Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

Ενιαία κοινωνική πολιτική

Η πρόθεση και η προσπάθεια κάθε εργοδότη να πετύχει το μικρότερο δυνατό κόστος στη διεκπεραίωση της δραστηριότητάς του είναι δεδομένη και θεμιτή στα πλαίσια της ελεύθερης οικονομίας. Το ίδιο και η διεκδίκηση από τον εργαζόμενο μεγαλύτερου μεριδίου από το προϊόν της εργασίας του. Κοινή συνισταμένη για ικανοποίηση αμφοτέρων είναι η αύξηση της παραγωγικότητας με την καλύτερη οργάνωση της παραγωγής και τη χρήση προηγμένης τεχνολογίας, ώστε εργοδότης και εργαζόμενος να καρπούνται και το επιπλέον προϊόν του μηχανικού εξοπλισμού.
Στο μέτρο που η κοινή συνισταμένη δε λειτουργεί ή δεν αξιοποιείται οδηγούμαστε στις συνηθισμένες κοινωνικές αναταραχές που εκδηλώνονται ως απεργίες και που έχουν πάντα ολέθριες συνέπειες, προσωρινές ή και μονιμότερες και για τους δυο συγκρουομένους, αλλά και για το κοινωνικό σύνολο. Διερωτάται ο ευαίσθητος πολίτης γιατί το Υπουργείο Εργασίας, αντί ως διαιτητής των εργατικών διαφορών να περιορίζεται σε προτάσεις συμβιβασμού, δε μελετά πρακτικές ιδέες και δεν προτείνει ευφάνταστους τρόπους αύξησης της παραγωγικότητας στον κάθε συγκεκριμένο τομέα για ικανοποίηση και των δυο πλευρών. Όμως, ας μη καταπιαστούμε με ...οδηγίες· ας εμβαθύνουμε στο πρόβλημα.
Υπάρχουν εργαζόμενοι που κατόρθωσαν στο πρόσφατο παρελθόν, να εξασφαλίσουν ικανοποιητική, πολλές φορές και υπέρμετρη μερίδα από το προϊόν της εργασίας τους, και άλλοι που απολαμβάνουν συγκριτικά μικρή μερίδα ή και ελάχιστη. Το ανάλογο ισχύει και για τις συνθήκες εργασίας. Άλλοι πέτυχαν ιδανικές (άνετο περιβάλλον, ξεκούραστο ωράριο, άδειες, διευκολύνσεις, ασφαλίσεις), άλλοι μετά βίας ανεκτές. Μερικοί από τους παράγοντες που συμβάλλουν στη δημιουργία αυτής της ανισότητας είναι έξω από τον έλεγχο των εργαζομένων και ίσως και των εργοδοτών (π.χ. συγκυρίες της παγκόσμιας οικονομίας, δυσαναλογία προσφοράς και ζήτησης), συχνά, όμως, η εξασφάλιση της θετικής ανισότητας ενός μεγάλου μέρους των εργαζομένων είναι αποτέλεσμα των διεκδικητικών αγώνων τους και της, ποικίλης προέλευσης, θετικής αντίκρισης των εργατικών απαιτήσεων από τους εργοδότες. Είναι επόμενο το δημοκρατικό κράτος ως εργοδότης να είναι συνήθως ενδοτικό στις διεκδικήσεις των εργαζομένων στις υπηρεσίες του, γιατί η εκάστοτε κυβέρνηση βλέπει τους εργαζομένους και ως ψηφοφόρους της που δε θέλει να τους δυσαρεστεί, όπως δε θέλει να δυσαρεστεί και τους λοιπούς πολίτες που ταλαιπωρούνται από τις απεργίες. Αντίστοιχα, μεγάλες ανώνυμες εταιρείες με τεράστια κέρδη (π.χ. Τράπεζες) προτιμούν να στερηθούν ένα μικρό μέρος των κερδών τους για ικανοποίηση των εργαζομένων, παρά να διακινδυνεύσουν παγιωμένα συμφέροντα. Το ίδιο και με τους οργανισμούς κοινής ωφέλειας· ας πάρουν κάτι περισσότερο οι εργαζόμενοι, αυτός που πληρώνει, έτσι κι αλλιώς, δεν εκπροσωπείται στο Συμβούλιο που παραχωρεί.
Αυτή η πρακτική ανισότητα μεταξύ των εργαζομένων εξελίσσεται, ή, τουλάχιστον, φαίνεται στα μάτια των λιγότερο τυχερών να εξελίσσεται σε εκμετάλλευση προνομίων. Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι αισθάνονται να χωρίζονται σε δυο συγκρουομένων συμφερόντων τάξεις, των προνομιούχων και των ...αποκλήρων. Ένας συνεπής αριστερός θα ισχυριζόταν, όχι χωρίς ισχυρή δόση ακρίβειας, ότι αυτός ο διαχωρισμός δεν υπήρξε αυτόματος, εκ των πραγμάτων, αλλά σκόπιμος από την πλευρά του καπιταλιστικού συστήματος, με στόχο την αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος. Οπωσδήποτε, πιστεύω, δε βοηθά στην εν τη ενότητι ισχύν της πλευράς της εργασίας στη διαπάλη με το κεφάλαιο για τη διεκδίκηση της κοινωνικής ισότητας και επίτευξη της κοινωνικής δημοκρατίας.
Και είναι, προφανώς, συμφέρον των εργαζομένων, το άνοιγμα της μεταξύ τους διαφοράς να σμικρύνεται, όχι να μεγαλώνει, και να αδρανοποιείται προς όφελος του κοινού αγώνα για βελτίωση της θέσης τους. Κάθε απαίτηση διεύρυνσης των προνομίων ορισμένων εργαζομένων ερμηνεύεται, και είναι ενέργεια σε βάρος της συνολικής προόδου των εργατικών διεκδικήσεων. Παράλληλα οι τέτοιες απαιτήσεις είναι δυνατό να τύχουν εκμετάλλευσης από την εργοδοτική πλευρά η οποία βρίσκει ανέλπιστους συμμάχους ανάμεσα στους δυσαρεστημένους μη προνομιούχους για να θεμελιώνει τη σκλήρυνση της στάσης της. Φαύλος κύκλος. Τι γίνεται, λοιπόν;
Η λύση, φυσικά, δεν είναι στην αποστέρηση εργαζομένων που πέτυχαν καλούς όρους εργασίας από τα δικαιώματά τους. Η λύση είναι στο σχεδιασμό μιας συνολικής κοινωνικής πολιτικής που θα εκσυγχρονίζει το πλέγμα των σχέσεων εργασίας - εργοδοσίας. Θα το απαλλάσσει από το μακάβριο εναγκαλισμό της "πάλης των τάξεων", αλλά και από την βάναυση περίσφιξη της "εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο". Μιας σύγχρονης κοινωνικής πολιτικής που με αιχμή του δόρατος την αύξηση της παραγωγικότητας θα δημιουργεί περιθώρια αδιάκοπης αναδιανομής του προϊόντος της εργασίας προς όφελος όλων των κοινωνικών εταίρων.
Η συνεχής βελτίωση της θέσης των εργαζομένων δεν μπορεί, βέβαια, να επιτευχθεί σε βάρος της εθνικής οικονομίας, ούτε καν σε βάρος των οικονομικών ή πολιτικών κερδών των εργοδοτών, αλλά μόνο παράλληλα και ισόρροπα. Και για να μπορέσει η πλευρά των εργαζομένων να επιδιώξει και να επιτύχει το σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας δίκαιης για όλους κοινωνικής πολιτικής, οφείλει να κατέλθει ενωμένη στον αγώνα, θέτοντας καταμέρος τον παραλογισμό των προνομίων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: