός του είναι σχεδόν στο σύνολό του ελληνικής εθνικότητας. Σε κάθε, όμως, περίπτωση το σύμβολο αυτό αναφέρεται αποκλειστικά στο συγκεκριμένο ελληνικό κράτος. Βέβαια, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι παράλληλα συμβολίζει και το ελληνικό έθνος με τον τρόπο που για τους κομμουνιστές όλου του κόσμου η σημαία της πρώην Σοβιετικής Ένωσης αποτελούσε -και αποτελεί- σύμβολο της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Όμως, εμφιλοχωρεί παρεξήγηση (που στην περίπτωση της Κύπρου θα πρέπει πάση θυσία να αποφεύγεται) σ' αυτού του είδους τη χρήση. Ποιος εξηγεί, λόγου χάριν, στον απλό παρατηρητή ότι η σοβιετική σημαία που κυματίζει μαζί με την ελληνική στα αθηναϊκά γραφεία του Κ.Κ.Ε. δεν συμβολίζει το κράτος της Σοβιετικής 'Ένωσης, αλλά το σύστημα που επικρατούσε σ' αυτή τη χώρα; Ποιος εξηγεί στον ευρωπαίο που φτάνει στο οδόφραγμα της οδού Λήδρας ότι η γνωστή του σημαία του ελληνικού κράτους που κυματίζει εκεί δε συμβολίζει τη στρατιωτική παρουσία της Ελλάδας, όπως η τουρκική δηλώνει την κατοχική παρουσία της Τουρκίας, αλλά την ελληνική εθνικότητα των εθνοφρουρών; Και ποιος δικαιολογεί την παρουσία της σημαίας του ελληνικού κράτους στο Δημαρχείο της Λεμεσού, όταν είναι δεδομένο πως η αιχμή των απαιτήσεων των ελληνοκυπρίων συνομιλητών στις διακοινοτικές διαπραγματεύσεις ήσαν κάποτε οι ενιαίοι-μη κοινοτικοί δήμοι;
ΣΤΑΘΕΡΗ 3η. Οι Βρεττανοί αποικιοκράτες εγκαταλείποντας την Κύπρο φρόντισαν, για ευνόητους λόγους, να αφήσουν πίσω τους διαιρετικούς θεσμούς ικανούς να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ανάκλησής τους ως διαμεσολαβητών (όπερ και εγένετο). Η κύρια συνισταμένη των διαιρετικών ρυθμίσεων βρίσκεται, δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, στην έξαρση της εθνικής και θρησκευτικής διαφορότητας των κατοίκων της Κύπρου. Είναι πλήθος τα συμπτώματα· ανάμεσά τους και η πρόνοια που επιτρέπει τη χρήση των κρατικών σημαιών Ελλάδας και Τουρκίας από τα μέλη των δυο κύριων κοινοτήτων. (Στριμωγμένοι οι Μαρωνίτες αναρτούν τη σημαία του Λιβάνου!). Η χρήση των σημαιών ενός κράτους από άλλο λογικά απαγορεύεται. Στην περίπτωση του κυπριακού κράτους ο σφετερισμός προβλέπεται από το Σύνταγμα!
ΣΤΑΘΕΡΗ 4η. Οι Έλληνες της Κύπρου χρειάζονται σήμερα, περισσότερο ίσως από οποτεδήποτε στο παρελθόν, ενίσχυση των ερεισμάτων πάνω στα οποία στηρίζεται ο αγώνας για επιβίωση σ' αυτή τη μικρή-πικρή πατρίδα. Σημαντικότατο έρεισμα είναι η ελληνικότητα, δηλαδή η ελληνική παιδεία, η ελληνική γλώσσα, η ελληνική παράδοση, ο ελληνικός πολιτισμός, το ελληνικό ήθος, η ελληνική, συνελόντ' ειπείν, συνείδηση. Συνεπώς, οφείλει αυτή να καλλιεργείται και να καρποφορεί. Όχι σε αντιπαράθεση (άσκοπη, άλλωστε, ή και ολέθρια παντού πάνω στη Γη), όπως την προώθησαν οι διαιρετικοί θεσμοί, αλλά σε αλληλοπεριχώρηση και άμιλλα με την αντίστοιχη συνείδηση των ετεροεθνών συμπολιτών για να διασφαλιστεί τόσο η διατήρηση του χαρακτήρα των Ελλήνων της Κύπρου, όσο και η ειρηνική συνύπαρξη όλων των Κυπρίων. Απαραίτητη, εντούτοις, διάκριση οφείλει να γίνεται ανάμεσα στην καλλιέργεια των ελληνικών χαρακτηριστικών και στην προβολή, μέσα από τα σύμβολά του, του ελληνικού κράτους. Οι Έλληνες ανέκαθεν υπάρχουν, δημιουργούν και διαπρέπουν ανεξάρτητα, πολλές φορές εις πείσμα της λειτουργίας ελληνικού κράτους. Άλλωστε, πού βρίσκεται το αρνητικό στη λειτουργία περισσοτέρων του ενός ελληνικών, ή, έστω, ελληνοκρατούμενων κρατών; Τα πράγματα είναι απλά: στην Κύπρο ζουν και συνεχίζουν να ευδοκιμούν πάνω από μισό εκατομμύριο Έλληνες που προάγουν, και το ίδιο θα πράττουν και στο μέλλον, την ελληνική τους συνείδηση, χωρίς κατανάγκην να αποτελούν εξάρτημα, προσάρτημα ή παράρτημα του ελληνικού κράτους.
Αν αυτές οι τέσσερις σταθερές πρέπει να καθοδηγήσουν την αναζήτηση μιας μόνιμης λύσης του ζητήματος της σημαίας, ίσως μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής:
α) Η πολιτική της Κυβέρνησης για προβολή των συμβόλων της Κυπριακής Δημοκρατίας (ιδέ τη διαμόρφωση της αίθουσας συνεντεύξεων του Κυβερνητικού Εκπροσώπου, ιδέ την ανάρτηση του εμβλήματος του κράτους σε επίσημους χώρους κ.τ.ό.) να διευρυνθεί με τόλμη, έτσι που κάθε υποστατικό που στεγάζει κρατική υπηρεσία να υψώνει τη σημαία της Δημοκρατίας (καθαρή, ακέραια και ανεξίτηλη, παρακαλώ) και μόνο αυτήν.
β) Στους χώρους/εκδηλώσεις που συντρέχουν λόγοι τόνωσης ή προβολής της ελληνικής συνείδησης (στρατιωτικές εγκαταστάσεις, σχολεία) να υψώνεται παράλληλα σημαία που χωρίς να συμβολίζει την Ελληνική Δημοκρατία θα στρέφει το νου και την καρδιά προς τα στοιχεία που συνθέτουν τον ελληνικό χαρακτήρα. Ως τέτοια θα ήταν ίσως κατάλληλη η παλιά λεγόμενη σημαία της ξηράς, που έπαυσε να χρησιμοποιείται από το ελληνικό κράτος εδώ και πολλά χρόνια, με το λευκό σταυρό σε γαλάζιο βάθος. Αυτή η σημαία, ενώ σε τίποτε δε θα υστερεί από την άποψη του συμβολισμού των εθνικών ελληνικών χαρακτηριστικών, θα αποκλείει την παρεξήγηση που δημιουργεί η χρήση του συμβόλου ενός άλλου κράτους.
Δε θεωρώ πως τα πολιτικά προβλήματα με βαθιές ρίζες λύονται με μαγικές συνταγές. Νομίζω, όμως, ότι η δρομολόγηση ρηξικέλευθων λύσεων δημιουργεί δυναμική που επιταχύνει τις εκσυγχρονιστικές εξελίξεις. Γιαυτό χρειάζονται γενναίες αποφάσεις που, παραβλέποντας το όποιο πολιτικό κόστος, θεμελιώνουν νέες, τελεσφόρες πορείες.

Νηστεία στον 21ο αιώνα



Συνέντευξη


Ποια είναι η χριστιανική προσέγγιση της νηστείας;
Σε σχέση με την ασιτία, την αρχική έννοια της λέξης, η νηστεία στην εκκλησιαστική ορολογία σημαίνει μια συγκεκριμένη συμμετοχή στη ζωή της Eκκλησίας, που αφορά τον περιορισμό και τη διαφοροποίηση της διατροφής. Το χριστιανικό ήθος προβλέπει τη νηστεία ως έναν τρόπο άσκησης, ως προσπάθεια να αποβάλουμε την αυτονομημένη αντίληψή μας για τη ζωή. Μέσα από τη νηστεία ο άνθρωπος μαθαίνει να περιορίζει τις εγωιστικές του επιθυμίες και να σέβεται το περιβάλλον.

Τι περιλαμβάνει η νηστεία;
Στη νηστεία δεν περιλαμβάνεται μόνο ο περιορισμός στη διατροφή, αλλά και -κυρίως- η διαφοροποίηση στο είδος της, με άμεσο αποτέλεσμα την αίσθηση του ανθρώπου ότι στερείται αυτό που θα μπορούσε να κάμει, επειδή του το ζητά η Εκκλησία, η κοινότητα στην οποία ανήκει. Η αλλαγή του είδους του φαγητού στηρίζεται στον περιορισμό των ζωικών πρωτεϊνών. Η λήψη των πρωτεϊνών αυτών δημιουργεί την αίσθηση της ασφάλειας και του κορεσμού και σπρώχνει τον άνθρωπο να βιώσει την εγωιστική του αυτονόμηση. Γιαυτό ο καθορισμός των τροφίμων που τρώγονται κατά την περίοδο των νηστειών έγινε με βάσει τη δυνατότητα των φαγητών να προκαλέσουν για πολλές ώρες το χορτασμό. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι ελιές είναι νηστήσιμες και το λάδι όχι, διότι μ’ αυτό μπορείς να παρασκευάσεις πολλά χορταστικά φαγητά. Παρά το γεγονός ότι η νηστεία αναφέρεται κατά κύριο λόγο στο φαγητό, εντούτοις, κατά την περίοδο αυτή επιδιώκεται παράλληλα και η βελτίωση της συμπεριφοράς του ανθρώπου, να γίνεται πιο σπλαχνικός, φιλικός και γενναιόδωρος με τους συνανθρώπους του.

Η αποχή από την ερωτική συνάντηση δυο συντρόφων εντάσσεται στο πλαίσιο της νηστείας;
Δε θα έλεγα ότι εντάσσεται στη νηστεία. Όμως, κάποιος άνθρωπος, στα πλαίσια μιας γενικότερης εγκράτειας με την οποία θέλει να προετοιμαστεί για να γιορτάσει εντονότερα το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα, μπορεί να αποφύγει και πολλά άλλα πράγματα, που του αρέσουν πολύ ή που τον ικανοποιούν σε μεγάλο βαθμό. Δεν είναι αμαρτωλή η ερωτική συνεύρεση δύο συζύγων. Αν όμως θέλει κάποιος να επιδείξει περισσότερη εγκράτεια, τότε μπορεί να το κάνει, χωρίς να σημαίνει ότι το αντίθετο είναι αμαρτία. Αμαρτία είναι, ας πούμε, η καταπίεση του συντρόφου, ή η αποστέρησή του από αυτό που έχει ανάγκη την κάθε στιγμή.

Πού μπορούμε να διαχωρίσουμε τα όρια της αληθινής νηστείας και της υποκρισίας;
Ίσως, η υποκρισία είναι αυτό που αντέχουμε να κάνουμε επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε το ουσιώδες και το σημαντικό που πιστεύουμε ότι πρέπει να κάνουμε. Δεν είναι κακό να αναγνωρίζω μέχρι πού θα μπορούσα να φτάσω. Δεν μπορώ να θέσω το δίλημμα ανάμεσα της αληθινής νηστείας και της κακής υποκρισίας της νηστείας. Το να νηστεύω παρά το γεγονός ότι δεν πιστεύω ότι χρειάζεται, αλλά επειδή το λέει η Εκκλησία, το σύνολο στο οποίο ανήκω, δεν είναι κακό, αντιθέτως πετυχαίνω το στόχο της νηστείας υπακούοντας στο θέλημα της ομάδας και όχι στο δικό μου. Κατακριτέο για την Εκκλησία είναι η επιδεικτική νηστεία, όπου κάποιος προσπαθεί να φανεί στους άλλους ότι είναι ο καλός χριστιανός, χρησιμοποιώντας και τη νηστεία ή άλλες μορφές εγκράτειας ή, παλιότερα, μια πιο ταλαίπωρη εμφάνιση.

Η νηστεία ως μόδα πόσο απέχει από την αληθινή νηστεία;
Είναι γεγονός ότι πολλά πράγματα στην ιστορία της Εκκλησίας έχουν γίνει μόδες, έτσι δεν προκαλεί έκπληξη που παρατηρείται αυτό και στη νηστεία. Παρόλα αυτά δεν μπορούμε να μιλάμε για κακή μόδα που οδηγεί τον άνθρωπο σε λάθος μονοπάτια. Ακόμα και εάν ένας νέος νηστεύει από μόδα, δεν πιστεύω ότι είναι κακό, αντίθετα μπορεί να αποτελέσει την είσοδο στον προθάλαμο που ίσως τον οδηγήσει μελλοντικά σε μια πιο συνειδητή επιλογή.

Ποια είναι η συμβολή των υποκατάστατων προϊόντων στη νηστεία;
Ακούγεται συχνά ο όρος καταστρατήγηση της νηστείας μέσα από τα υποκατάστατα· φτάνει να σκεφτούμε μόνο ότι μέσω της σόγιας μπορούμε να φάμε «αφέλεια νηστήσιμα». Σ’ αυτό το σημείο εμφανίζεται το στοιχείο του εμπαιγμού, διότι στην πραγματικότητα έχω κατορθώσει να δημιουργήσω ένα γεύμα το οποίο επιφέρει το χορτασμό. Έτσι, ενώ δεν τρώω κρέας, εντούτοις με το υποκατάστατό του πετυχαίνω ακριβώς το αντίθετο της βασικής αρχής της νηστείας, χωρίς, ωστόσο, να αποτελεί τυπική παράβαση, αφού τα υποκατάστατα δεν έχουν αποκλειστεί από τη νηστεία.

Μπορούμε να μιλάμε για εμπορευματοποίηση της νηστείας, κυρίως από τα εστιατόρια;
Όλα τα σημαντικά πράγματα στον πολιτισμό έτυχαν επισταμένης εκμετάλλευσης από επιτήδειους. Είναι φυσικό ότι και η νηστεία στην εποχή των ανέσεων θα έβρισκε τους εκμεταλλευτές της.

Κατά πόσο αυτό διευκολύνει τους ανθρώπους να νηστεύουν;
Το κάνει, γιατί έτσι κάποιος μπορεί να νηστεύει και να έχει παράλληλα κοινωνική ή επαγγελματική ζωή.

Στον κόσμο, σήμερα, ποιοι άλλοι, πέραν του χριστιανισμού, νηστεύουν;
Σε άλλες χριστιανικές ομολογίες, η νηστεία δεν είναι τόσο συνηθισμένη ή τόσο έντονη. Υπάρχει, ωστόσο, το ραμαζάνι, η νηστεία των μουσουλμάνων. Ακόμα και σε φιλοσοφίες υπάρχει το στοιχείο της νηστείας. Κυκλοφορούν πολύ, κυρίως στην Αμερική, διάφορες ανατολίτικες φιλοσοφίες που αναφέρονται σε μορφές αποχής από το φαγητό. Στην Ευρώπη, τη νηστεία τη συναντάμε, σε κάποιο βαθμό στους ρωμαιοκαθολικούς και όχι τόσο στους προτεστάντες. Η νηστεία είναι ένα από τα στοιχεία που μπορούμε να «προξενέψουμε» στην Ευρώπη, στα πλαίσια της μετάδοσης του ελληνορθόδοξου πολιτισμού μας.

Διπλωματία Vs Δημαγωγία

Ελσίνκι: ορόσημο με προοπτική

(Επειδή ενδεχομένως είναι διδακτικό να ξέρουμε από πού περάσαμε πριν οδηγηθούμε στην οριστική διχοτόμηση της χώρας μας, επαναδημοσιεύεται μετά από εφτάμιση χρόνια αυτό το άρθρο)

Όσοι βιώναμε το αμφίρροπο του αγώνα Διπλωματία Vs Δημαγωγία που εκτυλίχτηκε τον παρελθόντα Δεκέμβρη σε Ελλάδα και Κύπρο, με καταφανή ανακούφιση παρακολουθήσαμε όχι μόνο το αποτέλεσμα που κατακυρώθηκε με την απόφαση του Ελσίνκι, αλλά και, περισσότερο θαρρώ, τη χιονοστιβάδα των διαφοροποιήσεων που ακολούθησαν και ακολουθούν. Όχι πως έληξε η αντιπαράθεση των δυο διαχρονικών αντιπάλων που αδιάκοπα συγκρούονται στο γήπεδο κάθε δημοκρατίας, αλλά, επιτέλους ηττήθηκε το παρ' ημίν (τοις Έλλησι) για δεκαετίες μόνιμο φαβορί, και τα πράγματα δείχνουν πως η Διπλωματία έχει τώρα το πάνω χέρι. Και όχι μόνο αυτό, αλλά διαφαίνεται μια σοβαρή τάση αντιστροφής των πραγμάτων, έτσι που τελικά μπορεί να καταστεί αχρείαστη και αυτή η ίδια η αντιπαλότητα. Φανταστείτε, δηλαδή Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό να μην είναι αιώνιοι αντίπαλοι, αλλά να αλληλοδανείζονται παίκτες και προπονητές.
Πολύ παραβολικά τα γράφω και πρέπει να γίνω σαφέστερος!
Το πολιτικό κόστος είναι (δυστυχώς) το βασικό κριτήριο που συνήθως επιστρατεύεται προκειμένου να ληφθούν από την πολιτική ηγεσία αποφάσεις για όλα τα σημαντικά ζητήματα, και για την κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής. Τι φέρνει περισσότερες, ή τι αφαιρεί ολιγότερες ψήφους: τούτο είναι το κριτήριο· τα λοιπά έρχονται δεύτερα, αν έρχονται. Κοντολογίς η εξωτερική πολιτική διαμορφώνεται ως επί το πλείστον για εσωτερική κατανάλωση. Με τα φυσικά ολέθρια συνεπακόλουθα. Αυτή είναι η κύρια "ανηθικότητα" της πολιτικής δράσης που, άλλωστε, καλείται -και φιλοδοξεί- να εξουδετερώσει ο πολιτικός εκσυγχρονισμός.
Οι αποφάσεις για τα καίρια και τα ουσιώδη του δημόσιου βίου οφείλουν να λαμβάνονται στην απουσία του παράγοντα του πολιτικού κόστους γι' αυτόν που τις παίρνει, και με μοναδικό γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, ακόμα κι αν αυτό υπάρχει ενδεχόμενο να μην το αντιληφθεί έγκαιρα η κοινωνία των πολιτών και να αποσύρει προς στιγμή την εμπιστοσύνη της στον ηγέτη που μπαίνει μπροστά από τα γεγονότα. Πραγματικά σωτήριοι για το λαό αναδείχτηκαν οι ηγέτες που κώφευσαν στις σειρήνες των ψήφων και ορθοτόμησαν την πορεία τους προς στόχους κεφαλαιώδεις, παραβλέποντας την πιθανότητα ή και την περίπτωση να καθυστερήσει υπερβολικά η κατανόηση των ενεργειών τους από το λαό. Και ευτυχείς εκείνοι που δεν πλήρωσαν με λαϊκή κατακραυγή τις ορθές αποφάσεις τους, επειδή δόθηκε ο χρόνος να κατανοηθούν οι μακροπρόθεσμες θετικές συνέπειές τους.
Οι κυβερνήσεις, τα κόμματα μετρούν τι θέλει ο λαός και φροντίζουν να μην κακοφανίσουν τις αρέσκειές του. Και τι το κακό; Το κακό βρίσκεται στον τρόπο που κατασκευάζεται αυτό που "θέλει ο λαός". Γιατί πρόκειται πράγματι για φαύλο κύκλο. Φορτίζονται οι πολίτες από τα πολιτικά και άλλα ηγετικά κέντρα με όλων των λογιών τους παθολογικούς -ισμούς, και ακολούθως δεσμεύουν τις δειλές ηγεσίες να ακολουθήσουν δρόμους συχνά αδιέξοδους. Το συνολάκι Σκόπια - Σαμαράς σήμερα προκαλεί στους νουνεχείς φρίκη. Μια μικρή χώρα που θα γινόταν "δορυφόρος" μιας ισχυρής Ελλάδας αναδείχτηκε σε δυναμικό αντίπαλο καθώς οι -ισμοί γεννούσαν συλλαλητήρια και τα συλλαλητήρια Σαμαράδες· όταν το πήραν είδηση, η πρώην γιουγκοσλαυική περιοχή βρισκόταν στην αγκαλιά των αντιπάλων. Ίσως αυτή η φρίκη καθίσταται σήμερα λυτρωτική.
Ας μεταβούμε, όμως, στο Ελσίνκι· δηλονότι στα τρέχοντα. Παρά τους μαξιμαλιστικούς κρωγμούς των κοντόφθαλμων και τους εξωπραγματικούς φόβους των σταθερά επιφυλακτικών, Σημίτης και Παπανδρέου ανέλαβαν να πληρώσουν το λογαριασμό μιας τολμηρής εξωτερικής πολιτικής που βλέπει μακριά. Τοποθετώντας το ακανθώδες πακέτο των ελληνοτουρκικών διαφορών στο τραπέζι της Ευρωπαϊκής Ένωσης διακινδύνευσαν να παρεξηγηθεί σε Ελλάδα και Κύπρο η ενέργειά τους, παρά τα σημαντικά πλεονεκτήματα που δικαιολογημένα ανέμεναν να αποκομίσει το εθνικό συμφέρον. Αν υπολόγιζαν το πολιτικό κόστος θα προέκριναν τη συνέχιση της γνωστής ...εθνικής στρατηγικής(!): δεν πολεμούμε, δε συζητούμε, μόνο γκρινιάζουμε που δεν αναγνωρίζουν οι ισχυροί της Γης το δίκιο μας.
Όλοι θυμούνται το πάθημα του μακαρίτη Ανδρέα Παπανδρέου. Με την πρώτη δυσκολία, η (αμφίβολη;) ελπίδα που γεννήθηκε στο Νταβός μετονομάστηκε mea culpa. Ήταν βαρύ το τίμημα, μεγάλο το πολιτικό κόστος για το ρήτορα του "βυθίσατε το Σισμίκ", ανακρούσθηκε πρύμνη για σμίκρυνση των επικρεμάμενων απωλειών. Εκείνο το παράδειγμα δικαιολογημένα προέβαλλε αποτρεπτικό. Όμως τόλμησαν. Και, ώ του θαύματος, διαπιστώνουν πως ο λογαριασμός δεν είναι χρεωστικός, αλλά καθημερινά διαμορφώνεται πιστωτικός. Ο λαός, στην Ελλάδα ήδη χθές, στην Κύπρο αύριο, μπορεί να "θέλει" εθνικισμούς και σωβινισμούς και άλλους -ισμούς, αλλά, ιδίως όταν ενημερωθεί σφαιρικά και ολόπλευρα, συναισθάνεται πώς εξυπηρετείται το πραγματικό εθνικό συμφέρον.
Δεν είναι πρόθεση αυτού του κειμένου να καταγράψει τα κέρδη από την απόφαση του Ελσίνκι. Μόνο θέλει να τονίσει πως δεν αξίζει να αναζητούνται σε ό,τι βρίσκεται μόνο μπροστά στη μύτη μας, όπως η εξασφάλιση της ενταξιακής πορείας της Κύπρου ή η μελλοντική προσφυγή στη Χάγη. Αξίζει να αφαιρέσουμε τις παρωπίδες, αλλά και να πάρουμε τα κιάλια. Το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Ελλάδας και της Κύπρου δε βρίσκεται στη μόνιμη αντιπαλότητα με το γείτονα, και τον αποκλεισμό του, αλλά στη συνεργασία και την από κοινού εκμετάλλευση των ευκαιριών που παρέχει το κοινό ευρωπαϊκό σπίτι. Αρκεί τον πρώτο καιρό, όπου οι οικτρές μνήμες και οι κακές συνήθειες είναι παρούσες, να εξασφαλίζεται η σύμπραξη ενός κοινού φίλου με αρχές θεσμικές και μηχανισμούς επιβολής που μπορούν να εμπνεύσουν σε όλους εμπιστοσύνη. Για το ρόλο αυτό προσφέρεται η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό είναι το πλεονέκτημα.
Όμως, μπαίνω στον πειρασμό να καταγράψω ένα, νομίζω, εξαιρετικά σοβαρό άμεσο θετικό αποτέλεσμα της απόφασης του Ελσίνκι που δεν του δόθηκε τότε η προβολή που του αξίζει και που σήμερα φαίνεται τόσο αυτονόητο που όλοι το παραβλέπουν. Αποσοβήθηκε η πιθανότητα να ξεσπάσει ξαφνικά και αναπάντεχα ένα "θερμό επεισόδιο", μια σύντομη σε διάρκεια, μεγάλη, όμως, σε καταστροφικές συνέπειες ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, φυσικά με την εμπλοκή και της Κύπρου, προκειμένου, όπως πολλοί το σκέφτηκαν μέχρι και το προγραμμάτιζαν, να υποχρεωθούν οι δυο χώρες να μπουν στο δρόμο της επίλυσης των ενοχλητικών για πολλούς διαφορών τους. Ένα τέτοιο επεισόδιο δεν υπάρχει λόγος να διατηρείται πια σήμερα στη φαρέτρα οποιουδήποτε αυτόκλητου συμμαχικού μεσολαβητή που του ανατίθεται η προσφορά ...καλών υπηρεσιών. Ελλάδα και Τουρκία δε χρειάζονται πια τον πόλεμο για να οδηγηθούν στην ειρήνη, βρίσκονται ήδη στο δρόμο και με μικρά υπομονετικά βήματα μπορούν να φτάσουν σε τέρμα αμοιβαία επιθυμητό, αφού επιτέλους έγινε αποδεκτό πως δε χρειάζεται να ηττηθεί η μια για να νικήσει η άλλη. Η διπλωματία, χωρίς την εχθρότητα, τις τρικλοποδιές και τις ακυρώσεις της δημαγωγίας έχει τη δύναμη να είναι αποτελεσματική. Η επικράτησή της το Δεκέμβρη, που επιβεβαιώνεται και διευρύνεται καθημερινά, και η πανηγυρική επικύρωσή της από τον ελληνικό λαό στις πρόσφατες εκλογές δικαιολογεί χρηστές ελπίδες.
Το Ελσίνκι, η παγωμένη πρωτεύουσα του βορρά, έδωσε το όνομά του σε ένα ιστορικό σταθμό του εθνικού μας βίου. Ένα σταθμό που όχι μόνο μεταβάλλει αποφασιστικά τα ίσαμε τώρα δεδομένα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τη λύση του κυπριακού, αλλά εγκαινιάζει και τον εκσυγχρονισμό της πολιτικής ζωής των Ελλήνων απαλλάσσοντάς την από την κυρίαρχη παρουσία του ανήθικου παράγοντα του υπολογισμού του πολιτικού κόστους στη λήψη των καίριων αποφάσεων. Στο μέλλον αυτές οι καινούριες πραγματικότητες θα οχυρωθούν και θα παγιωθούν στην Ελλάδα πρώτα, και στην Κύπρο σύντομα.

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2007

Η ένταξη, κοινό συμφέρον όλων των Κυπρίων



(Επειδή ενδεχομένως είναι διδακτικό να ξέρουμε από πού περάσαμε πριν οδηγηθούμε στην οριστική διχοτόμηση της χώρας μας, επαναδημοσιεύεται μετά από εφτά χρόνια αυτό το άρθρο)

Τα γεγονότα αυτού του καλοκαιριού στην κατεχόμενη περιοχή της χώρας μας, που σφραγίστηκαν με τις δυο για τους πολλούς αναπάντεχες δυναμικές εκδηλώσεις των συμπατριωτών μας τουρκοκυπρίων εναντίον του εκεί ξενοστήρικτου καθεστώτος, πρέπει να αξιολογηθούν ψύχραιμα και με κριτήρια πατριωτικά, αν είναι να αξιοποιηθούν προς το συμφέρον του λαού μας και να αποβούν γέφυρα διαπεραίωσης στο χώρο παραγωγικότερων κοινών προσπαθειών για την απαλλαγή της Κύπρου από το βραχνά της ακόρεστης βουλιμίας των στρατοκρατών της Άγκυρας.
Η έντονη διαμαρτυρία εναντίον της δίωξης των δημοσιογράφων της «Αβρούπα» και η βίαιη κατακραυγή για την κατάρρευση των τραπεζών, γεγονότα που εκ πρώτης όψεως φαίνονται εντελώς διαφορετικής αιτιολογίας, έχουν στην πραγματικότητα αξιοπρόσεκτα βαρυσήμαντο κοινό υπόβαθρο. Εκδηλώνουν την ογκούμενη συνειδητοποίηση από τα θύματα εκείνα της εισβολής που, εν μέρει δικαιολογημένα, τα πρώτα χρόνια πανηγύρισαν με την άφιξη των τουρκικών στρατευμάτων της αλήθειας ότι η εκμετάλλευση ανθρώπων και χωρών και η συνακόλουθη καταπάτηση δικαιωμάτων ντύνονται συχνά -και παραλλάσσονται με επιτυχία- τα χρώματα του εθνικού φανατισμού και της φυλετικής ή θρησκευτικής αντιπαλότητας, αλλά δεν παύουν να απομυζούν την ικμάδα και να φαλκιδεύουν το μέλλον των λαών.
Η οσημέραι καθιστάμενη εμφανής αντίδραση των τουρκοκυπρίων πηγάζει, νομίζω, από τη σταδιακά διαμορφούμενη και επιβεβαιούμενη πεποίθηση πως τα τουρκικά στρατεύματα δε βρίσκονται στη βόρεια Κύπρο για να προστατεύσουν τους ομόθρησκους / ομόφυλους / ομοεθνείς, αλλά για να εξυπηρετήσουν τα στρατηγικά συμφέροντα της «μητρός πατρίδος» σε βάρος ή και αντίπραξη με τις δικές τους ανάγκες και προτεραιότητες.
Πέρα, εντούτοις, από τη διερεύνηση των αιτιών, ενδιαφέρουν και δύο καίρια σημεία:
Πρώτον, τα γεγονότα σηματοδοτούν την απαρχή ή και την κορύφωση της αψήφησης των αυξημένων κινδύνων που επαπειλούνται κατά των διαμαρτυρομένων κατά του ολοκληρωτικού καθεστώτος που επιβλήθηκε και λειτουργεί στην κατεχόμενη περιοχή. Έχοντας εμείς συνηθίσει στο αυτονόητο δικαίωμα του καθενός να βγαίνει και να λέει ή να ενεργεί ό,τι του κατέβει με τεράστια συχνά ζημία των υποθέσεων του κράτους, χωρίς την παραμικρή συνέπεια σε βάρος του, ούτε καν πολιτικό κόστος, ίσως δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε το μέγεθος της διακινδύνευσης στην οποία περιέρχεται ένας τουρκοκύπριος επικρίνοντας τη συμπεριφορά ή τις επιλογές της εγκάθετης ηγεσίας, πολύ περισσότερο, των δυνάμεων κατοχής. Ο τουρκοκύπριος συμπατριώτης μας φαίνεται να έχει προχωρήσει σε βήματα δημοκρατικής ευαισθησίας που του επιτρέπουν, ορθότερα του επιβάλλουν να μην προκρίνει το χρυσό της σιωπής εφησυχάζοντας επί των ιδίων συμφερόντων, αλλά να διεκδικεί δυναμικά το δικαίωμά του να ελέγξει το μέλλον του τόπου και των παιδιών του.
Δεύτερο και σημαντικότερο, τα γεγονότα αφενός αποδείχνουν τα όρια και τα αδιέξοδα του καθεστώτος, και αφετέρου υποδείχνουν στους τουρκοκύπριους ότι μόνη θετική διέξοδος γι’ αυτούς είναι η ταχύτατη ένταξη ολόκληρης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ανεξάρτητα από το μέτρο κατανόησης αυτής της προοπτικής από όλους αυτή την ώρα. Τόσο το πρόβλημα του Λεβέντ και των ανθρώπων της «Αβρούπα», πρόβλημα δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσο και το πρόβλημα της κατάρρευσης των τραπεζών, πρόβλημα οικονομικής διαφάνειας και χρηστής οικονομικής διαχείρισης του πλούτου της κοινωνίας, όσο και το πλήθος άλλων προβλημάτων που αποτελούν την παθολογία του καθεστώτος της κατεχόμενης περιοχής, είναι ανήκουστα και απαράδεκτα στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντασσόμενοι στις οργανωμένες κοινωνίες της Ευρώπης, όλοι οι Κύπριοι μπορούμε να προσβλέπουμε σε σταθερή πορεία έμπρακτης δημοκρατίας και ανάπτυξης με ανθρώπινο πρόσωπο.
Νομίζω ότι επιβάλλεται όπως η πορεία ένταξης αξιοποιηθεί ως η κύρια γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων στη βάση της κατανόησης από όλους ότι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί τη μόνη θετική προοπτική υπέρβασης των σημερινών προβλημάτων της χώρας μας. Η ένταξη δημιουργεί κοινότητα συμφερόντων για το σύνολο των κατοίκων του νησιού μας, γιατί εξασφαλίζει κοινά και μη ανταγωνιστικά οφέλη για όλους.

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2007

Ας μη χρίουμε παλιο- μοδίτικους εθνάρχες

Συνέντευξη

-- Ενόψει των προεδρικών εκλογών συζητιέται το θέμα της ατομικής ικανότητας του πολιτικού ηγέτη να διαχειρίζεται τις σπουδαίες υποθέσεις. Ποια είναι η γνώμη σου;

Οι αρχαίοι Ρωμαίοι, όταν διέτρεχε το κράτος τους σοβαρούς κινδύνους, αποποιούνταν τα δημοκρατικά τους δικαιώματα και ανέθεταν προσωρινά σε έναν πολίτη που του αναγνώριζαν πολιτική και στρατιωτική ιδιοφυία να παίρνει μόνος του τις κρίσιμες αποφάσεις και να δίνει εντολές για άμεση εφαρμογή. Ο θεσμός αυτός του δικτάτορα καταργήθηκε μαζί με το δημοκρατικό πολίτευμα της Ρώμης, όταν, δηλαδή, πριν δυο χιλιάδες χρόνια, οι Ρωμαίοι παραιτήθηκαν από τη συλλογική τους πολιτική σοφία και απέθεσαν την εξουσία στα χέρια του Ιούλιου Καίσαρα και των διαδόχων του· έτσι απέκτησαν μονίμως μόνιμους δικτάτορες νέου τύπου.

-- Σήμερα χρειαζόμαστε δικτάτορες;

Σήμερα στις δημοκρατίες δε χρειαζόμαστε δικτάτορες, ούτε μόνιμους, ούτε προσωρινούς. Η σύγχρονη αντίληψη για τη διαχείριση της εξουσίας δεν αφήνει κανένα περιθώριο για ανάληψη του αποφασιστικού ρόλου από ένα μοναχικό άτομο. Ο λόγος είναι απλός: η διαχείριση της εξουσίας σ' ένα σύγχρονο κράτος, στο σημερινό κόσμο είναι εξαιρετικά περίπλοκη υπόθεση για να εξασφαλίζεται με την ατομική σοφία. Σε κανένα σύγχρονο δημοκρατικό σύνταγμα δεν προβλέπεται θεσμός έστω και προσωρινού δικτάτορα. Και εκεί που παρέχονται έκτακτες εξουσίες σε πολιτειακούς άρχοντες, είναι αυστηρά καθορισμένες και περιορισμένες. Εξάλλου, το πλήθος των αρμοδιοτήτων και των αναγκών του σύγχρονου κράτους επιβάλλει τη χρησιμοποίηση της σοφίας πολλών ειδικών προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις με το εχέγγυο της αποτελεσματικότητας· ο ερασιτεχνισμός, ακόμα και του πιο προικισμένου ατόμου, θεωρείται επικίνδυνος. Εκείνο που κρίνεται απαραίτητο είναι η παρουσία ενός ικανού συντονιστή, ενός διευθυντή των επαϊόντων, που δουλειά του είναι να κατανέμει και να ρυθμίζει τις ευθύνες, και να ελέγχει την έκβαση των ενεργειών.

-- Δηλαδή απορρίπτεις την ανάθεση της διαχείρισης των κοινών σε ένα ικανό άτομο.

Συλλογικότητα είναι ό,τι σήμερα κρίνεται τελεσφόρο στην άσκηση της εξουσίας. Συλλογικότητα επαϊόντων με επικεφαλής τον ικανό ιθύντορα· αλλά και συλλογικότητα ως λαϊκή συμμετοχή στις πολιτικές αποφάσεις. Οι φορείς της διαρκούς λαϊκής κυριαρχίας με προεξάρχουσα τη Βουλή, τα κόμματα, η τοπική αυτοδιοίκηση, οι επαγγελματικές συσπειρώσεις, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις οφείλουν να έχουν και να διατηρούν και να εκφράζουν το δικό τους λόγο στη διαμόρφωση των λύσεων των πολιτικών ζητημάτων. Η άμεση δημοκρατία με την έννοια της συγκέντρωσης ολόκληρου του λαού στην εκκλησία του δήμου είναι, προφανώς, ανέφικτη σήμερα· είναι όμως εφικτή με την έννοια της τακτικής διατύπωσης των ομαδικών πολιτικών θέσεων που ακριβώς αποτελούν και απαυγάζουν τη συλλογική σοφία του λαού.

-- Μερικοί ειρωνεύονται τη συλλογική σοφία του λαού...

Χρειάζεται να διαθέτει σήμερα κάποιος υπερβολική αλαζονεία για να θεωρεί ότι μπορεί, χωρίς τη σύμπραξη των δυο κύκλων της συλλογικότητας να προωθήσει σημαντικές πολιτικές υποθέσεις. Ο εγωτισμός του πολιτικού ηγέτη είναι σοβαρή και άκρως επικίνδυνη πάθηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τον εγωτισμό των ηγετών, βέβαια, διατρέφει η σταδιακή αποξένωση των πολιτών από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, πράγμα που παρατηρείται με αύξουσα τάση στις σύγχρονες κοινωνίες. Όμως, η δημοκρατία χρειάζεται πολίτες, όχι ιδιώτες. Δηλαδή, πρόσωπα που να νοιάζονται για τα κοινά, να μετέχουν στην παραγωγή πολιτικών θέσεων και να προωθούν αυτές τις θέσεις, ώστε να εκπονηθούν λύσεις· όχι άτομα κλεισμένα στο αδιέξοδο της επιδίωξης του στενού τους συμφέροντος που τους απαγορεύει να δαπανήσουν ο,τιδήποτε στο κοινό ανάλωμα. Οι ιδιώτες κατασκευάζουν εγωτικούς ηγέτες. Από την άλλη οι εγωτικοί ηγέτες περιθάλπουν ιδιώτες: "Κοιμηθείτε ήσυχα, εγώ αποφασίζω για σας· βέβαια, στο τέλος θα απαιτήσω να εγκρίνετε τις αποφάσεις μου".

-- Δεν είναι κάπως δικαιολογημένη η ιδιώτευση, με τα σημερινά δεδομένα;

Για την ιδιώτευση χρειάζεται μόνο μια πρόφαση. Συνήθως ο εγωτικός ηγέτης επικαλείται την πείρα του, και ο ιδιώτης συγκατανεύει παραδεχόμενος σεμνότυφα την απειρία του. Η προβολή του παράγοντα της πείρας εμφανίζεται πειστική· ο καθένας παραδέχεται την πείρα ως χρήσιμο ή και αναγκαίο προσόν. Αλλά, η πείρα είναι για τον άνθρωπο σύμβουλος αμφίλεκτος. Μπορεί κάποιος να δοκίμασε πλούσιες εμπειρίες και να απέκτησε απ' αυτές πείρα που τον καθιστά ανενεργό. Πολλοί μετά από ένα σοβαρό ατύχημα δεν μπορούν να επαναλάβουν δεξιότητες που διέθεταν, η πείρα τους εμποδίζει. Πολλές μορφές ανικανότητας έχουν την αιτία τους σε τραυματικές εμπειρίες. Η συμπεριφορά και οι αποφάσεις είναι δυνατό να καθορίζονται από παράγοντες εντελώς καταπιεστικούς, όπως π.χ. οι προκαταλήψεις που έχει σωρεύσει η πείρα. Στον αντίποδα βρίσκεται η άλλη πιθανή αρνητική επίπτωση της πείρας. Μπορεί να καταστήσει τον άνθρωπο απερίσκεπτο. Η υπεροψία που προκύπτει από τη χωρίς ολέθριες συνέπειες επανάληψη συγκεκριμένων ενεργειών δημιουργεί την απατηλή αίσθηση της σιγουριάς που οδηγεί στην ατημέλεια, την προχειρότητα και την αγχιβασία. Δεν είναι, λοιπόν η επίκληση της πείρας γενικά κατάλληλο κριτήριο, αν θέλει κανείς ...να βρει προφάσεις για ιδιώτευση. Ίσως είναι, το είδος της πείρας που διαθέτει ο ηγήτορας και η παρουσία πραγματικής πολιτικής ιδιοφυίας, του χαρισματικού ηγέτη.

-- Θα μπορούσε σήμερα να λειτουργήσει το φαινόμενο του χαρισματικού ηγέτη;

Ακόμα κι αν υπήρχε χαρισματικός ηγέτης, γιατί να ιδιωτεύσει ο σημερινός Κύπριος; Ας κοιτάξουμε τα στοιχεία που μας αφορούν. Μορφωτικό επίπεδο υψηλότατο, επιχειρηματική δραστηριότητα εξαιρετικά αποδοτική, πολιτική ενημερότητα αξιοζήλευτη, προσδοκίες από το μέλλον (σχεδόν παράλογα) θετικές. Δηλαδή, εμφανώς διαθέτουμε επαρκέστατα εφόδια για ενεργό συμμετοχή στην πολιτική δράση. Ο ρόλος του "εθνάρχη" ήταν αναγκαίος για το λαό μας πριν εκατό, ή πριν πενήντα, ή και σαράντα, ακόμα, χρόνια. Σήμερα οφείλουμε να συν-εργαστούμε στην πολιτική πορεία της χώρας μας. Σήμερα οφείλουμε να συν-εργήσουμε στη λύση των πολιτικών προβλημάτων μέσα από τους κύκλους της συλλογικότητας. Ας μην οπισθοδρομούμε αναζητώντας και χρίοντας παλιομοδίτικους εθνάρχες-σωτήρες.