Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου 2008

Διαχείριση των αρχαίων μνημείων



Τα μνημεία του παρελθόντος ανακαλύπτονται, αποκαθίστανται και συντηρούνται από τους αρχαιολόγους· ουδεμία αμφισβήτηση. Ποιος, όμως, τα διαχειρίζεται στη συνέχεια; Δηλαδή, ποιος έχει το λόγο για τον τρόπο αξιοποίησής τους, μια και αποδοθούν σε αυτόν που του ανήκουν; Γιατί, βέβαια, τα μνημεία όλων των προγενέστερων εποχών ανήκουν στο λαό που ασκεί την εξουσία στη χώρα όπου βρίσκονται, ανεξαρτήτως αν ακολουθεί την πολιτισμική παράδοση στην οποία τα μνημεία είναι ενταγμένα. Η Αγία Σοφία είναι μέρος της πολιτισμικής παράδοσης της Ρωμιοσύνης, πλην όμως αυτή τη στιγμή ανήκει στο λαό του τουρκικού κράτους· το τέμενος της Ουμ-Χαράμ, το τέταρτο σε σημασία προσκύνημα για τους μουσουλμάνους, είναι μνημείο της αραβικής ιστορίας, αλλά ανήκει στο λαό του κυπριακού κράτους.
Ποιος, λοιπόν, διαχειρίζεται τα μνημεία εκ μέρους του λαού στον οποίο ανήκουν; Και με βάση ποιες αρχές; Και προς το συμφέρον τίνος τα διαχειρίζεται; Ας πούμε, η διαχείριση επιτρέπεται να γίνεται με στόχο την εξασφάλιση εισοδημάτων από την προσέλκυση τουριστών; Ή για την ικανοποίηση ομαδικών ιδιοτροπιών;
Υπάρχει ο ισχυρισμός πως κυρίαρχος στόχος της διαχείρισης των μνημείων του παρελθόντος είναι η εξασφάλιση της κληροδότησής τους στις επόμενες γενεές. Εντάξει. Αλλά για να τα κάνουν τι; Για να τα κλείσουν σε γυάλα, μήπως και φθαρούν, ώστε να τα αποδώσουν με τη σειρά τους ...στις επόμενες γενεές κ.ου.κ. Έτσι δεν έκαμε κι ο πονηρός δούλος με τη μία μνα (Λουκ. 19,20); Και πότε φθείρεται ένα μνημείο; Προφανώς όταν αδειάζουν επάνω του αλλεπάλληλα λεωφορεία περαστικούς συμφερτούς περιηγητών για να δικαιολογηθεί η διαμονή τους στα παρακείμενα ξενοδοχεία. Ή, όταν τα αεριωθούμενα δονούν τον υπερκείμενο αέρα κουβαλώντας κερδοφόρο ανάπτυξη.
Μήπως πρέπει να αναθεωρήσουμε την αντίληψή μας για το στόχο; Γιατί να μην αποβλέπει η διαχείριση στην επαναλειτουργία τους, στο μέτρο που υπάρχουν στο χώρο ενδιαφερόμενοι χρήστες -άρα επιμελητές, φροντιστές, έφοροι; Τα αρχαία θέατρα στη Δωδώνη ή στο Κούριο δεν ικανοποιεί όλους μας που λειτουργούν και προσφέρουν και σήμερα, αναπαραστατικά, έστω, αυτό που υπήρξε, όταν κτίστηκαν, ο προορισμός τους; Η Νέα Μονή της Χίου, το Σταυροβούνι της Κύπρου κτίστηκαν για να ’ναι τι; Μπιμπλώ στη βιτρίνα; Όχι, βέβαια! Ούτε, σίγουρα, τουριστικοί προορισμοί. Κτίστηκαν για να τελείται το Μυστήριο της Εκκλησίας χάριν του πληρώματος, και πρέπει να χρησιμοποιούνται και σήμερα προς τούτο. Κτίστηκαν για να κληροδοτούνται, φυσικά, από γενιά σε γενιά, αλλά προκειμένου να μεταλαμπαδεύουν τη σωτηρία στο λαό, αυτός ήταν και παραμένει ο προορισμός τους.
Και τι γίνεται με τον Παρθενώνα; Από ποιον να ξανατελεστούν τα Παναθήναια; Γιατί να μην αναπαρασταθούν, λοιπόν; Και οι τραγωδίες θρησκευτικές τελετές ήσαν και δε βλέπω να ενοχλείται κανείς όταν διδάσκονται από σκηνής. Ή υπάρχει κάποιος που λατρεύει το Διόνυσο όταν παρακολουθεί την Ορέστεια στη Επίδαυρο; Αντίθετα, πλουτίζεται ο σύγχρονος χρήστης με αξιόλογα πολιτισμικά αγαθά και εισπράττει πολύτιμα μηνύματα.

Όμως, εγείρεται και μια άλλη, καίρια, πλευρά. Μήπως ο Παρθενώνας καταστράφηκε ως πολιτιστικό και ιστορικό γεγονός, με την παρέμβαση των αρχαιολόγων; Ποιος τους έδωσε το δικαίωμα να εξαφανίσουν τις διαδοχικές επεμβάσεις χρήσης που έγιναν στο μνημείο, για να το επαναφέρουν στην πρωταρχική μορφή του, αποψιλώνοντάς το από τα κατάλοιπα της ιστορικής του πορείας, στερώντας του τη διαχρονικότητα της λειτουργίας του; Γιατί έπρεπε να κατεδαφιστούν οι διαμορφώσεις που τον μετέτρεψαν σε λατρευτικό χώρο για τους Αθηναίους του 7ου ή του 17ου αιώνα; Η απάντηση «για να αναδειχτεί το κάλλος του» δεν ικανοποιεί. Πέρα από το εύλογο δίλημμα ιστορία ή κάλλος, μπροστά στο οποίο οφείλουμε να στεκόμαστε με δέος, υπάρχει το μέγα ζήτημα ποιος και με ποια κριτήρια αποφασίζει πού βρίσκεται το κάλλος. Όταν θέλουμε να διακοσμήσουμε το σαλόνι μας με εικόνες, προτιμούμε όσες έχουν βερνικωθεί κατάλληλα, ώστε να φαίνονται φθαρμένες από το χρόνο και τη χρήση· στις πράγματι παλιές ενεργούμε, ώστε να φαίνονται σαν καινούριες! Τα ψηφιδωτά της Μονής Δαφνίου είναι ωραιότερα γυαλισμένα, μέσα στο αυριανό, ίσως κλιματιζόμενο μουσείο τους, ή μοσχομυρισμένα με την αιθάλη του κεριού και του λιβανιού; Να τα καθαρίσουμε, να τα στηρίξουμε και να τα αποδώσουμε πάραυτα στη χρήση για να ξαναπάρουν όσα η ευλάβεια τους προσθέτει. Έτσι σώζεται και αναδεικνύεται το κάλλος, έτσι το απολαμβάνουμε πραγματικά, και εκπαιδευόμαστε να το σεβόμαστε.
Ακούγεται ως παράπονο των διανοουμένων πως εκατομμύρια άνθρωποι του λεκανοπεδίου ζουν κάτω από την Ακρόπολη και δεν ανέβηκαν ποτέ να θαυμάσουν το Παρθενώνα. Για να τον δουν αντί από δυο χιλιάδες μέτρα, από δυο δεκάδες; Τον βλέπουν και από την τηλεόραση! Αν, όμως ήταν σε λειτουργία; Αν ήταν προσκύνημα; Αν μπορούσαμε να ανάψουμε εκεί ένα κερί στην Αθηνιώτισσα ; Αν η μυρωδιά του λιβανιού αναμείγνυε την ιστορία δυόμισι χιλιάδων χρόνων πολιτισμού, πνευματικής ζωής; Αν η διαχείρισή του είχε ανατεθεί σε μια λαϊκή επιτροπή, επαϊόντων...

Τι λέω; ονειρεύομαι...!

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008

Μυστήριο αγάπης και αγώνισμα εκτίμησης


Την αγάπη την χρωστούμε ο ένας στον άλλο· άλλωστε, είναι η πρωταρχική επιταγή του χριστιανικού μας ήθους. Μάλιστα, την αγάπη που «χρηστεύεται», γίνεται χρήσιμη στον άλλο την ώρα που την χρειάζεται για να αντεπεξέλθει στην πείνα του, τη γύμνια του, την απελπισία του, την απιστία του... Αυτονόητο είναι, λοιπόν, αφού αμοιβαία χρωστούμε την αγάπη, αμοιβαία και να την δικαιούμαστε. Άρα και να την αναμένουμε από τους άλλους και να την απολαμβάνουμε.
Δυσκατόρθωτη αμοιβαιότητα. Γιαυτό η Εκκλησία, εκεί όπου η αγάπη δεν είναι μονάχα επιταγή, αλλά και πραγματικό και απαραίτητο συστατικό, δηλαδή στη συζυγία άνδρα και γυναίκας προκειμένου να οικοδομήσουν την οικογένεια, έρχεται να συνδράμει ιδιαίτερα. Επειδή, ακριβώς, γνωρίζει πόση δύναμη χρειάζεται για να επιτευχθεί αυτό το υπόβαθρο, σπεύδει να προσφέρει στους προτιθέμενους να δουλεύσουν στον κοινό ζυγό, όχι απλά την ευλογία της, αλλά, μεταλαμπαδεύοντας από το Μυστήριό της, να δώσει την κραταίωση του παναγίου Πνεύματος στους νυμφίους, ώστε να ενδυναμωθούν για να επιτύχουν την αγάπη. Ευτυχισμένοι όσοι βιώνουν αυτή την παροχή, και την αξιοποιούν!
Παράλληλα, εντούτοις, λειτουργεί, για την εξασφάλιση της παγίωσης του δεσμού των νυμφίων, και ο πολύ ανθρώπινος παράγοντας της αλληλοεκτίμησης. Τίποτε δεν είναι τόσο συντελεστικό στην ενεργοποίηση της δύναμης που χορηγεί η Εκκλησία, όσο η βαθιά και ειλικρινής εκτίμηση του ενός συζύγου για τον άλλο. Ζευγάρια όπου η αμφισβήτηση και απόρριψη της προσωπικής αξίας του καθενός είναι στην ημερήσια διάταξη έχουν πολύ λίγες πιθανότητες να αξιοποιήσουν την εκκλησιαστική δωρεά. Όσοι προσδοκούν την αγιοπνευματική παρουσία στη ζωή τους, ας φροντίσουν να είναι τέτοιοι που να επισύρουν την παραδοχή, ακόμα και το θαυμασμό του συντρόφου τους για να κατακτούν αδιάκοπα την εκτίμησή του. Γιατί η εκτίμηση των άλλων δεν οφείλεται και δεν παραχωρείται, μόνο κερδίζεται.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2008

Ποιον και γιατί τον εκπαιδεύω

Γυμνάσιο Λευκονοίκου




Ο τίτλος αυτού του κειμένου, αν έπρεπε να ήταν φιλολογικότερος θα διατυπωνόταν «Ο σκοπός της εκπαίδευσης». Αν, πάλι, θα τον θέλαμε πιο επεξηγηματικό, θα ήταν «Τι λογής άνθρωπο στοχεύουμε να παραγάγουμε με την εκπαίδευση που παρέχουμε στη χώρα μας;».
Έτσι ή αλλιώς το ερώτημα αυτό είναι το πρωταρχικό για τη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής μιας οργανωμένης κοινωνίας. Θα έλεγα πως είναι το «υπαρξιακό» ερώτημα της παιδείας, με την έννοια ότι η απάντησή του καθορίζει τις προϋποθέσεις για τη λύση του συνόλου των ζητημάτων που αφορούν στην εκπαίδευση που προσφέρουμε στους πολίτες του κράτους.
Τα πάντα εξαρτώνται από την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Θα φανεί πως υπερβάλλω, αλλά και το είδος των θρανίων τα οποία επιλέγονται για να εφοδιαστούν τα σχολεία μπορεί να εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στο ερώτημά μας. Άλλου τύπου θρανία προμηθεύεσαι αν θέλεις να παραγάγεις πειθαρχικά στρατιωτάκια, και άλλου αν σκοπεύεις να γεμίσεις τη χώρα με διεκδικητικούς πολίτες.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι προέχει να συμφωνήσουμε ως κοινωνία στο είδος του ανθρώπου που οραματιζόμαστε. Μόνο τότε, σταθερά και αταλάντευτα θα επιμείνουμε μακροπρόθεσμα για να έχουμε και αποτέλεσμα. Ας το κάνουμε, λοιπόν, ας συμφωνήσουμε, μήπως και βρει η παιδεία μας τα πόδια της!
Σε μερικούς, ίσως, το εγχείρημα φαίνεται εύκολο και η συμφωνία αυτονόητη· όχι, όμως, στους συνετότερους. Γιατί, αληθινά, είναι πολύ πολύ δύσκολο να συμφωνήσουμε, αν αποπειραθούμε να ξεμυτίσουμε από ένα πλαίσιο που δεν οριοθετεί με ακρίβεια το ζητούμενο. Είναι, όμως, απαραίτητη η ακρίβεια που καθορίζει ιδιότητες προσωπικότητας όπως, λόγου χάριν, φιλελεύθερους, πατριώτες, τίμιους, ευσεβείς κ.τ.ό πολίτες; Μήπως είναι μάταιος κόπος και ατελέσφορη τακτική το να αναζητούμε και να πλέκουμε συνδυασμούς επιδιωκόμενων ιδιοτήτων; Το πράγμα δεν είναι απλά δύσκολο, είναι ανέφικτο. Επιλέγοντας επιθυμητές ιδιότητες δεν οδηγούμαστε σε συμφωνία κοινωνική, αλλά στο ένα από τα δύο: ή στον καθορισμό κάποιων τυπικά κατά το μάλλον και ήττον συμφωνημένων συνδυασμών που παραμένουν μόνο στα χαρτιά και ουδόλως επηρεάζουν τα συμβαίνοντα στην εκπαίδευση, οπότε δεν ενοχλούν κανένα για να επιδιώξει την αλλαγή τους, ή στην αδιάκοπη μεταβολή των επιδιωκόμενων ιδιοτήτων, ανάλογα με τους ισχυρούς της ημέρας, όπερ σημαίνει ότι ο φούρνος του χότζα περιστρέφεται με ταχύτητα που δεν επιτρέπει τη χρήση του.
Το ζητούμενο στον καθορισμό του σκοπού της εκπαίδευσης δεν είναι κάποιες επιμέρους ιδιότητες των ατόμων, αλλά ένας κατακερματισμός στα άτομα, του συνολικού προσανατολισμού της κοινωνίας.
Η απάντηση που γυρεύουμε υποδείχνει να αποβλέψουμε στον απλά (απροσμέτρητα απλά) καλλιεργημένο άνθρωπο· τα άλλα θα έρθουν αυτόματα κατά τις ανάγκες και τα δεδομένα του κάθε προσώπου, καιρού και τόπου. Ο «Άνθρωπος για όλες τις εποχές» δεν κατασκευάζεται με συνταγή ιδιοτήτων, αλλά με βαθιές χαρακιές και ανοίγματα του νου και της καρδιάς, του πνεύματος συνολικά, που επιτρέπουν στο φως και το οξυγόνο να εισχωρήσουν και να ετοιμάσουν τον άνθρωπο για το αγώνισμα της κοινωνίας με τους συνανθρώπους του και με τις εκάστοτε ισχύουσες αξίες του λαού του.
Η απάντηση, μάλλον, είναι να σταματήσουμε να θέλουμε να προαποφασίσουμε και να προκαθορίσουμε το ήθος, τη συμπεριφορά του νέου πολίτη. Αυτό εξαρτάται, άλλωστε, και από πλήθος παράγοντες πέραν της εκπαίδευσης, από την κληρονομικότητα και την οικογενειακή ατμόσφαιρα, ίσαμε τις παρέες και τα ινδάλματα. Εξάλλου, με τον τρόπο που τρέχει, πού ξέρουμε εμείς σε ποιο κόσμο θα ζουν τα σημερινά παιδιά; Υποχρέωση της εκπαίδευσης είναι να προσφέρει όχι έτοιμα ιδανικά, αλλά μόνο υλικό για καλλιέργεια, υλικό πλούσιο σε συστατικά διεύρυνσης των οριζόντων του πνεύματος, και να περιμένει με υπομονή και εμπιστοσύνη να χαρεί την ανταπόκριση των εκπαιδευμένων στις προκλήσεις της ζωής.Και με τα ...θρανία τι θα γίνει; Ποια να προτιμήσουμε; Πραγματικά, δεν έχει σημασία. Από τα ίδια θρανία δεν βγήκαν επαναστάτες και συνάμα εθελόδουλοι, εραστές του ωραίου και παράλληλα καταστροφείς; Από τα ίδια θρανία δεν βγήκαν άνθρωποι αγάπης και προσφοράς και συνάμα συμφεροντολόγοι και καταχραστές;
Η δύναμη της παιδείας δεν εκδηλώνεται με την πρόσκτηση συγκεκριμένου και εξειδικευμένου ήθους, αλλά με την κατάκτηση της δυνατότητας να είναι και να παραμένει ο άνθρωπος άνθρωπος. Ὡς χαρίεν ἐστ’ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος εἶ.

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008

Εκσυγχρονισμός στην Εκπαίδευση



Η Εκπαίδευση είναι αναφαίρετο δικαίωμα όλων των πολιτών και είναι υποχρέωση του κράτους να την παρέχει χωρίς διακρίσεις, ώστε να επιτυγχάνεται η ισότητα ευκαιριών για επιτυχία. Προϋπόθεση για την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης στον ψηλότερο δυνατό βαθμό είναι η διάθεση περισσοτέρων κονδυλίων από τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή η αύξηση του ποσοστού του εθνικού εισοδήματος που δαπανάται σ' αυτό τον τομέα. Τούτο θα συντελέσει άμεσα στην αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης με αποτελέσματα εξόχως θετικά στην ανάπτυξη της χώρας, δεδομένου ότι ο βασικός πλουτοπαραγωγικός πόρος της Κύπρου είναι το ανθρώπινο δυναμικό. Η εκπαίδευση μεγεθύνοντας τις δυνατότητές του, αναδεικνύεται στην παραγωγικότερη επένδυση, συνεπώς σε απόλυτη οικονομική αναγκαιότητα.
Η εκπαίδευση αποβλέπει στην καλλιέργεια της προσωπικότητας και γιαυτό οφείλει να προσφέρεται προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες και τα χαρίσματα του κάθε πολίτη. Γενικά στοχεύει στην εμφύτευση των αξιών της κοινωνίας ιεραρχημένων όπως η συσσωρευμένη πείρα της ανθρωπότητας έχει καθορίσει. Συγκεκριμένα σήμερα η εκπαίδευση της ελληνικής κοινότητας της Κύπρου πρέπει να είναι αγωγή προς την κατεύθυνση της δημιουργίας καλλιεργημένων ανθρώπων, με την προσδοκία να καταστούν ολοκληρωμένοι μέσα στο κλίμα της ελευθερίας ενεργοί πολίτες που να συνδυάζουν με σεβασμό προς την πολιτισμική παράδοση του τόπου τα χαρακτηριστικά του Έλληνα Ορθόδοξου Ευρωπαίου. Παράλληλα το κράτος οφείλει να προσφέρει σε όλους όσοι με την παραμονή και την εργασία τους στην Κύπρο συμβάλλουν στην ανάπτυξη του τόπου ανάλογη με τις πολιτιστικές τους παραδόσεις εκπαίδευση.
Η εκπαίδευση είναι αγαθό που το κράτος οφείλει να παρέχει στους πολίτες του συνεχώς και αδιάκοπα, ώστε να εξασφαλίζεται η διά βίου παιδεία. Εντούτοις, η υποχρέωση του κράτους καθίσταται επιτακτική για την προσφορά της συστηματικής εκπαίδευσης κατά το στάδιο της καλπάζουσας ανάπτυξης του ανθρώπου, κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Η λειτουργία των σχολείων ως τόπων συστηματικής εκπαίδευσης οφείλει να προσαρμόζεται ασταμάτητα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και ανάγκες της κοινωνίας. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι απαραίτητες πλήθος εκσυγχρονιστικές τομές και παρεμβάσεις.
Ενδεικτικά:
Α. ΤΟΜΕΣ (μακροπρόθεσμες μεταβολές του εκπαιδευτικού συστήματος)
1. Ολοήμερο σχολείο
Ο μαθητής πρέπει να αναλώνει την ημέρα του στο σχολείο το οποίο καλείται να οργανωθεί, ώστε να καλύπτει το σύνολο των βασικών αναγκών του σε γνωστικά αντικείμενα και κοινωνικά βιώματα.
2. Μεταλυκειακή βαθμίδα εκπαίδευσης
Ο ενδιαφερόμενος για παραπέρα σπουδές, αντί της σημερινής παρα-παιδείας, θα ετοιμάζεται συστηματικά στα μαθήματα των ενδιαφερόντων του.
3. Ειδικά σχολεία ταλαντούχων
Οι νέοι στους οποίους διαπιστώνονται τάλαντα στον αθλητισμό ή τις τέχνες πρέπει να είναι δυνατό να καλλιεργήσουν αποτελεσματικά τα χαρίσματά τους σε ειδικά σχολεία όπου χωρίς να παραλείπεται η γενική παιδεία θα εξασφαλίζεται η πρόοδος στο συγκεκριμένο τομέα.
4. Διαφοροποιημένο απολυτήριο Γυμνασίου
Το απολυτήριο του Γυμνασίου θα χορηγείται στο σύνολο των μαθητών που φοιτούν στην υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά οι προοπτικές που θα διανοίγει θα είναι διαφοροποιημένες ανάλογα με τις αποκτηθείσες δεξιότητες και την επίδοση του μαθητή στα χρόνια της φοίτησής του.
Β. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ (βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις)
1. Εισαγωγή της ηλεκτρονικής γνώσης
Ο μαθητής να καθίσταται ικανός να χρησιμοποιεί την ηλεκτρονική τεχνολογία, αλλά και η προσπέλαση των γνωστικών αντικειμένων να πραγματοποιείται μέσω της πληροφορικής.
2. Μείωση του αριθμού των μαθητών κατά τάξη
Ο αριθμός των μαθητών κατά τάξη πρέπει σταδιακά να μειωθεί κατά το ένα τρίτο του σημερινού για να καταστεί αποτελεσματικότερη η διαδικασία της διδασκαλίας και της μάθησης.
3. Περιφρούρηση των σχολείων
Οι μεγάλοι κίνδυνοι που απειλούν τη νεολαία μας επιβάλλουν την άμεση περιφρούρηση των εκπαιδευτηρίων, ιδίως στη διάρκεια της λειτουργίας τους.
4. Συνεχής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, σε συνδυασμό με εισαγωγή νέων μορφών αξιολόγησης του διδακτικού έργου. Είναι απαραίτητη η ουσιαστική αναβάθμιση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου στο οποίο να ανατεθούν ευρύτεροι και ουσιαστικότεροι ρόλοι.
Οι αναφερόμενες τομές και παρεμβάσεις είναι μερικές από πολλές που οφείλουν να γίνουν, ώστε με την συμμετοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση να μπορεί η εκπαίδευσή μας να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά και από θέσεως ισχύος την πρόκληση του ανταγωνισμού.

Χθες και σήμερον ο αυτός



Χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ο Χριστός παραμένει πάντοτε ο αυτός, η δι’ αυτού σωτηρία αδιαφοροποίητη, αλλά πώς επιτυγχάνεται ο ευαγγελισμός του αυτού Χριστού ανά τους αιώνες; Γιατί η πρόκυψη ταυτόσημου αποτελέσματος μέσα σε διαφορετικές συνθήκες επιβάλλει τη διαφοροποίηση των μέσων και των διαδικασιών παραγωγής του. Δηλαδή, ο ευαγγελισμός του αυτού Χριστού σήμερα δεν επιτυγχάνεται με την έμμονη συντήρηση, και τη στρουθοκαμηλική θεώρηση που παραβλέπει τις συνεχείς μεταβολές που συντελούνται μέσα στις κοινωνίες και τους ανθρώπους που απεκδέχονται το Ευαγγέλιο. Σίγουρα, για να είναι ο αυτός στην αντίληψη των αποδεκτών του κηρύγματος, πρέπει το κήρυγμα να προσαρμόζεται, τόσο στις προσλαμβάνουσες δυνατότητες και προϋποθέσεις τους, όσο και στις μεταβαλλόμενες επιμέρους ανάγκες και ιδιοσυστασίες τους. Αν το κήρυγμα εμμένει στις διατυπώσεις που απευθύνονταν στους παλαιότερους ανθρώπους ή στους ανθρώπους άλλων περιοχών ή πολιτισμών, τότε ο κηρυττόμενος Χριστός δεν είναι δυνατόν να προσλαμβάνεται ως ο αυτός, θα γίνεται αντιληπτός ως διάφορος.
Ας χρησιμοποιήσουμε ένα «ανώδυνο» παράδειγμα. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, σύμφωνα με τους συνοπτικούς ευαγγελιστές, χαρακτήρισε τους μαθητές του «άλας της γης». Οι Εβραίοι ακροατές του πριν δυο χιλιάδες χρόνια στις όχθες μιας υφάλμυρης λίμνης αντιλαμβάνονταν, άραγε, αυτή την παρομοίωση με τον ίδιο τρόπο, προσλάμβαναν, άραγε, την ίδια έννοια με τον αστό της αρχής του εικοστού πρώτου αιώνα στην Αθήνα του νέφους; Για κείνους το αλάτι ήταν πολυτιμότατο, αναντικατάστατο μέσο συντήρησης της τροφής τους. Για τον Αθηναίο είναι κίνδυνος προς αποφυγήν, γιατί προκαλεί ...υπέρταση! Για τον Παλαιστίνιο τότε ήταν θησαυρός, για τον Αθηναίο σήμερα απειλή. Όταν άκουγαν οι τότε ότι οι Απόστολοι είναι το άλας της γης καταλάβαιναν ότι αυτοί οι άνθρωποι εξασφαλίζουν και διασφαλίζουν τη ζωή στον κόσμο· οι σήμερα το πολύ να καταλαβαίνουν (έτσι, άλλωστε καταγράφεται στις νεοελληνικές μεταφράσεις των σχετικών χωρίων) ότι οι Απόστολοι ...νοστιμίζουν -επικίνδυνα- τον κόσμο. Όλοι θα θέλαμε λίγο ακόμα αλατάκι στη σαλάτα μας, αλλά έλα που δεν πρέπει, είναι βλαβερό. Εμμένοντας να χρησιμοποιούμε τον ίδιο όρο-έννοια διαφοροποιούμε και παραποιούμε κατάφορα το νόημα της διδασκαλίας του Σωτήρα.
Να διπλασιάσουμε το παράδειγμα. Ο Χριστός είναι το «φως του κόσμου». Πόσο δυνατά ηχούσε, υπονοώντας κάτι πραγματικά ακριβό και δυσεύρετο αυτός ο χαρακτηρισμός μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, το ξέρει καλά ο παππούς μας. Φως μπορούσε να εξασφαλίσει με κεράκια, καντήλια, λυχνάρια, άντε λάμπες πετρελαίου και ασυτελίνης με την τεχνολογική πρόοδο, όλα ακροσφαλή στο παραμικρό φύσημα του ανέμου. Ο Χριστός μόνιμο, σταθερό, άσβηστο φως! Ηχεί το ίδιο σήμερα; Μήπως ο Χριστός για μας υποβιβάζεται στο επίπεδο ενός διακόπτη του τοίχου που με το πάτημά του λούζεται στη λάμψη ο χώρος; Η λέξη-έννοια φως είχε πολλαπλάσιο νοηματικό περιεχόμενο πριν λίγα μόλις χρόνια· σήμερα έχει σχεδόν εξευτελιστεί. Θα συνεχίσουμε να την χρησιμοποιούμε για το Χριστό ή θα αναζητήσουμε καινούρια που θα καθοδηγεί το νου του ανθρώπου εκεί που προσφυώς τον οδηγούσε παλαιότερα η λέξη φως;
Η Εκκλησία, όταν αισθάνεται ζώσα (πάντα είναι ζώσα, ίσως, όμως, συχνά οι ηγέτες της χάνουν αυτή την αίσθηση και συμπεριφέρονται σαν μουσειοφύλακες), έχει τη άνεση να πραγματοποιεί τις προσαρμογές που απαιτούνται για να πραγματώνει το στόχο της, τη σωτηρία του γένους των ανθρώπων. Όταν Ρώσοι ιεραπόστολοι χρειάστηκε -ας περιοριστούμε στα «ανώδυνα» παραδείγματα- να μεταφράσουν στη γλώσσα των Γιακούτων, ενός λαού της Σιβηρίας, το χωρίο «γίνεσθε φρόνιμοι ως οι όφεις» διαπίστωσαν, όχι χωρίς αδικαιολόγητη έκπληξη, πως όχι μόνο, φυσικά, δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο των νεοφωτίστων λέξη για τα φίδια, αλλά και δεν γνώριζαν καθόλου το ερπετό αυτό, γιατί τέτοια κτήνη δε ζουν στην παγωμένη χώρα τους. Πώς, λοιπόν να καταλάβουν το περιεχόμενο της παρομοίωσης; Ανάμεσα στο να τους ...εξηγήσουν τι ακριβώς είναι το φίδι και ποιες ιδιότητες έχει, ίσως και να τους φέρουν κάποιο βαλσαμωμένο να το δουν, ή να αλλάξουν ολότελα το ιερό κείμενο για να το καταστήσουν προσιτό και αποτελεσματικό στους Γιακούτους, διάλεξαν το δεύτερο. Έμαθαν ποιο τοπικό ζώο έχει παρόμοιες με το φίδι ιδιότητες που το καθιστούν «φρόνιμο» και μετέφρασαν: «να γίνεστε συνετοί σαν τα νεογνά της φώκιας». Άπαγε της βλασφημίας! Άλλαξαν το Ευαγγέλιο; Όχι, βέβαια. Δεν το άλλαξαν· ακριβώς το διαφύλαξαν ανάλλαχτο κι αμετάβλητο, γιατί έδωσαν την ευκαιρία στους Γιακούτους να καταλάβουν με την ίδια αμεσότητα εκείνο που καταλαβαίνουν και οι λαοί της Μεσογείου. Τι να σας πω τώρα; Πως οι νεοφώτιστοι Ορθόδοξοι της Νιγηρίας ισταμένου του εικοστού πρώτου σωτήριου αιώνα εντέλλονται να προσφέρουν για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας εισαγόμενο κρασί σταφυλιού, αντί για το παραγόμενο από τους ίδιους στη δική τους χώρα αντίστοιχο πόμα; Και πως οι Κορεάτες για τον ίδιο σκοπό προσφέρουν ψωμί από εισαγόμενο αλεύρι σιταριού αντί εντόπιου ρυζιού; Θα μου πείτε, αυτά δεν είναι ...«ανώδυνα» παραδείγματα! Εντάξει!
Η προσαρμογή είναι -διορθώνω: ήταν, αλίμονο- πάγια τακτική της Εκκλησίας οσάκις υπήρξε χρήσιμη έως απαραίτητη στο ποιμαντικό της έργο. Καταλαμβάνομαι από θλίψη όταν σκέφτομαι πως τον ένατο αιώνα η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης αποφάσισε ότι τα υπέροχα κοντάκια του Ρωμανού του Μελωδού έπρεπε να αντικατασταθούν στη λατρεία γιατί δεν απηχούσαν πια, δυο μόλις αιώνες (σε καιρούς που ο κόσμος εκινείτο με βοϊδάμαξες) μετά τη σύνθεσή τους, την εποχή και την κοινωνία, ή απλά επειδή δεν καταλάβαιναν το περιεχόμενό τους οι πιστοί, και εισήγαγε αντί αυτών τους νεοφανείς (δυσκολεύομαι να πω μοντέρνους) κανόνες του Θεόδωρου Στουδίτη και των ομοίων του νεωτεριστών ποιητών. Καταλαμβάνομαι από θλίψη όχι, κυρίως, γιατί χάθηκαν στη μεγαλύτερή τους έκταση αυτά τα ανεπανάληπτα δημιουργήματα, αφού περιέπεσαν σε αχρηστία, αλλά, κυριότατα, γιατί σήμερα η Εκκλησία δεν αποτολμά την εισαγωγή έστω και ενός ύμνου αν δεν είναι γραμμένος με τον τρόπο -και τη γλώσσα, Θεέ μου- του ένατου αιώνα! Και συζητούμε για ...μετάφραση των παμπάλαιων ύμνων καθόν χρόνο τρέχουμε με ταχύτητες διαδικτύου. Δε θα ήταν εκκλησιαστικότερο να ενθαρρύνουμε τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη και τον Π.Β.Πάσχο, ποιητές έξοχους, με ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα, να συνθέσουν ύμνους για τη Λατρεία; Να συνθέσουν εξαρχής, ως έκφραση και απαύγασμα της πνευματικότητας και της ευαισθησίας τους και ως διατύπωση του σημερινού και εντόπιου βιώματος της Εκκλησίας. Κι ας μη μας πουν πως το κλίμα στην Εκκλησία του 9ου αιώνα ήταν καλύτερο, αγιότερο κλπ, γιατί δεν ανήκουμε στους χάφτες της μυθοποίησης του ιστορικού παρελθόντος.
Ο αυτός Χριστός του 21ου αιώνα εξασφαλίζεται με βήματα, άλματα, μάλλον, μετά τη χιλιόχρονη στασιμότητα, προσαρμογής [προσαρμογή είναι η εφεύρεση-επινόηση του εκάστοτε κατάλληλου ενδύματος με το οποίο εμφανίζονται στο προσκήνιο κάθε εποχής οι διαχρονικές αξίες], χωρίς την ψευδαίσθηση ότι σε άλλες εποχές μπορούσαν, και σήμερα δε γίνεται, χωρίς την επιφυλακτικότητα που δημιουργεί ο φόβος για ανεπιτυχή επιλογή (καλύτερο το παλιό και δοκιμασμένο παρά η περιπέτεια του καινούριου). Η Εκκλησία, η πάντοτε και πέρα από την αρίθμηση των καιρών ζώσα, θα λειτουργήσει αποδεκτικά ή απορριπτικά, όπως το έκαμνε για αιώνες. Θα κρατήσει το γνήσιο, το πρόσφορο, και θα το εντάξει στην πορεία της μέσα στα χρόνια που έρχονται!
Η απαραίτητη για την ανθρωπότητα παρουσία του αυτού Χριστού στο μέλλον θα μπορεί να γίνεται αντιληπτή εφόσον θα παρουσιάζεται με τους τρόπους που οι άνθρωποι του μέλλοντος θα μπορούν να προσλαμβάνουν. Η Εκκλησία ποιμαντικώς οφείλει συνεχώς να κενούται από το εκάστοτε χθες της, διατηρούμενη αείποτε καινή, και να προσαρμόζεται στις ανάγκες του εκάστοτε σήμερα· οφείλει να κενούται και να καινίζεται διαρκώς στα μέτρα της ανθρωπότητας. Αυτό είναι κατεξοχήν επιταγή που της άφησε με την ενανθρώπησή του ο Θεός της.

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008

Νερόμυλοι στη Σολιά


Ποταμούς η Κύπρος, με σταθερή ολόχρονη ροή νερού, μόνο δύο διαθέτει (διαθέτει και πολλούς χείμαρρους, βέβαια). Κι οι δυο ξεκινούν από τις βουνοκορφές γύρω από τη Χιονίστρα του Τροόδους· ο ένας κατευθύνεται προς την Πάφο, ο άλλος παίρνει τη βορινή κατεύθυνση και σχηματίζει την κοιλάδα της Σολιάς, είναι ο Καρκώτης.
Η πλούσια ροή του -πλούσια για τα δεδομένα της Κύπρου- έδωσε τη δυνατότητα στα παλιά τα χρόνια να λειτουργήσουν, από την Κακοπετριά, το ψηλότερο χωριό της κοιλάδας, ίσαμε τα χαμηλότερα, πλήθος νερόμυλοι για το άλεσμα των καρπών της γης των ημιορεινών και πεδινών γύρω περιοχών, των σιτηρών και των οσπρίων, με την εκμετάλλευση της δύναμης του νερού. Οι μύλοι αυτοί αδρανοποιήθηκαν σταδιακά υποκύπτοντας στην τεχνολογική εξέλιξη και τη διαφοροποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Κατάλοιπά τους μπορεί κανείς να ανακαλύψει στις όχθες του Καρκώτη, τόσο στην άνω ροή (Κακοπετριά, Γαλάτα, Καλλιάνα), όσο και στην κάτω (Κοράκου, Ευρύχου, Φλάσου). Ελάχιστοι επιβιώνουν ως αναπαλαιωμένα κτίσματα και ένας μόνον λειτουργεί, ο μύλος του Κυρίλλου, στη Γαλάτα. Μέχρι πρόσφατα άλεθε και ο μύλος του Στυλλή, στην Ευρύχου.
Οι μύλοι είναι κατά κανόνα κτισμένοι με επιτόπιο υλικό, τις ακατέργαστες τσακκίλες (μεγάλα χαλίκια), στο επίπεδο, ή λίγο ψηλότερα, της κοίτης του ποταμού. Γύρω η βλάστηση συνήθως είναι πυκνή έτσι που δίνει στο περιβάλλον ένα ειδυλλιακό χρώμα καθώς συνδυάζεται με τη δροσιά και τους ήχους του νερού και των πετεινών του ουρανού.
Το νερό έρχεται στο μύλο μέσω ενός πετραύλακου που ξεκινά από την κοίτη πολύ ψηλότερα, και, σχηματίζοντας γωνία ύψους μαζί της, επιτρέπει την υδατόπτωση στην κρεμμίστρα (χοάνη) του από ύψος 20 περίπου μέτρων. Ακριβώς στη κορυφή της χοάνης βρίσκεται το δίμμαν του νερού, δηλαδή το σημείο όπου, με τη χρήση μεταλλικού δίσκου καθορίζεται η κατεύθυνση της ενεργειακής πηγής -του νερού- στην πορεία παραγωγής της ενέργειας. Συγκεκριμένα το νερό, πέφτοντας από το μεγάλο ύψος, εκσφενδονίζεται μέσα από το συφφούνιν πάνω στις κούππες της φτερωτής που βρίσκεται μέσα στο κοίλωμα του βράχου κάτω από τον κυρίως χώρο του μύλου, και προκαλεί την περιστροφική της κίνηση που μέσω ενός ιμάντα μεταδίδεται στον αλεστικό μηχανισμό.
Οι μυλόπετρες, χαμηλοί κύλινδροι από συμπαγή σκληρό λίθο, μια σταθερή από κάτω και μια περιστρεφόμενη γύρω από μεταλλικό άξονα από πάνω, αποτελούν τη βάση του αλεστικού μηχανισμού. Είναι χαραγμένες με πολλές ισοβαθείς εγκοπές που με τέχνη ο μυλωνάς καταφέρνει χρησιμοποιώντας το μυλοχαράιν (κοντό ατσάλινο σφυρί), για να επιτυγχάνεται το άλεσμα των σπόρων καθώς προχωρούν ανάμεσα στις τριβόμενες πέτρες. Η τροφοδοσία γίνεται από την αβάτζην, το τεράστιο χωνί που είναι στερεωμένο πάνω από τις μυλόπετρες και διαθέτει ρυθμιστή για έλεγχο της ροής των σπόρων· η τέχνη του μυλωνά έγκειται σε μεγάλο μέρος στο χειρισμό της αβάτζης. Το ζεστό από τη σύνθλιψη των σπόρων αλεύρι προκύπτει στο εξωτερικό σημείο επαφής των δυο μυλόπετρων και μαζεύεται σε σακιά -παλαιότερα σε δερμάτινες αλευρόβουρκες- που αναρτώνται σε κατάλληλη θέση. Ρυθμίζοντας διάφορες παραμέτρους η τριβή των μυλόπετρων μπορεί να αποδώσει από σκόνη (όπως το αλεύρι) μέχρι θραύσματα (όπως το πλιγούρι – πουρκούριν).
Τον παλιό καιρό το άλεσμα στο μύλο, μια εργασία που για κάθε νοικοκυριό έπρεπε να γίνει τουλάχιστον τρεις φορές το χρόνο, ήταν κοπιαστική εμπειρία, αλλά συνάμα είχε χαρακτήρα πανηγυριού. Ξεκινούσαν από τα χωριά τους οι αγρότες παρέες παρέες, με φορτωμένα στα ζώα τα σακιά με τον καρπό, εφοδιασμένοι με όλα τα απαραίτητα για τη μακρά, πολλές φορές, πορεία -στον Καρκώτη άλεθαν και Μαραθεύτες και Μορφίτες και Πίτσιλλοι και Τύλληροι-, όσο και για τη διαμονή στον ευρύτερο χώρο του μύλου, όπου η παραμονή τύχαινε να ΄ναι και πολυήμερη όταν πλησίαζαν οι γιορτές της Εκκλησίας και αυξάνονταν οι ενδιαφερόμενοι που περίμεναν υπομονετικά το γυρίν (σειρά) τους για να αλέσουν. Στη διάρκεια της αναμονής πολλές γυναίκες έκλωθαν μαλλίν με το αδράχτιν για να μεν ξαρκούν, ενώ παρακολουθούσαν, αν ήταν τυχερές και συντύγχανεν κανένας δεινός αφηγητής, περιπετειώδη, συχνά αυτοσχέδια, παραμύθια, για να περνά πιο ευχάριστα η ώρα. Όταν η πείνα τους θύμιζε την ανάγκη για το ταπεινό γεύμα, άπλωναν κατάχαμα τη μαντηλιάν και απολάμβαναν τη γνησιότητα του ψωμιού και της ελιάς, σπάνια, αν δεν ήταν νηστεία, και του χαλλουμιού, συνοδεύοντάς τα με καμιάν πινιάν, από το κολοκούιν. Όταν συμπληρωνόταν το άλεσμα η παρέα έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής με τη βαθιά ικανοποίηση που δίνει η εκτέλεση σοβαρής αποστολής· και όταν, τέλος έφταναν πίσω στον τόπο τους, πρώτη τους έγνοια ήταν να δοξάσουν το Θεό που τους αξίωσε άλλη μια φορά να αλέσουν τα γεννήματά τους για να θρέψουν τα παιδιά τους.
Κι ο μυλωνάς, μέσα στη διαρκή του ζάλη, φχαριστιόταν με την αμοιβή του που συνήθως ήταν σε είδος, δηλαδή κρατούσε για λόγου του μια αναλογική ποσότητα από το άλεσμα.

Ίλεως γενού, Κύριε

Το κεφάλαιο Σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας παραμένει ανοιχτό από την εποχή των κατακομβών, παρότι έπρεπε να είχε παραμείνει τετελεσμένα κλειστό από καταβολής της Εκκλησίας, βάσει, βέβαια της σαφούς και απερίφραστης δήλωσης του Θεανθρώπου ιδρυτή της (Ματθ. 22,21· Μαρκ. 12,17· Λουκ. 20,25). Στο πνεύμα της δήλωσης αυτής ενυπάρχει η απαίτηση της ολοκληρωτικής ρήξης ανάμεσα στην πολιτειακή εξουσία και όσα αυτή εκπροσωπεί, και στην Εκκλησία που αλλού στοχεύει και ολότελα αλλιώς μεθοδεύει την πραγματοποίηση του έργου της για άπλωμα της αμπέλου του χαρμόσυνου μηνύματος της καταλλαγής και της σωτηρίας έως εσχάτου της Γης.
Φαίνεται, όμως, πως κάποια περίεργη διαπλοκή συμφερόντων πολιτειακής εξουσίας και εκκλησιαστικής ηγεσίας οδήγησε τα πράγματα σε μια κατάσταση που βρίσκεται σε μη δυνάμενη να αποκρυβεί διάσταση ανάμεσα στην εντολή του Κυρίου Ιησού Χριστού και την ιστορική πράξη. Οι ηγέτες της Εκκλησίας συχνότατα σαγηνεύτηκαν από την αίγλη και τις δυνατότητες της κοσμικής εξουσίας και απέβλεψαν στη συμμετοχή τους σ’ αυτή την κραιπάλη, πάντα με το προφασιστικό κίνητρο της εξυπηρέτησης, δήθεν, του οράματος της Εκκλησίας.
Από την άλλη, για αιώνες, η πολιτεία είχε ανάγκη την οργανωμένη Εκκλησία, για διαφορετικούς εκάστοτε λόγους, πάντοτε, όμως, εξυπηρετικούς των κοσμικών ενδιαφερόντων της.
Στην πιο έκδηλη περίπτωση, στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από το Μέγα Κωνσταντίνο και για χίλια εκατό χρόνια, επειδή το χριστιανικό Ευαγγέλιο αποτελούσε το κύριο, ενίοτε το μοναδικό, ιδεολογικό έρεισμα της κρατικής εξουσίας και υπόβαθρο της κοινωνικής συνοχής, οι επίσημοι εκφραστές του έπρεπε να ξεχωρίζουν και να περιβάλλονται με την απαραίτητη ατμόσφαιρα εξουσίας.
Αλλά και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, για να περιοριστούμε στην καθ’ ημάς Ανατολή και να αφήσουμε απέξω την ξέφρενη πορεία του παπισμού, είχε ανάγκη την οργανωμένη Εκκλησία (οι αποκεφαλισθέντες Πατριάρχες έπαθαν ό,τι και κάθε άλλος αξιωματούχος του οθωμανικού κράτους που δεν έκανε καλά -για το δοβλέτι - τη δουλεία του), μια και η πρωτόγονα ομοσπονδιακή δομή του κράτους στηριζόταν στα μιλιέτ, δηλαδή τις θρησκευτικές κοινότητες, πρωτευόντως μουσουλμάνων και ορθοδόξων.
Όταν, πάλι, οι Προστάτιδες Δυνάμεις έστηναν το ελλαδικό βασίλειο πάνω στα αποκαΐδια του ιερού αγώνα για την ανάσταση της Ρωμιοσύνης, αντιλαμβάνονταν ότι η δημιουργία κρατικής-εθνικής συνείδησης των υπηκόων του περνούσε από την παροχή μιας έκδηλης χριστιανικής χροιάς, και μάλιστα διακεκριμένης και αποκομμένης από τη φυσική μήτρα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που συνέχιζε να αποτελεί θεσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απέναντι της οποίας ήταν ανάγκη να σταθεί το νεοπαγές κράτος των Ελλήνων για να εξυπηρετήσει τα παγκόσμια συμφέροντά τους.
Το σημερινό ελληνικό κράτος απέκτησε μεν τον αέρα της ανεξαρτησίας και της γενικής ανάπτυξης, αλλά δεν τολμά ακόμα να αντιμετωπίσει σθεναρά την πραγματικότητα που κληρονόμησε από τα χρόνια της ξενοκρατίας αναφορικά με τη σχέση του με την Εκκλησία. Κι αυτό γιατί συμβαίνει το εξώφθαλμα παράλογο. Η Εκκλησία, αντί να αγωνίζεται να απολακτίσει τον αποπνικτικό γι’ αυτήν εναγκαλισμό της Πολιτείας και να παύσει να λειτουργεί ως υπηρέτης και νεροκουβαλητής του κράτους και παροχέας (ανύπαρκτης γι’ αυτήν) ιδεολογίας, καταδαπανάται να διατηρήσει τα κεκτημένα(!) και τα ...δικαιώματα τα οποία, όμως, το μόνο που εξασφαλίζουν στην Εκκλησία είναι κοσμική εξουσία και αχρείαστη προβολή για την ηγεσία της. Αυτό που τρέμουν οι πλείστοι σημερινοί Επίσκοποι είναι η απώλεια της σφραγίδας (της κρατικής, φευ), απώλεια που δικαίως θεωρούν ότι θα τους στερήσει κοινωνικά προνόμια, διευκολύνσεις κ.τ.ό, συνελότ’ ειπείν δύναμη επιβολής, οι εκπρόσωποι του εν φάτνη αλόγων ανακλιθέντος και επί (κρατικού) σταυρού εκταθέντος! Οσάκις και σπανιότατα (π.χ. πρωθυπουργία Σημίτη) πρόβαλε -δειλά- η δυνατότητα να απαλλαγεί από την αποπνικτική για το ήθος της και το πνεύμα της συστέγαση με την Πολιτεία, αντί να την εκμεταλλευτεί και να σπεύσει, παθιάστηκε μέχρι ...λαοσυνάξεων να διατηρήσει τα δεκανίκια του κράτους, ως εάν όντως τα χρειάζεται.
Στις εθνικές (άκουσον άκουσον) Εκκλησίες της σλαβικής Ευρώπης τα πράγματα εξελίσσονται ακόμη χειρότερα. Εκεί προσπαθούν να ξαναγίνουν κρατικοί υπάλληλοι οι Επίσκοποι, ονειρευόμενοι τα μεγαλεία του παρελθόντος.
Στην Εκκλησία της Κύπρου η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική, χωρίς, δυστυχώς, να κείται εγγύτερα προς την ιδανική. Η Εκκλησία είναι και εδώ κρατικός θεσμός, αλλά, συνταγματικά, εξ ημισείας με το Ισλάμ. Η ιδιαιτερότητα του δικοινοτικού κράτους που εγκαθιδρύθηκε το 1960 επέβαλε κάποια συγκράτηση στη χρήση της Εκκλησίας από την Πολιτεία. Ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ομνύει ενώπιον Επισκόπων ή μουλλάδων και ο Αρχιεπίσκοπος δεν υπογράφει υποσχέσεις δημοσίου υπαλλήλου ενώπιον του Προέδρου. Στα δικαστήρια δεν αναρτάται θρησκευτική κορνίζα υπέρ την κεφαλή του δικαστή· εδώ η δικαιοσύνη απονέμεται από ανθρώπους, το Θεό ουδείς ποσώς επικαλείται. Στη Βουλή δε γίνεται Αγιασμός για να ξεχωρίζουν οι άθεοι που μένουν στο κυλικείο, και το «Σώσον, Κύριε τον λαόν σου» δεν έχει εσωτερική και εξωτερική παραλλαγή!! Η εξουσία που μετέρχονται οι Επίσκοποι στην Κύπρο προέρχεται κυρίως από την ανεξέλεγκτη διαχείριση της τεράστιας ιδιοκτησίας των Μητροπόλεων και των Μονών, που τη νομή της κατοχυρώνει το Σύνταγμα. Φυσικά, η κατοχύρωση αναφέρεται και στο Ισλάμ, με τη διαφορά ότι τα μουσουλμανικά θρησκευτικά ιδρύματα έχουν καταθέσει την, άλλωστε, σχετικά μικρή περιουσία τους σε ένα ενιαίο διαχειριστικό σώμα, ίσως επειδή, αντίθετα προς τους δικούς μας, δε διακρίνονταν για τις εμποριολογικές και οικονομολογικές τους δεξιότητες οι ιμάμηδες. Έτσι στην Κύπρο η Πολιτεία, αν και δεν παρεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο στα της Εκκλησίας, εντούτοις της εξασφαλίζει το έδαφος εφ’ ου βαίνουσα ασκεί κοσμική εξουσία καραμπινάτη. Και η εξουσία αυτή δεν περιορίζεται στις διάφορες μορφές απαγορευμένης από τους Κανόνες, αλλά ποιος νοιάζεται, αναπαραγωγής του πλούτου και παροχής ευκαιριών σε αετονύχηδες διαφόρων επιπέδων οικειότητας, αλλά αποκτά και καθαρά πολιτικές προεκτάσεις, τέτοιες που ακόμα και οι αριστεροί πολιτικοί επιδιώκουν, καλού κακού, να τα έχουν καλά με τους εκκλησιαστικούς ηγέτες.
Λύση υπάρχει; Φυσικά, και έχει επανειλημμένα προταθεί. Απελευθέρωση της Εκκλησίας από οποιαδήποτε σχέση με το κράτος. Το χρωστά στην αποστολή της, έστω και μετά από δυο χιλιάδες χρόνια. Μα χρειάζονται άγιοι Επίσκοποι για να προχωρήσουν σε τέτοιες ενέργειες. Αυτό δεν είναι μόνιμη αναγκαιότητα;

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008

Επικινδυνότητες

Απαντήσεις σε τρία ερωτήματα δημοσιογραφικής έρευνας της Σώτιας Ζένιου

1. Ποια είναι η άποψή σας για την ομοφυλοφιλία, είναι επιλογή, αρρώστια ή διαστροφή;
Από την άποψη του ήθους του χριστιανού, που συνοψίζεται στη στοίχιση και στην υπηρέτηση του σχεδίου του Δημιουργού για την κτίση και τον άνθρωπο, η ομοφυλοφιλία, όπως, άλλωστε, και η γαστριμαργία ή η συκοφαντία, λόγου χάριν, είναι ανηθικότητα, είναι αμαρτία, είναι, δηλαδή, αποτυχία του ανθρώπου να πραγματοποιήσει το σχέδιο του πλάστη το σχετικό με αυτόν. Ακριβέστερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι συνέπεια της αμαρτίας, της άστοχης επιλογής της αυτονόμησης του ανθρώπου από το Θεό, που επέφερε στη ζωή του την ασθένεια, τον πόνο και το θάνατο. Ειδικά, μάλιστα, κάθε χρήση του ανθρώπινου σώματος πέρα από ή ενάντια στις προδιαγραφές του παραποιεί, διαστρεβλώνει και παραχαράττει το σκοπό για τον οποίο αυτό προορίστηκε, και συνεπώς επιβεβαιώνει και διαιωνίζει την καταστροφική αποκοπή του ανθρώπου από την πηγή της ζωής. Βέβαια, ο άνθρωπος πλάστηκε ελεύθερος να επιλέγει και να καθορίζει το περιεχόμενο του βίου του. Εντούτοις, η άσκηση της ελευθερίας του, παρότι τυγχάνει απόλυτου σεβασμού από τον Κτίστη του, και οφείλει να τυγχάνει σεβασμού και από όλους όσοι τον περιστοιχίζουν, δεν αποτελεί δικαίωση των όποιων εσφαλμένων επιλογών του.

2. Είναι γενική αυτή η τοποθέτηση;
Είναι γεγονός ότι σύμφωνα με κριτήρια ηθικής προχριστιανικών, ίσως και ορισμένων σύγχρονων μη χριστιανικών κοινωνιών, είναι αποδεχτές διάφορες μορφές ομοφυλοφιλίας. Είναι, όμως, εξίσου σαφές ότι η ομοφυλοφιλία είναι έξω, ως εκδήλωση αμαρτωλή, από τα πλαίσια του χριστιανικού ήθους, άρα για ένα χριστιανό είναι ανηθικότητα. Άλλο, τώρα, ότι είναι, ασφαλώς, ισχυρότερη ανηθικότητα το ποδοπάτημα του διπλανού, η εκμετάλλευση του αδύνατου, η αλαζονική διεκδίκηση του συμφέροντος, η αδιαφορία για τα πάθια και τους καημούς του κόσμου, η εγωιστική χρήση της κτίσης κ.λ.π. κ.λ.π., καταστάσεις που υποκριτικά και τεχνηέντως παραβλέπονται, συχνά και από τους αμύντορες του χριστιανικού ήθους. Η επικέντρωση της αμαρτωλότητας στη σεξουαλική συμπεριφορά κάθε άλλο παρά συνάδει με τα πραγματικά κριτήρια της Εκκλησίας.

3. Κινδυνεύει η κοινωνία από την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας;
Το ήθος του ανθρώπου κινδυνεύει κυρίως από δυο μεριές· και οι δυο εξαρτιούνται πάντα από τους πνευματικούς ταγούς της κοινωνίας. Η παρουσία του αμαρτωλού συνανθρώπου δεν αποτελεί κίνδυνο· ίσως να αποτελεί πρόσφορη περίσταση για μετάγγιση αγάπης. Η περιχώρηση προς τον ιδιόρρυθμο συνάνθρωπο επίσης δεν αποτελεί κίνδυνο· ίσως να αποτελεί ευκαιρία για υπερνίκηση του ατομισμού. Οι προγραφές και εκκαθαρίσεις που εφαρμόστηκαν σε παλαιότερες εποχές, δεν απέτρεψαν, αντίθετα, συχνά επιτάχυναν την έκλυση του κοινωνικού ήθους.
Κίνδυνος υπάρχει από την έλλειψη/απόκρυψη θετικών παραδειγμάτων, στη χριστιανική κοινωνία έλλειψη α γ ί ω ν , και, πολύ περισσότερο, από την ανάρρηση και προβολή αρνητικών προτύπων, κατάσταση από την οποία υποφέρει πραγματικά η κοινωνία μας. Κίνδυνος υπάρχει για το ήθος μας, ιδίως το ήθος των νέων και από την υποστολή του ρόλου της παιδείας και, πολύ περισσότερο, από τη λειτουργία αλλοπρόσαλλης ή ανερμάτιστης παιδείας που δεν προσφέρει τον απαραίτητο εξοπλισμό στο κάθε ξεχωριστό ανθρώπινο πρόσωπο για να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις εκάστοτε τρέχουσες προκλήσεις και ανάγκες· παιδείας που παράγει αντί ελευθέρων δημιουργών, άκριτους καταναλωτές προϊόντων και ιδεών. Με τέτοιους πολίτες υπάρχει το ενδεχόμενο, μάλλον η μεγάλη πιθανότητα, η αμαρτία να προαχθεί σε τρόπο ζωής, οπότε κανένας απαγορευτικός νόμος δεν επαρκεί για να ανακόψει την κοινωνική αποσάθρωση. Αν οι πρόμαχοι της ηθικότητας είχαν πράγματι στόχο ανάλογο με τις διακηρύξεις τους θα φρόντιζαν να παρέχουν, πρώτα οι ίδιοι, θετικά παραδείγματα, και κατάλληλη παιδεία, ικανά να θωρακίζουν τα μέλη της κοινωνίας και να εξασφαλίζουν την προκοπή, εκκλησιαστικά τον α γ ι α σ μ ό τους.