Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2007

Αποριών ευπορία


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο άνθρωπος, πάντα στην ιστορία του πάνω στη Γη, σε όποιο πολιτισμό κι αν κατόρθωσε να ανεβεί, διακατέχεται, άλλοτε συνειδητοποιώντας το κι άλλοτε όχι, από τα υπαρξιακά προβλήματα. Δηλαδή, κάποια ενοχλητικά εμπόδια που βασανίζουν το νου του, και που παλεύει να τα ξεπεράσει, να τα λύσει, για να ελευθερωθεί από την πίεση που ασκούν επάνω του, να λυτρωθεί από τα δεσμά που νιώθει να πλέκουν αυτά τα προσκόμματα της σκέψης γύρω του.
Η οδυνηρή αυτή κατάσταση του ανθρώπου είναι συνέπεια της αυτονόμησής του από το Δημιουργό και Πατέρα του, είναι αποτέλεσμα της πρώτης, άστοχης, χρήσης που έκαμε στην ελευθερία με την οποία τον προίκισε ο Πλάστης του. Μακριά από την πηγή της ύπαρξής του, ο άνθρωπος ένιωσε τη φοβερή μοναξιά που προξένησε στον εαυτό του, και προβληματίστηκε εναγώνια για την πραγματικότητα που αντιμετώπιζε.
Τα υπαρξιακά προβλήματα, όπως τα συνειδητοποίησαν οι πιο ώριμοι εκπρόσωποι της ανθρωπότητας ανά τους αιώνες, οι ιδρυτές των θρησκειών και οι φιλόσοφοι, εκτείνονται σε τρεις περιοχές.
Α. Υπαρξιακά ερωτήματα· δηλαδή η μακρά σειρά αποριών που καταδυναστεύουν τη διάνοια του ανθρώπου, χωρίς να επιδέχονται λογική απάντηση, δηλαδή απάντηση γενικά αποδεκτή από τη διάνοια με βάση τους δικούς της όρους. (π.χ. Πώς δημιουργήθηκε η ζωή; Τι γίνεται ο άνθρωπος όταν αποθάνει; Υπάρχει Θεός-δημιουργός και κυβερνήτης του κόσμου; Ποιος είναι ο προορισμός του ανθρώπου; Γιατί ο τόσος πόνος στη ζωή;).
Β. Υπαρξιακή αγωνία· δηλαδή το βίωμα τρόμου απέναντι στις φυσικές δυνάμεις που ο άνθρωπος τις θεωρεί εχθρό του, αλλά δεν είναι σε θέση να τις σταματήσει από του να καταστρέφουν αυτόν και τα έργα του. (Ο σεισμός, η ανομβρία, ο κεραυνός, π.χ., μπορεί σήμερα να αντιμετωπίζονται από τον άνθρωπο με αντισεισμικές κατασκευές, με εργοστάσια αφαλάτωσης και με αλεξικέραυνα, αλλά δεν εξουδετερώνονται· τίποτε δεν μπορεί ο άνθρωπος να κάμει για να σταματήσει το σεισμό, για να προκαλέσει βροχή ή για να αποτρέψει την κεραυνόπτωση).
Γ. Υπαρξιακή ενοχή· δηλαδή το συναισθηματικό πλέγμα το προερχόμενο από την τραυματική εμπειρία μιας αδιευκρίνιστης, αλλά που φαντάζει μοιραία, αποξένωσης από τη φύτρα του. (Η παρουσία αυτής της ενοχής είναι καταφανής στη διαμόρφωση του συνόλου των θρησκειών. Οι θρησκείες δεν είναι -πρωταρχικά- παρά προσπάθειες του ανθρώπου να πετύχει το ξέπλυμα της ενοχής με τον εξευμενισμό της ανώτερης δύναμης που αναγνωρίζει ως κυρίαρχη του κόσμου. Οι θυσίες και οι άλλοι λατρευτικοί τρόποι που επινοήθηκαν μέσα στους αιώνες από όλους τους λαούς προορίζονταν να απαλύνουν και, ει δυνατόν, να αποσείσουν αυτή την ενοχή).
Βέβαια, ένας χριστιανός -αναφέρομαι στο διακεκριμένο κοινωνό του μυστηρίου της Εκκλησίας- δεν έχει υπαρξιακά προβλήματα. Η ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού και η αποκάλυψη της αλήθειάς του εξαφάνισε και ενοχή και αγωνία και ερωτήματα. Η πίστη, η απόλυτη εμπιστοσύνη του ανθρώπου στον Τριαδικό Θεό δεν αφήνει περιθώρια για τέτοια μέριμνα και τύρβη. Ο υιοθετημένος από το Θεό άνθρωπος ξέρει πως η «τύχη» του βρίσκεται ολοκληρωτικά στα χέρια του Πατέρα του. Και δεν ανησυχεί διόλου.
Όμως, ο δρόμος της εναπόθεσης της ζωής στα χέρια του Θεού είναι μακρύς. Και εμείς συνήθως είμαστε νήπιοι χριστιανοί. Γιαυτό νιώθουμε την ανάγκη της θρησκευτικότητας, γιαυτό φοβόμαστε το σεισμό, γιαυτό απορούμε συνεχώς. Απορούμε και γυρεύουμε απαντήσεις. Και μόνο στο μέτρο που διατυπώνουμε τις απορίες μας, έχουμε ελπίδα να μην καταθλιβούμε από το βάρος τους.
Τούτη η σειρά των άρθρων έχει σκοπό να διαπραγματευτεί μερικά από τα πιο συνηθισμένα ερωτήματα όπως τα θέτουν συχνά οι έφηβοι στους δασκάλους τους. Και να ενασχοληθεί με αυτά προβάλλοντας τον τρόπο που τα αντιλαμβάνεται και τα επεξεργάζεται η Εκκλησία.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΖΩΗ;
Σε αυτό το υπαρξιακό ερώτημα, μέχρι πριν μερικούς αιώνες, προσπαθούσαν να απαντήσουν μόνο οι θρησκείες και μεμονωμένοι φιλόσοφοι. Και έδιναν ποικίλες απαντήσεις, λιγότερο ή περισσότερο θεόπνευστες, οπωσδήποτε, όμως, θεοκεντρικές. Μια ανώτερη δύναμη, οι αρχαίοι Έλληνες στη γλώσσα τους την είπαν θεό, οι Εβραίοι Γιαχβέ, οι ινδοί Βράχμα, οι άραβες Αλλάχ κλπ, χρησιμοποιώντας κάποια διαδικασία συνήθως αποκαλυπτική των διαθέσεών της, δημιούργησε τον κόσμο και τοποθέτησε μέσα σ’ αυτόν τη ζωή, των φυτών, των κτηνών και του ανθρώπου.
Από την εποχή του Διαφωτισμού (18ος αιώνας) κυρίως, ανέλαβε η επιστήμη να ...καθαρίσει. Αλλεπάλληλες απόπειρες, σωρεία θεωρίες, καμιά απάντηση που να ικανοποιεί τελεσίδικα την ανθρώπινη διάνοια. Η διάνοια θέλει αποδείξεις, θέλει ασάλευτες λογικές βάσεις για να ακουμπήσει, και τέτοια πράγματα δεν της έχουν παρασχεθεί. Ασάλευτο, λοιπόν, παραμένει το υπαρξιακό ερώτημα για τη φύση και την προέλευση της ζωής.
Και η «απάντηση» της Εκκλησίας; Ζωή είναι η αφρόκρεμα του ξεχειλίσματος της Αγάπης. Ο Πατέρας και Δημιουργός του κόσμου, επειδή ακριβώς είναι μόνο Αγάπη, δεν μπορούσε, ο παντοδύναμος, να συγκρατήσει την πλημμύρα της αγάπης του και την άφησε να ξεχειλίσει, παράγοντας την κτίση. Και προχωρώντας παραπέρα έκτισε και τη ζωή, τους ζωντανούς οργανισμούς σε μια θαυμάσια εξελικτική κλίμακα που ξεκινά από το πλαγκτόν και προχωρεί στη φάλαινα, κι από κει πιο πάνω στην κορωνίδα της κτίσης, τον άνθρωπο. Η ζωή, συνεπώς, καθώς και ολόκληρη η κτίση είναι το αποτέλεσμα εκδήλωσης της θέλησης του αϊδίου προσωπικού δημιουργού.
Για να συμβεί αυτό το ξεχείλισμα της Αγάπης προϋπόθεση αποτελεί η τριαδικότητα. Ένας Θεός μοναδικός δεν μπορεί να αγαπά παρά μονάχα τον εαυτό του· ένας Θεός διαδικός μπορεί να αλληλοαγαπιέται παλινδρομικά κατά τα δύο του πρόσωπα, η αγάπη, όμως, αυτή είναι εγκάθειρκτη στο διπολισμό της, δεν ξεφεύγει από το ασταμάτητο δούναι και λαβείν των πόλων της· το τρίτο πρόσωπο είναι που δίνει τη δυνατότητα διακλάδωσης της αγάπης και διοχέτευσής της και ως κτιστής ενέργειας έξω από τη θεία φύση. Δημιουργός, λοιπόν, του κόσμου και της ζωής είναι η Αγία Τριάδα. Η κατασκευή της ζωής είναι εξελικτική. Κάθε επόμενη βαθμίδα είναι προικισμένη με ένα παραπέρα πλεονέκτημα σε σχέση με κάθε προηγούμενη και ατελέστερη. Τα κτήνη έχουν τη θεληματική κίνηση έναντι των φυτών, αλλά και μεταξύ τους τη σταθερότητα, π.χ., τα σπονδυλωτά έναντι των ασπονδύλων, ή τη γέννηση ζωντανών τα θηλαστικά έναντι των ψαριών ή των πτηνών. Ο άνθρωπος έναντι των λοιπών θηλαστικών και, φυσικά, όλων των άλλων ζώων είναι προικισμένος με τη λογική σκέψη, αναπόσπαστο μέρος της οποίας είναι η ελευθερία της βούλησης. Η τελειότητα του ανθρώπου τον φέρνει εγγύς στη «μορφή» του Δημιουργού. Είναι πλασμένος κατ’ εικόνα του, αντίγραφό του, και προορίζεται να του μοιάσει ολοκληρωτικά, κατά χάρη, όχι, βέβαια, κατά φύση.
Έτσι, αναφορικά με τον άνθρωπο, η Εκκλησία δηλώνει πως ζωή είναι η πορεία του μέσα στη λοιπή κτίση, στη διάρκεια της οποίας τίθεται σε δοκιμασία η ελεύθερή του βούληση, αν επιλέγει, δηλαδή, την πραγματοποίηση του σχεδίου της Αγάπης του Δημιουργού του, και κατορθώνει να φτάσει στην ομοίωση με τον Πλάστη του.

ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ; ΠΩΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ;
Όχι πια! Υπήρξε ο θάνατος, ως συνέπεια της πτώσης του ανθρώπου, δηλαδή της απομάκρυνσής του από την πηγή της ύπαρξής του. Ο άνθρωπος, όταν σε μια πράξη αυτοκτονίας έκοψε το ομφάλιο λώρο που τον ζωοποιούσε μεταγγίζοντάς του ασταμάτητα την ενέργεια του Δημιουργού του, «αγόρασε» το θάνατο. Φορτώθηκε το δερμάτινο χιτώνα που έκτοτε λειτούργησε σαν παλαμάρι πρόσδεσής του στη φθορά, και άγκυρα πρόσφυσής του στον αφανισμό.
Ο θάνατος, ως αποτέλεσμα της άστοχης -αμαρτωλής- ενέργειας του ανθρώπου να αυτονομηθεί από το Θεό, έγινε ο κυρίαρχος κι αφέντης του που του στέρησε κυρίως εκείνο που επεδίωξε, την ανεξάρτητη ύπαρξή του. Ο άνθρωπος υποτάχτηκε στο θάνατο χωρίς ελπίδα γλιτωμού, μεταμέλειας και επανόδου στην πρώτη σχέση με το Δημιουργό του.
Για να το πούμε με δυο λόγια, θάνατος είναι η κατάσταση του ανθρώπου όταν είναι αποκομμένος από το Θεό. Νεκρός είναι όποιος επιμένει να βρίσκεται έξω από τη Βασιλεία του Θεού· και σήμερα ακόμα, δηλαδή δυο σχεδόν χιλιάδες χρόνια από τότε που καταργήθηκε ο θάνατος και εξουδετερώθηκε η κυριαρχία του πάνω στον άνθρωπο.
Λυτρώθηκε, με το θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού, ο άνθρωπος από την υποταγή του στον κατεξοχήν εχθρό του. Την Ανάσταση του Χριστού, αναπότρεπτη απόληξη του θανάτου του που ολοκλήρωσε την πορεία της ενανθρώπησής του. Ο θεάνθρωπος Χριστός πέθανε πάνω στο σταυρό, βγήκε ως άνθρωπος στον κόσμο του θανάτου, αλλά φέρνοντας μαζί του τη θεότητά του κατατρόπωσε το θάνατο. Σε ένα όμορφο ποίημα που ψάλλουμε στη λαμπρή γιορτή της Ανάστασης, ο Αδης, προσωποποίηση του θανάτου, παριστάνεται χαρούμενος να σπεύδει να αλυσοδέσει τον πεθαμένο Χριστό· όμως, τον περίμενε η εξολοθρευτική γι’ αυτόν έκπληξη: Θεῷ περιέτυχεν· και έπαθε ...αποπληξία. Όποιος, λοιπόν, προικίζεται την εν Χριστώ λύτρωση, μετά την είσοδό του στον κόσμο, με το έγκαιρο Βάπτισμα δεν έχει, εφόσον, βέβαια, παραμένει μέλος της Εκκλησίας, την παραμικρή πιθανότητα να συναντήσει ποτέ του το θάνατο.
Και η γιαγιά μου, που την κηδεύσαμε πριν χρόνια; Δεν έχει μετοικήσει στο βασίλειο του θανάτου; Όχι, βέβαια. Η γιαγιά μου βαφτίστηκε χριστιανή στην Εκκλησία του Αγίου Συνεσίου, στο Ριζοκάρπασο· απλώς κάποια στιγμή παροπλίστηκε, όπως τα καράβια που έχουν φάει τα ψωμιά τους, μπήκε στην αποθήκη έχοντας συμπληρώσει έναν κύκλο ζωής, εν αναμονή της κοινής Ανάστασης. Οι κεκοιμημένοι χριστιανοί αναπαύονται από τον κουραστικό βιολογικό κύκλο, προσδοκώντας την Ανάσταση, και απαρτίζουν προσωρινά τη θριαμβεύουσα Εκκλησία. Η σωματοψυχή τους διαχωρίστηκε πρόσκαιρα, ωσότου, όταν ηχήσουν οι σάλπιγγες της Ανάστασης, ανασυντεθεί στην αναστάσιμη σύνθεση. Το αναστημένο σώμα του Χριστού δεν πέρασε ανεμπόδιστο από τα οθώνια και το λίθο του μνημείου και την κλειδωμένη πόρτα του ανωγειού;
Μάλιστα, μερικοί χριστιανοί -άγιοι, βέβαια- προγεύονται την αφθαρσία του σώματός τους, ενώ των πλείστων, ως γνωστό, τα σώματα αποσυντίθενται. Το σώμα της Παναγίας Θεοτόκου ήταν το πρώτο ανθρώπινο που νίκησε τη φθορά. Μας είναι, όμως, πιο γνωστό το άφθαρτο σώμα του Αγίου Σπυρίδωνα, που φυλάσσεται στο ναό του, στην Κέρκυρα, προσμένοντας κι αυτό την ανάσταση, όπως και τα λείψανα όλων των άλλων μελών της Εκκλησίας, όπου γης κι αν βρίσκονται, όποια τύχη κι αν περίμενε το κουφάρι τους.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ;
Φυσικά! Αν δεν υπήρχε, δε θα υπήρχε ο κόσμος, η φύση, ο άνθρωπος, η κτίση. Η θεωρία της ...αυτόματης εμφάνισης του σύμπαντος, από όποια πλευρά και αν εξεταστεί φαντάζει ανεδαφική. Κι αν ακόμα υποθέσουμε ότι ένα, ας πούμε, μόριο αζώτου κι ένα μόριο οξυγόνου ταξίδευαν μια φορά κι έναν καιρό στο χάος κι έτυχε να συναντηθούν -τι σύμπτωση- και να ξεκινήσουν την παραγωγή του κόσμου, πάλι εγείρεται το ερώτημα πού βρέθηκαν αυτά τα δυο μόρια και ποιος τα ενεργοποίησε. Αν δε δεχτούμε πως στη βάση της ύπαρξης του κόσμου βρίσκεται μια ενέργεια έξω από τον κόσμο (το «κινούν ακίνητον»), που έδωσε, έστω, την πρώτη σπρωξιά για να ξεκινήσει η διαδικασία της οικοδόμησης του κόσμου, τότε οφείλουμε να παραδεχτούμε πως ο κόσμος δεν υπάρχει και, συνεπώς, δεν υπάρχουμε και μεις· αλλά αφού μπορούμε να κάνουμε αυτές τις σκέψεις, είναι αυταπόδεικτο πως υπάρχουμε, συνεπώς υπάρχει και η δύναμη που μας χάρισε την ύπαρξη.
Ωστόσο, η Εκκλησία δε μας διαβεβαιώνει απλά πως υπάρχει η ενεργητική δύναμη του Δημιουργού, αλλά προχωρεί παραπέρα, καθορίζοντας τη φύση του και τις ιδιότητές του.
Σχετικά με τη φύση του μας αποκαλύπτει πως είναι ενιαία και μοναδική, πλην όμως απαρτίζεται από τρία Πρόσωπα, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Ο Πατήρ αχρόνως γεννά τον Υιό συναΐδιο (δηλαδή δεν υπήρξε ποτέ ο Πατήρ χωρίς τον Υιό). Από τον Πατέρα, επίσης, εκπορεύεται (προκύπτει, αλλά δε γεννάται με τον τρόπο του Υιού) το Άγιο Πνεύμα. Ο Πατήρ είναι η αρχή, η πηγή, η αιτία της ύπαρξης του Υιού Λόγου και του Παρακλήτου Πνεύματος, αλλά δε διεκδικεί πρωτοπορία, εξασφαλίζοντας έτσι την παντοτινή ενότητα ζωής, θελήματος και ενέργειας της Αγίας Τριάδας.
Σχετικά με τις ιδιότητες, η Εκκλησία διευκρινίζει ότι γίνονται γνωστές μέσω της ιστορικής εμπειρίας του ανθρώπου· δεν είναι, δηλαδή, κάποιες θεωρητικές υποθέσεις και αφηρημένοι συλλογισμοί που συνέλαβε κάποιος θεολόγος, αλλά εμπειρικές πραγματικότητες που τις γεύτηκαν πλήθος αξιόπιστοι μάρτυρες. Η πιο καίριας σημασίας ιδιότητα της Αγίας Τριάδας είναι η φιλανθρωπία· αφότου τον δημιούργησε, ο Θεός παραμένει εραστής του ανθρώπου. Η ενανθρώπηση του Λόγου κατά την ευδοκία του Πατρός και με τη συνεργεία του Αγίου Πνεύματος, και η λύτρωση του ανθρώπου και του κόσμου από τις συνέπειες της αυτονόμησης και της συνεπακόλουθης πτώσης του, είναι η κατεξοχήν θεία φιλανθρωπία που γνώρισε η κτίση. Μια άλλη ιδιότητα της αγίας Τριάδας, εμφανής ως γενική εμπειρία κτιστής ενέργειάς της, είναι η κυβερνητική φροντίδα για τον κόσμο, τόσο σε επίπεδο παγκόσμιο (η ομορφιά του τριαντάφυλλου, το κελάηδημα του αηδονιού), όσο και σε επίπεδο πανανθρώπινο (η επιβίωση, η ανάπτυξη), και επίπεδο προσωπικό (η υγεία, η πρόοδος). Μια τρίτη ιδιότητα είναι εκείνη που στο Σύμβολο της Πίστης μας καθορίζεται με τις λέξεις «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών»· βιώνουμε την παρουσία του όλοι οι πιστοί από την ολοζώντανη εμπλοκή του στην καθημερινή ζωή μας, και το μαρτυρούν όλοι όσοι κατόρθωσαν την αγιότητα. Πάντως, δε διατίθεται ένας εξαντλητικός κατάλογος των ιδιοτήτων του Θεού, κι αυτό γιατί παραμένει λογικά απρόσιτος και «γνωρίζεται» μόνο με την εμπειρία της κοινωνίας μαζί του.
ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ;
Μερικοί εντάσσουν τον Κύριο Ιησού Χριστό ανάμεσα στους μεγάλους ιδρυτές θρησκειών και ζηλότυπα του δίνουν και την ...πρώτη θέση. Καθιέρωσε, ισχυρίζονται, την τελειότερη θρησκεία στον κόσμο· και είναι έτοιμοι με ένα πλούσιο επιχειρηματολογικό οπλοστάσιο, να αποδείξουν σε όποιον Κινέζο ισχυριστεί το ίδιο για τον Κομφούκιο πως έχει άδικο. Μπλέκονται έτσι σε μιαν ατέρμονα άσκοπη αναμέτρηση.
Ο θεάνθρωπος ήρθε στον κόσμο για να φέρει μια καινούρια, καλύτερη έστω, θρησκεία; Δηλαδή ένα βελτιωμένο τρόπο να τα φέρνουμε βόλτα με την ενοχή μας απέναντι στον Πλάστη; Όχι, βέβαια. Για κάτι τέτοιο θα αρκούσε, ας πούμε, ένας Σωκράτης. Η κένωση του Θεού με τέτοιο στόχο προβάλλει τουλάχιστον υπερβολική. Ο Υιός και Λόγος του Θεού ενανθρώπησε για να αναδημιουργήσει τον άνθρωπο, κατ’ ακρίβεια για να τον αναγεννήσει, να τον καταστήσει καινή κτίση, δηλαδή μια καινούρια δημιουργία, διαγράφοντας και εξαφανίζοντας την ίσαμε τότε αμαρτωλή πορεία του ανθρώπου ενάντια στο θέλημα της Αγίας Τριάδας. Ήρθε για να πάρει πίσω στην αφετηρία το ανθρώπινο γένος, να το επαναπατρίσει, να το ξαναφέρει στην ακώλυτη επικοινωνία και σχέση του με το Θεό, να του ξαναδώσει την αρχική ομορφιά του.
Οι θρησκείες ήταν -και είναι- ένας έμμεσος, αποσπασματικός και μερικός τρόπος επικοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό. Ορισμένοι εκλεκτοί και φωτισμένοι -θεόπνευστοι- εκπρόσωποι της ανθρωπότητας επινόησαν λιγότερο ή περισσότερο αποτελεσματικά συστήματα προσέγγισης του Θεού από τον απομακρυσμένο από τη χάρη του άνθρωπο. Με τα συστήματα αυτά πολλοί πέτυχαν -και σήμερα πετυχαίνουν ακόμα- να πλησιάσουν το Θεό και να τον λατρεύσουν, δηλαδή να αποδείξουν με εκδηλώσεις αφοσίωσης την πρόθεση, τη διάθεσή τους να αναστρέψουν την αμαρτωλή πορεία. Μόνο, όμως, ίσαμε το σημείο αυτό. Κανένα θρησκευτικό σύστημα δεν είναι ικανό να προσκομίσει τον άνθρωπο στο θρόνο του Θεού.
Η Εκκλησία δεν είναι φορέας ή διεκπεραιωτής μιας ακόμα θρησκείας. Είναι ο φορέας του σωτήριου-λυτρωτικού έργου του θεανθρώπου. Και αυτό το λυτρωτικό έργο περιλαμβάνει και την απαλλαγή του ανθρώπου από την ανάγκη για θρησκεία. Γιατί είναι ο παλαιός άνθρωπος, ο πεσμένος, ο επαναστατημένος, ο κατάκριτος και ένοχος που χρειάζεται τη θρησκεία· για να μετριάζει την ενοχή του, για να κατευνάζει τις θύελλες μέσα του, να αμβλύνει την οδύνη του χωρισμού του από το Θεό. Ο καινός άνθρωπος, ο αναγεννημένος με το Βάπτισμα και υιοθετημένος κληρονόμος της Βασιλείας του Θεού, δεν έχει χρεία των συμπτωματικών φαρμάκων που προσφέρουν οι θρησκείες, γιατί είναι οριστικά θεραπευμένος με το φάρμακο της αθανασίας, το Αίμα του Χριστού. Παραμένοντας συνδεδεμένος στην Εκκλησία, ζώντας στη μάντρα των λογικών προβάτων της, βιώνοντας το μυστήριό της, ανανεώνοντας καθημερινά την προσήλωσή του στο σωτήριο μήνυμά της, είναι ελεύθερος και από άλλα εξόχως ενοχλητικά, και από τη δουλεία της ενοχής που απαιτεί και επιβάλλει τη θρησκεία.
Πρέπει, βέβαια, να πούμε πως η Εκκλησία δεν είναι εναντίον των θρησκειών. Αντίθετα, κοιτάζει με συμπάθεια τα εκατομμύρια των ανθρώπων που και σήμερα, δυο χιλιάδες χρόνια μετά την ίδρυσή της, έχουν ακόμα ουσιαστική και αδήριτη ανάγκη να θρησκεύουν, και προχωρεί, με την ιεραποστολή, στον ευαγγελισμό της ανθρωπότητας και την ολοκληρωτική, συνεπακόλουθα, κατάργηση των θρησκειών.
Εύλογα θα διερωτάται ο καθείς: και η Λατρεία της Εκκλησίας, που νυχθημερόν τελείται και αδιάκοπα επαναλαμβάνεται, πού αποβλέπει, και δεν είναι εκδήλωση θρησκευτική; Η Λατρεία της Εκκλησίας υπάρχει και εκδηλώνεται ως δοξολογία του Θεού για τη λύτρωση του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου, ως ανταποδοτική ευχαριστία στην άπειρη αγάπη της Αγίας Τριάδας για την ανθρωπότητα, και ως ικεσία για την διασφάλιση του κεκτημένου της σωτηρίας από τους πιστούς, και το άπλωμα της Εκκλησίας στους εκτός αυτής αδελφούς ανθρώπους.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΣΤΗ;
Τρόπος διαπροσωπικών σχέσεων που θεμελιώνονται στο στοιχείο της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Όταν ένα πρόσωπο μας εμπνέει με τη δύναμη, την τιμιότητα, την ειλικρίνεια ή τη συνέπειά του εμπιστοσύνη, λέμε ότι διαθέτει πίστη. Αν μας ζητήσει δανεικά, δε θα του αρνηθούμε· αν μας γυρέψει πίστωση, θα του παραχωρήσουμε χωρίς δισταγμό. Ένας επιχειρηματίας που είναι καθαρός στις δουλειές του διαθέτει εμπορική πίστη· ο καθένας στην αγορά είναι πρόθυμος να συνεργαστεί μαζί του. Πίστη, συνεπώς, είναι η ακλόνητη βεβαιότητα στη θετική ανταπόκριση του άλλου κάθε φορά που επικοινωνούμε μαζί του. Ένας φίλος χαρακτηρίζεται πιστός, αν έχουμε δοκιμάσει την ασφάλεια ή τη χαρά που εγγυάται η παρουσία του.
Η πίστη είναι απαραίτητο συστατικό της κοινωνικής ζωής, από την πιο απλή εκδήλωσή της ίσαμε την πιο περίπλοκη. Μετρήστε πόσες -χιλιάδες;- φορές την ημέρα εκδηλώνετε στη ζωή σας την πίστη. Αν δεν τη διαθέτατε, ας πούμε, ούτε που θα τολμούσατε να μπείτε σε ανελκυστήρα. Όταν τον χρησιμοποιείτε για να ανεβείτε τρεις ορόφους, δίνετε εμπιστοσύνη στον κατασκευαστή και το συντηρητή πως το συρματόσκοινο κρατεί καλά, δίνετε πίστη στον πάροχο ηλεκτρικού ρεύματος πως δε θα σταματήσει τη ροή του κλπ κλπ. Κι όμως πολλοί έχουν εγκλωβιστεί και ταλαιπωρηθεί σε τέτοια μηχανήματα· θα είχατε κάθε λόγο να μη δώσετε πίστη σε όλους αυτούς που σας προσφέρουν τον ανελκυστήρα. Πόσοι γάμοι ναυάγησαν, κι όμως δώσατε ή θα δώσετε πίστη σε ένα σύντροφο. Κάθε μέρα θρηνούμε θύματα των τροχών, κι όμως με ατράνταχτη πίστη στο δικό μας μηχανικό, το δικό μας οδηγό κι όλους τους οδηγούς που θα συναντήσουμε στο αντίθετο ρεύμα, ξαναταξιδεύουμε. Χωρίς πίστη θα έπρεπε να μένουμε κλεισμένοι στο σπίτι μας· τι λέω! Μπαίνουμε στο σπίτι μας γιατί δίνουμε πίστη στον αρχιτέκτονα που μας το κατασκεύασε, πως δε θα καταρρεύσει.
Ε, λοιπόν, αυτό το ψωμοτύρι της καθημερινής μας ζωής υπάρχει ένας τομέας που το αρνούμαστε πεισματικά, το θεωρούμε ακατόρθωτο και προτιμούμε τα ...μαρουλόφυλλα. Όταν, δηλαδή, αναφερόμαστε στην πίστη στο Θεό, ξεχνάμε πως αυτός είναι που κατεξοχήν και επανειλημμένα έχει αποδειχτεί συνεπής στις επαγγελίες του, και παριστάνουμε πως νομίζουμε πως μας ζητιέται ανεξέταστη αποδοχή θεωρητικών ή ιδεολογικών θέσεων που πρέπει να τις αγοράσουμε, μάλιστα, με κλειστά μάτια. Κάθε άλλο, βέβαια. Η πίστη στο Θεό είναι ίδια με την εκδήλωση εμπιστοσύνης του παιδιού στον πατέρα του. Ποιο είναι το πλήρωμα της καρδιάς ενός παιδιού που το κρατά από το χέρι ο πατέρας του; Έτσι κι ο πιστός: εμπιστεύεται βαθιά, ολοκληρωτικά τον Πλάστη του, τον ουράνιο Πατέρα του, και αφήνεται ανέμελος στη διακυβέρνησή του. Εκείνο που χαρακτηρίζει τον πιστό δεν είναι αποδοχή «αληθειών», αλλά η εμπειρία της αγαπητικής σχέσης με το Δημιουργό· είναι η εμπειρία των κτιστών καταρχήν, αλλά και των άκτιστων, σε προχωρημένο στάδιο, ενεργειών της Αγίας Τριάδας· είναι η βίωση της ερωτικής κοινωνίας με το ζωντανό Θεό.
Δίκαια θα διερωτηθεί ο καθείς: Και πώς κατορθώνεται η σχέση με το Θεό; Για τους χριστιανούς έχει ήδη κατορθωθεί! Είμαστε βαπτισμένοι· μετέχουμε στην Εκκλησία. Αν δεν το αισθάνεστε, δε μένει παρά να πάρετε βαθιά ανάσα και να σταματήσετε την εγωκεντρική αντίσταση. Πείτε μπροστά σε ένα ανθισμένο κυκλάμινο το «δοξάζω σε Θεέ μου» μαζί με τη γιαγιά σας, χαρείτε το δροσερό αεράκι την αυγουστιάτικη νύχτα με ένα «δόξα σοι, Κύριε», ακολουθήστε τους ήχους της καμπάνας το κυριακάτικο πρωινό τραγουδώντας το «Θεός, Κύριος και επέφανεν ημίν». Τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους, ή σωστότερα θα σας ...αποσταλούν συστημένα, ίσαμε τη θέα του ακτίστου φωτός της Μεταμορφώσεως· αρκεί να σταματήσετε την αντίσταση, δηλαδή την προβολή του ατομικού θελήματος κόντρα στο θέλημα του Θεού, και να λέτε διαρκώς μαζί με τη Θεοτόκο: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου».
ΠΟΙΟ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟ ΕΧΕΙ Ο ΒΙΟΣ ΜΑΣ;
Τον ίδιο που έχουν και τα κρινάκια! Χρειαζόμαστε σπουδαιότερο; Τη δόξα, τη φανέρωση του Δημιουργού μας. Μας φθάνει και μας περισσεύει. Και γιατί, δηλαδή, να παριστάνουμε πως είμαστε περιπλοκότεροι από τα κρινάκια; Όπως εκείνα, έτσι και εμείς οι άνθρωποι αποτελούμε μέρος μοναδικό της κτίσης, και η παρουσία μας μέσα σ’ αυτήν, όπως και των αηδονιών και των σαλιγκαριών, είναι απαραίτητη. Όχι μόνο, όπως θα ισχυριζόταν ένας ψιλός οικολόγος, για να διατηρείται η ισορροπία της φύσης, αλλά, κυρίως, για να συντηρείται αλώβητη η φανέρωση της Αγίας Τριάδας μέσα στον κόσμο.
Βέβαια, ο κοινός αυτός προορισμός όλων των κτιστών διαφοροποιείται ανάλογα και σχετικοποιείται με το ρόλο που το καθένα τάχθηκε, βάσει του σχεδίου του Δημιουργού, να διαδραματίζει μέσα στη κτίση. Και εδώ είναι που ο άνθρωπος έχει το πλεονέκτημα· που τον καθιστά πολυτιμότερο από τα άλλα δημιουργήματα. Ο ρόλος του είναι να βασιλεύει μέσα στη κτίση· δηλαδή να την ελέγχει, να την φροντίζει, και να την χρησιμοποιεί. Ο ρόλος του είναι να εκπροσωπεί το Δημιουργό μέσα στη δημιουργία. Γιαυτό και πλάστηκε ομοιόμορφος με το Θεό. Γιαυτό και είναι το μόνο κτίσμα που είναι σε θέση να επικοινωνεί με το Θεό. Γιαυτό, απλά, είναι πρόσωπο, δηλαδή ικανός για απευθείας σχέση. Ο ρόλος του είναι να ιερατεύει, δηλαδή να αναφέρει την κτίση στον Κτίστη. Και γι’ αυτό η υπόλοιπη κτίση μόνο μέσω του ανθρώπου επικοινωνεί με το Θεό.
Αυτός ο εξειδικευμένος ρόλος και η συγκεκριμένη πλάση του ανθρώπου φορτίζουν τον προορισμό του με ένα σημαντικό παρεπόμενο.
Δηλαδή, για να συνοψίσουμε, ο κάθε άνθρωπος υπάρχει για να αποτελεί φανέρωση του Θεού, και για να εκπροσωπεί ως βασιλιάς τον Κτίστη μέσα στην κτίση και ως ιερεύς την κτίση απέναντι στον Κτίστη. Και το κάτι ακόμα. Ο Θεός είναι Αγάπη, και ενεργεί ως Αγάπη· φυσικά, λοιπόν, και ο άνθρωπος, ο θεόμορφος και θεοειδής, μόνο ως Αγάπη προορίζεται να υπάρχει και να εκδηλώνεται. Πρόκειται περί ενός κατασυνέπεια ήθους που απαιτείται να εμφανίζει ο άνθρωπος εξαιτίας της καταγωγής του. Και το ήθος του καθενός είναι κατόρθωμα· ο καθένας είναι υπεύθυνος για το ήθος του, δηλαδή τη συμπεριφορά του, επειδή είναι ελεύθερος να επιλέγει ανάμεσα σε εναλλακτικές συμπεριφορές, στην πραγματικότητα ανάμεσα σε δυο συμπεριφορές· την πραγματοποίηση του σχεδίου του Θεού, και την αμαρτία, την αντίσταση στο σχέδιο και το θέλημα του Θεού.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, προορίστηκε να συμπεριφέρεται ως Αγάπη προς πάσαν κατεύθυνση. Όμως, επέλεξε λάθος ήθος. Την ώρα που έκαμε χρήση της ελευθερίας του, την κρίσιμη ώρα, αρνήθηκε την Αγάπη και αποσχίστηκε, συμπαρασύροντας στην απώλεια και το βασίλειό του, τον κόσμο. Η κατάσταση απαιτούσε επανόρθωση. Ο φιλάνθρωπος Θεός-Αγάπη θέλει να ξαναδώσει ευκαιρία επιλογής. Ενανθρώπηση, λοιπόν, του Θεού· και αναγέννηση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος μετά Χριστόν, απαλλαγμένος από το βάρος της πρώτης, αμαρτωλής, επιλογής ξανατοποθετείται ανανεωμένος μπροστά στο δίλημμα.
Αδιάκοπος σκοπός του να επιλέγει την υποταγή στο Θεό και την αποταγή του όποιου αντίθεου θελήματός του. Αδιάκοπος σκοπός του να αγαπά τον κόσμο γύρω του χωρίς περιορισμούς και χωρίς ανασχέσεις.

ΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΓΗΣ ΜΑΣ;
Πριν δυο χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι που κατοικούσαν γύρω από τη Μεσόγειο, οι πρόγονοι οι δικοί μας, πίστευαν πως ήταν μόνοι στο κόσμο. Η οικουμένη τους οριζόταν από τους ωκεανούς νερού και άμμου που περιβάλλουν τη γλυκιά μας θάλασσα. Τα άστρα στον ουρανό γι’ αυτούς ήταν διακόσμηση προς χάρη τους, για να ’ναι ...ρομαντικές οι νύχτες. Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες η κοινή αυτή αντίληψη δεν είχε ουσιαστικά μεταβληθεί· όλοι, βέβαια, ήξεραν τους Γιαπωνέζους και τους Αμερικάνους και τους Αυστραλούς, αλλά τα αστέρια φάνταζαν κάτι σαν τρύπες στον τεράστιο σκοροφαγωμένο θόλο του ουρανού. Σήμερα, όμως, δεν υπάρχει άνθρωπος, γύρω από τη μεσόγειο τουλάχιστον, που να μην ξέρει τι περίπου είναι τα αστέρια. Δεν υπάρχει, όμως, οποιοσδήποτε στον κόσμο που να μπορεί σήμερα να μας ενημερώσει έγκυρα για το τι θα συναντήσουμε όταν με το καλό ταξιδεύσουμε έξω από την αστρική γειτονιά μας. Υποθέσεις κάνουμε πολλές· η φαντασία μας δικαιούται να φτερουγίζει ανεμπόδιστα· όμως, το υπαρξιακό ερώτημα παραμένει ακέραιο: τι εκπλήξεις μας επιφυλάσσει το σύμπαν; Κι αν υπάρχουν λογικά πλάσματα κάπου σ’ αυτό, ισχύει γι’ αυτά ό,τι και για μας, αναφορικά με τη δημιουργία τους; Και το λυτρωτικό μήνυμα του Χριστού τους αφορά;
Στην Εκκλησία δεν υπάρχουν υπαρξιακά προβλήματα· τη θέση τους παίρνει η πίστη στο στοργικό Πατέρα που όλα τα διευθετεί με σοφία και φιλανθρωπία. Αν οι αστροναύτες σε εκατό χρόνια διαπιστώσουν πως στο ...Α του Κενταύρου κατοικούν λογικά όντα θα οργανώσουμε αμέσως ιεραποστολή. Όπως έκαναν τον 6ο αιώνα οι Σύριοι χριστιανοί μόλις έμαθαν πως κατοικούσαν άνθρωποι πέραν του Ινδού ποταμού· και έφτασαν στη Χσι-αν-Φού, την τότε πρωτεύουσα της Κίνας· και κήρυξαν το Ευαγγέλιο. Μερικές φορές, ίσως, αντιμετωπίσαμε την ειρωνική δήλωση πως ο Χριστιανισμός θα ξοφλήσει, μόλις αποφασίσουν να αποβιβαστούν οι επιβάτες των UFO. Αντίθετα· τότε είναι που θα αποκτήσει εντονότερη επικαιρότητα, γιατί θα πρέπει, πιστός στη σταθερή προοπτική της Εκκλησίας, να ευαγγελιστεί τους νεοφερμένους, κι αυτοί να μεταφέρουν το μήνυμα της λύτρωσης στους κόσμους τους, όπως έγινε τον 1ο αιώνα με τους Κύπριους που βρέθηκαν στην Αντιόχεια, άκουσαν και ενστερνίστηκαν το κήρυγμα, και ήρθαν στην πατρίδα να το μεταδώσουν.
Η απάντηση, λοιπόν, της Εκκλησίας δεν είναι «υπάρχει ετούτο ή εκείνο», ή «δεν υπάρχει το ένα ή το άλλο»· αυτά δεν την απασχολούν γιατί δεν έχουν και σημασία πέραν της περιέργειας· την απασχολεί μόνο η αποστολή της: η διαχρονική και διατοπική εκπροσώπηση της σωτηρίας. Ό,τι και να υπάρχει, ό,τι και να έχει δημιουργήσει η αγάπη του Θεού στο σύμπαν είναι καλοδεχούμενο· το δεχόμαστε με την αδερφική χαρά που ταιριάζει σε παιδιά του ίδιου πατέρα, τα οποία, επιτέλους, κατόρθωσαν να συναντηθούν. Εμείς οι χριστιανοί αγαπούμε τα αστέρια του ουρανού όπως αγαπούμε και τα κυκλάμινα του Πενταδακτύλου, αγαπούμε τα ζωντανά του σύμπαντος όπως αγαπούμε τους ανθρώπους της Γης, τους εγγύς και τους μακράν, με την αγάπη που γίνεται χρήσιμη στους αποδέκτες της, με την αγάπη που δεν αισθάνεται να κινδυνεύει από τον απέναντι άλλο, γιατί ξέρει πως ο κάθε άλλος δεν είναι εχθρός και συμφορά, αλλά φίλος και χαρά.

ΤΙ ΤΗ ΘΕΛΑΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ;
Ο Πλάστης της κτίσης δημιούργησε ολόκληρο τον υλικό κόσμο οικοδομώντας τον με άπειρη σοφία πάνω σε μια θαυμαστή εξελικτική κλίμακα. Το ανθρώπινο γένος είναι το τελευταίο σκαλοπάτι της, το είδος το προικισμένο με το κορυφαίο, το πιο εκλεπτυσμένο χαρακτηριστικό. Διατηρώντας ο άνθρωπος τα ουσιώδη από τα στοιχεία των ατελέστερων ειδών (υλική σύσταση, λειτουργία οργανισμού, κεντρικός έλεγχος των οργάνων από τον εγκέφαλο, ενστικτώδης αντίδραση στις προκλήσεις του περιβάλλοντος κλπ), είναι πλουτισμένος και με το ιδιαίτερο γνώρισμα που είτε το πούμε διανοητικότητα, ή πνευματικότητα, ή λογική, ή κρίση, το ίδιο περίπου εννοούμε· ότι, δηλαδή, ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να κατευθύνει τις ενέργειές του υποτάσσοντάς τις σε στόχους που θέτει κατόπιν επιλογών.
Οι στόχοι αυτοί αποβλέπουν τόσο στην εξασφάλιση της επιβίωσής του, όσο και στην α) επίτευξη της προκοπής του –γιαυτό ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα στον κόσμο που προοδεύει, β) στην πραγμάτωση της αναψυχής του –είναι το μόνο πλάσμα που επιδίδεται στον αθλητισμό, την τέχνη κ.τ.ό, και γ) στην επικοινωνία του με τον Πλάστη –είναι το μόνο πλάσμα που προσεύχεται.
Είναι φανερό πως στην εξελικτική πορεία των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των ειδών της κτίσης, το ανθρώπινο γνώρισμα δεν μπορούσε παρά να περιέχει το στοιχείο της δυνατότητας επιλογών. Αλλιώτικα η εξελικτική κλίμακα της κτίσης θα έμενε λειψή, στους πιθήκους. Ο Δημιουργός, όμως, στο ξεχείλισμα της αγάπης του εκδήλωσε την πρόθεση να εξαντλήσει όλη την κλίμακα των χαρακτηριστικών, ίσαμε τα όρια της άυλης ζωής. Ο άνθρωπος έπρεπε να είναι τοποθετημένος «βραχύ τι παρ’ αγγέλους». Να συγγενεύει ουσιαστικά με τον πνευματικό κόσμο και έτσι να βρίσκεται εγγύτατα στη θεία φύση. Η ελευθερία της βούλησης, δηλαδή η δυνατότητα επιλογής, είναι η επόμενη, η αναγκαία εξελικτική βαθμίδα για να συμπληρωθεί η ακέραιη ανάπτυξη των ειδών του υλικού κόσμου, ίσαμε τα όρια του πνευματικού.
Βέβαια, η προίκα κάθε κτίσματος συνεπιφέρει και αντίστοιχους κινδύνους. Όσο πιο πολύτιμη, μάλιστα, τόσο μεγαλύτερους. Η ειδική προίκα του ανθρώπου, η πολυτιμότατη, συνεπάγεται και το μέγιστο κίνδυνο. Αφού ο άνθρωπος μπορεί να επιλέγει και να αποφασίζει την πορεία του, είναι ενδεχόμενο να προχωρήσει θετικά ή αρνητικά προς τον προορισμό του. Γιαυτό ο άνθρωπος είναι το μόνο υλικό κτίσμα που μπορεί να αμαρτήσει, να ξεφύγει, δηλαδή, από τον ταγμένο από το Θεό σκοπό της ύπαρξής του και να αυτονομηθεί. Τρομακτική η οχληρία. Εξαίσια, όμως, η πιθανή επιτυχία. Αν ο άνθρωπος επιλέξει τη σύμπλευση με το θέλημα του Δημιουργού του, πόση η αγαλλίαση! Δεν είναι μειονέκτημα η ελευθερία της βούλησης, είναι μόνο ριψοκινδύνευση. Ριψοκινδύνευση που προσδίδει ηθικό μεγαλείο στην ορθή επιλογή.
Κύρια, λοιπόν, φροντίδα του ανθρώπου είναι να αξιοποιήσει θετικά τη δυνατότητά του να επιλέγει, και πραγματοποιώντας τον προορισμό του ως πλάσμα του Θεού, να φτάσει να καταστεί θεός κατά χάριν. Εφόσον το καταφέρει, δικαιώνεται πλήρως ο προικισμός του με την ελευθερία της βούλησης.

ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΕΙΚΟΝΙΖΟΥΜΕ ΤΟ ΘΕΟ ΝΑ ΜΑΣ ΜΟΙΑΖΕΙ;
Ο Θεός είναι πνεύμα, δεν έχει υλική σύσταση και επομένως είναι άμορφος, αφού η μορφή προϋποθέτει τη σταθερότητα της ύλης. Όμως, η ακράτητη διάθεση του ανθρώπου να εικονίσει με τη ζωγραφική, τη χαρακτική ή την πλαστική τον κτίστη του, για να τον φέρει κοντά του, δεν μπορούσε διαφορετικά να βρει διέξοδο παρά με την πρόκριση της απόδοσης σ’ αυτόν της ανθρώπινης μορφής. Στις διάφορες θρησκείες έγιναν κάποιες απόπειρες να αποδοθεί στο Θεό αλλότρια μορφή, συνήθως ενδυναμωμένου ανθρώπου (π.χ. με πολλά χέρια ) ή κράματος ζώων, για συνοψιστούν σε ένα όλα τα γνωρίσματα δύναμης, αλλά καμιά δεν ικανοποίησε τον άνθρωπο όσο ένας Απόλλωνας ή μια Αφροδίτη, απλά εξιδανικευμένος άνθρωπος.
Η Εκκλησία εικονίζει το Θεό με την ανθρώπινη μορφή, όχι διότι ο Θεός είναι, έστω και μόνο στη μορφή, άνθρωπος, αλλά επειδή ο Θεός έ γ ι ν ε άνθρωπος. Εμείς οι χριστιανοί της Ανατολής εικονίζουμε το Θεό μόνο με το πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Λόγου. Δηλαδή, στο μέτρο που ανέλαβε την ανθρώπινη μορφή μέσα στην ιστορία. Πάντοτε στις εικόνες του Θεού αναγράφονται τα γράμματα IC XC, τα οποία σημαίνουν Ιησούς Χριστός, δηλαδή, ο θεάνθρωπος Υιός του Θεού, ο υιός της Παρθένου Μαρίας, της Υπεραγίας Θεοτόκου. Οι πιο διαδεδομένες εικόνες είναι του Παντοκράτορα που ιστορείται συνήθως στους τρούλους των ναών, του Ευλογούντος βασιλέως, η οποία προτιμάται για τις φορητές εικόνες του εικονοστασίου, του Παλαιού των ημερών και του Αγγέλου της Μεγάλης Βουλής, που συχνά τοιχογραφούνται στις δύο εκατέρωθεν κόγχες του Ιερού. Η αναφορά γίνεται στις προσωπογραφίες, διότι οπωσδήποτε οι ιστορικές παραστάσεις (π.χ. η Θριαμβευτική είσοδος στα Ιεροσόλυμα) είναι κατά κάποιο τρόπο στιγμογραφίες γεγονότων της επίγειας παρουσίας του θεανθρώπου και δεν εγείρουν το πρόβλημα της εξεικόνισης του άυλου Θεού. Επίσης, δεν εγείρουν πρόβλημα οι «εικονογραφικές λύσεις» (ακτίνα, περιστερά, λαμπρή δόξα) που επινόησαν οι αγιογράφοι για να δηλώσουν την παρουσία του Τριαδικού Θεού σε γεγονότα όπως η Βάφτιση του Χριστού ή η Μεταμόρφωση.
Θείας ιστορικής παρέμβασης αναπαράσταση θεωρείται και η μοναδική συμβολική εικόνα της Αγίας Τριάδας που γνωρίζει η Ανατολή. Πρόκειται για τη «Φιλοξενία του Αβραάμ». Στην Παλαιά Διαθήκη (Γένεση 18,1-15) αναφέρεται ότι, όταν ο γενάρχης του Ισραήλ είχε στημένη τη σκηνή του στη δρυ Μαμβρή, δέχτηκε την επίσκεψη τριών αγγέλων που τους φιλοξένησε με αβρότητα. Σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς Πατέρες, οι τρεις αυτοί άγγελοι συμβολίζουν τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Οι αγιογράφοι αξιοποίησαν αυτή την ερμηνεία δημιουργώντας τον εικονογραφικό τύπο της «Φιλοξενίας», όπου τρεις όμοιοι, ντυμένοι, όμως με διαφορετικού χρώματος ενδύματα, άγγελοι κάθονται σε γεύμα και υπηρετούνται από τον Αβραάμ και τη Σάρα.
Είναι γεγονός ότι στη Δύση οι παπικοί άφησαν τη φαντασία των ζωγράφων να οργιάσει στη διακόσμηση των ιερών χώρων, έτσι που ο ανθρωπομορφισμός του Θεού Πατρός πήρε διαστάσεις. Είναι επίσης γεγονός, ότι κάποιες από τις ζωγραφιές αυτές βρήκαν θαυμαστές (όχι της καλλιτεχνικής τους αξίας - αυτή είναι άλλο θέμα) και στην Ανατολή, έτσι που βρεθήκαμε με κρεμασμένες, ακόμα και σε ναούς, κορνίζες που δήθεν παριστάνουν τον τριαδικό Θεό.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν εικονίζει ανθρωπόμορφα το Θεό Πατέρα ή το Πανάγιο Πνεύμα ή την Αγία Τριάδα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εικονίζει ως άνθρωπο τον ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού, για να υπομιμνήσει συνεχώς στους πιστούς την κένωση του Θεού, δηλαδή την εξαιτίας της άπειρης φιλανθρωπίας του πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης με τη γέννησή του από τη Θεοτόκο.

ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΤΟΥΣ ΜΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ;
Εμείς ξέρουμε σίγουρα τι περιμένει τα μέλη της Εκκλησίας: ό,τι δικαιούνται να αναμένουν τα υιοθετημένα τέκνα ενός αγαθού πατέρα. Τώρα, τι θα γίνει με όλους εκείνους τους ανθρώπους που α) έζησαν στη Γη πριν την ενανθρώπηση του Θεού, και β) έζησαν και ζουν σε χώρες όπου δε διαδόθηκε ακόμα το Ευαγγέλιο, μόνο ο φιλάνθρωπος κυβερνήτης του κόσμου μπορεί να γνωρίζει. Εμείς έχουμε απλώς κάποιες ενδείξεις ως αφορμές της σκέψης μας. Άλλωστε, αυτό που μας αφορά καίρια είναι η πιστότητα του Θεού στις επαγγελίες του προς όσους τον εμπιστεύονται. Αν επιδοθούμε στην εξαντλητική διερεύνηση του τι σκοπεύει να κάμει με τους υπόλοιπους, κινδυνεύουμε να μοιάσουμε με κείνους τους εργάτες της παραβολής, οι οποίοι διαμαρτύρονταν, άδικα ασφαλώς, επειδή ο εργοδότης, αφού τους έδωσε για την εργασία τους την αμοιβή που συμφώνησε μαζί τους, θέλησε να πληρώσει εξίσου και άλλους τους οποίους δεν κάλυπτε η ίδια συμφωνία (Ματθαίος 20,1-16).
Η πρώτη βασική ένδειξη που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη είναι πως ο Θεός δε γνωρίζεται ...φιλοχριστιανός, αλλά φιλάνθρωπος, τόσο φιλάνθρωπος που έγινε άνθρωπος. Έχουμε υποχρέωση να αντιλαμβανόμαστε πως η Αγάπη του Θεού δεν εξαντλείται σε μας τους τυχερούς που γεννηθήκαμε σε χριστιανικό περιβάλλον. Αν, μάλιστα, από μας τους ατελείς ζητά να αγαπούμε τους εχθρούς μας και όχι μόνο τους οικείους μας, θα έχουμε το θράσος να του προσάψουμε -άπαγε της βλασφημίας- έλλειψη τέλειας αγάπης προς τεράστια αθροίσματα ανθρώπων που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να διαμορφώσουν στάση απέναντί του; Εξάλλου, οι αγαπητικές ενέργειες του Θεού απευθύνθηκαν και απευθύνονται και στον κάθε άνθρωπο προσωπικά, αλλά παράλληλα και στο ανθρώπινο γένος, την ανθρωπότητα ως σύνολο. Και η ανθρωπότητα δεν περιορίζεται, χρονικά και τοπικά στα δυο χιλιάδες χρόνια γύρω από τη Μεσόγειο. Με αυτά τα δεδομένα έχω κάποιο έρεισμα να ε λ π ί ζ ω πως κάπου στη Βασιλεία των Ουρανών θα συναντήσω τον αδελφό Βιετναμέζο που πέθανε αβάφτιστος.
Μια δεύτερη ένδειξη παρέχει το περιεχόμενο της εκκλησιαστικής αλήθειας σχετικά με την εις άδου κάθοδο του Χριστού. Μετά το θάνατο πάνω στο σταυρό, ο Κύριος Ιησούς Χριστός κατήλθε στη χώρα του θανάτου για να συντρίψει τελειωτικά τον έσχατο εχθρό του ανθρώπου. Δέσμιοι του θανάτου, λείψανα, πραγματικοί μοιραίοι νεκροί, ήταν τα εκατομμύρια των ανθρώπων που είχαν, ίσαμε τότε, αποθάνει. Κήρυξε τη Λύτρωση και σ’ αυτούς. Δεν ξέρουμε αν αποδέχτηκαν, πόσοι και ποιοι, το κήρυγμα. Όμως, ξέρουμε πως τους δόθηκε η ευκαιρία. Ειδικά για τους Ισραηλίτες θρησκευτικούς ταγούς η Εκκλησία αισθάνεται βέβαιη πως αποδέχτηκαν τη Λύτρωση, τόσο βέβαιη που τους ονομάζει Δίκαιους και τους γιορτάζει μαζί με τους Αγίους της. Και δεν έχουμε κανένα λόγο, άλλωστε, να υποθέσουμε πως ο αθηναίος φιλόσοφος Πλάτων ή ο κινέζος Κομφούκιος έμειναν μακριά. Γιατί, λοιπόν, να μην ε λ π ί ζ ω πως σε κάποια αλέα του παραδείσου δε θα συναντήσω κάποτε το Σωκράτη να διαλέγεται, περισσότερο από ποτέ πεπεισμένος για την ορθότητα του δρόμου που επέλεξε; Όμως, η ευκαιρία που δόθηκε στους νεκρούς της προχριστιανικής εποχής, δημιουργεί, μάλλον, ένα προηγούμενο. Δικαιούνται μια ευκαιρία και όσοι απέθαναν χωρίς να ακούσουν το Ευαγγέλιο. Δεν μπορεί να τιμωρηθούν αυτοί επειδή κάποιοι άλλοι, οι εντεταλμένοι (Ματθαίος 28,19) δε φρόντισαν να τους πληροφορήσουν για τη δυνατότητα της εν Χριστώ σωτηρίας.
Ας μείνουμε ώς εδώ. Η απεριόριστη Αγάπη του Θεού ασφαλώς προβλέπει ό,τι καλύτερο και για μας και για τους μη Χριστιανούς· ή για να το πούμε κάπως φιλοσοφικότερα, και για τους εν ενεργεία και για τους εν δυνάμει χριστιανούς: κάθε άνθρωπος που χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να ανταποκριθεί, δεν υπήρξε χριστιανός, δικαιούται, τουλάχιστον, να δοκιμαστεί!

ΓΙΑΤΙ ΒΑΦΤΙΖΟΜΑΣΤΕ ΤΟΣΟ ΜΙΚΡΟΙ;
Σωστό! Γιατί να μην περιμένουμε να μεγαλώσουμε αρκετά, να «κόψει ο νους μας», να βάλουμε κάτω τα πράγματα να τα σκεφτούμε διπλά, να ζυγίσουμε τα υπέρ και τα κατά, και να πάρουμε την πρέπουσα απόφαση; Γιατί να μην κάνουμε, ακόμα, όπως οι αρχηγοί των πρωτόγονων λαών της Ασίας, που όταν κατέφθαναν το Μεσαίωνα στα όρια επιρροής της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και δέχονταν τους ιεραποστόλους της Εκκλησίας και συγχρόνως κάποιους κήρυκες θρησκειών της Μέσης Ανατολής, Ιουδαίους και Μουσουλμάνους κυρίως, τους ζητούσαν να οργανώσουν δημόσια συζήτηση αντιπαράθεσης των πεποιθήσεών τους για να κρίνουν και να αποφασίσουν με ποιους θα ήταν συμφερότερο για το λαό τους να συνταχθούν; Έτσι, άλλωστε, θα αναδεχόμασταν και την ευθύνη της απόφασής μας, και θα δείχναμε, ίσως, την αρμόζουσα συνέπεια, αφού ενσυνείδητα και «κατόπιν ωρίμου σκέψεως», με επίγνωση της σχετικής βαρύτητας θα αναλαμβάναμε τη χριστιανική ιδιότητα.
Καλά όλα αυτά, πιθανόν και άγια. Έλα, όμως που στη ζωή δε γίνονται έτσι τα πράγματα! Ας πούμε πως η μητέρα μας έχει ένα ωραίο περιβόλι και θέλει να μας το μεταβιβάσει· θα της πουν στο κτηματολόγιο πως πρέπει να περιμένει να γίνουμε δεκαοχτώ χρόνων, να ερωτηθούμε αν μας αρέσει για να το δεχτούμε; Και η μόρφωσή μας; Θα συμφωνούσατε να περιμένει ο πατέρας σας να γίνετε δεκαοχτώ χρόνων για να σας ρωτήσει αν θέλετε να φοιτήσετε στο νηπιαγωγείο, και τότε να μπείτε στην εκπαιδευτική διαδικασία;
Όλα τα αγαθά, υλικά και πολιτιστικά, όλες τις κοινωνικές αξίες, σπεύδουμε να τις οικειοποιηθούμε όσο το δυνατόν νωρίτερα, δεν αφήνουμε να περάσουν τα χρόνια, για να το σκεφτούμε. Άλλωστε, στον άνθρωπο, που έρχεται στον κόσμο εντελώς αδύναμος να επιβιώσει χωρίς βοήθεια συστηματική και μακρά, ο ρόλος των γονέων και η ευθύνη τους είναι τεράστια. Έχουν υποχρέωση να προικίσουν το τέκνο τους με τα απαραίτητα εφόδια της ζωής έγκαιρα και αποτελεσματικά. Και το σημαντικότερο εφόδιο ζωής, και μάλιστα αιωνίου, είναι για τον άνθρωπο η δωρεά της σωτηρίας δια του Βαπτίσματος.
Κανείς λογικός γονιός που συνειδητοποιεί, έστω και ελάχιστα, την αξία του θησαυρού της συμμετοχής στην ευχαριστιακή ζωή της Εκκλησίας, τον οποίο κατέχει ο ίδιος, δεν μπορεί να περιμένει να μεγαλώσει το παιδί του για να το ρωτήσει αν συμφωνεί να βαφτιστεί. Θέλει το ταχύτερο να το προικίσει με την ακριβότερη προίκα του κόσμου, τη δυνατότητα, το δικαίωμα να μετέχει στην Εκκλησία. Πιθανόν τυπικά να διαπιστώνεται ...παράβαση των ατομικών δικαιωμάτων του βρέφους, αλλά τι αξία έχει η ατομική ελευθερία μπροστά στην ελευθερία των τέκνων του Θεού που εξασφαλίζει ο βαπτιζόμενος; Ανάμεσα στον τυπικό σεβασμό της ατομικής ελευθερίας και την εξασφάλιση της απελευθέρωσης από το θάνατο, ποιος τρελός θα προτιμήσει το πρώτο;
Ευτυχώς που οι γονείς μας βρήκαν εύκολα παπά όταν γεννηθήκαμε, και έσπευσαν να μας βαφτίσουν. Θα έχετε ακούσει για τον πόνο τόσων και τόσων γονιών, σε χώρες ολοκληρωτισμού, που δεν μπορούσαν να βαφτίσουν τα παιδιά τους. Το πιο συνταρακτικό κείμενο που διάβασα ποτέ, ήταν ένα πιστοποιητικό, γραμμένο στην πίσω άδεια σελίδα αφαιρεμένη από εκκλησιαστικό βιβλίο, όπου ένας αιωνόβιος ξεχασμένος παπάς του Αργυροκάστρου πιστοποιούσε πως βάφτισε κρυφά ένα αγόρι στα 1965. Για σφραγίδα, δίπλα στην τρεμάμενη υπογραφή του είχε βάλει το ίχνος του «τυπαριού» του ξύλινου τύπου για τα πρόσφορα, ποιος ξέρει με πόσο κίνδυνο φυλαγμένου στο βάθος κάποιας κασέλας.

ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ;
Ανά πάσαν στιγμή!
Θαύμα ονομάζουμε την υπέρβαση των συνήθων (των συνήθως αμετάβλητων και σταθερών) φυσικών νόμων. Ο φυσικός νόμος λέει πως αν βάλουμε ένα ξερό ξύλο στη φωτιά, θα ανάψει· αν παραμείνει άκαυτο, ενώ γύρω το ζώνουν οι φλόγες, πρόκειται περί θαύματος; Και αποκλείεται μια απάτη, ένα καλοστημένο τέχνασμα; Όχι, βέβαια! Κάθε κατεργάρης μπορεί να κάνει «θαύματα», να παριστάνει, δηλαδή, εκμεταλλευόμενος την άγνοιά μας ή τη βραδύτητα αντίληψης των αισθητηρίων μας, πως υπερβαίνει τους φυσικούς νόμους. Δεν είναι θαύμα κάθε φαινομένη υπέρβαση των φυσικών νόμων. Μπορεί το ξύλο που δεν καίγεται κάποιος να το επεξεργάστηκε με χημική ουσία που αποκλείει την ανάφλεξη. Τα συναρπαστικά επιτεύγματα των ταχυδακτυλουργών στηρίζονται στην αδυναμία των ματιών μας να συλλάβουν κινήσεις ταχύτερες από ένα ορισμένο όριο.
Θαύμα είναι η πραγματική υπέρβαση των φυσικών νόμων, που είναι σε θέση να την ενεργήσει αποκλειστικά ο νομοθέτης της κτίσης. Αυτός που εγκαθίδρυσε τους θεσμούς λειτουργίας του κόσμου, αυτός έχει και τη μοναδική δύναμη να τους ξεπερνά, να τους αποσύρει προσωρινά.
Και ποια είναι η προϋπόθεση αναστολής της εφαρμογής των αιώνιων φυσικών νόμων; Προφανώς η εξυπηρέτηση του συμφέροντος των πλασμάτων. Ποιων πλασμάτων; Όλων ανεξαίρετα· δεν ξεχωρίζουν προνομιούχες ομάδες. Αν από έναν πρόεδρο κοινότητας απαιτούμε να μην ασκεί τα καθήκοντά του ευνοιοκρατικά, δε θα θέλαμε, βέβαια, ο Θεός μας να φροντίζει το συμφέρον των οικείων του περισσότερο από των άλλων. Γιατί εμείς, τα μέλη της Εκκλησίας, μπορεί να είμαστε φίλοι και οικείοι και υιοί και θυγατέρες του Θεού, αλλά ο σοφός Δημιουργός κατανέμει τη φροντίδα του με βάση τις ανάγκες των πλασμάτων του και όχι με βάση την οικειότητα.
Και ποιο είναι το συμφέρον που σπεύδει ο Πλάστης να εξυπηρετεί; Το και μοναδικό αληθινό συμφέρον του κάθε πλάσματος: η επίτευξη του προορισμού του. Το θαύμα στοχεύει να διευκολύνει την εκπλήρωση του σχεδίου της δημιουργίας από το κάθε της στέλεχος. Η πραγματοποίηση του προορισμού ήταν για τα πλάσματα πριν την πτώση του ανθρώπου φυσιολογική πορεία. Μετά την πτώση είναι κατόρθωμα. Ο Θεός χαίρεται να το καθιστά ευκοπότερο. Μάλιστα, μετά την ενανθρώπηση του Λόγου του και την επαναδημιουργία της προϋπόθεσης για τη θέωση του ανθρώπου, η θεία διευκολυντική παρέμβαση εντατικοποιήθηκε με τον πολλαπλασιασμό των «σημείων», δηλαδή των σημαδιών που αφήνουν πάνω στον κόσμο και τη ζωή οι έκτακτες παρεμβάσεις του Θεού. Όχι μόνο στη διάρκεια της επίγειας δραστηριότητας του Κυρίου Ιησού Χριστού, αλλά και για τρεις αιώνες μετά, το θαύμα ήταν αδιάκοπο βίωμα των Μαθητών και των πρώτων χριστιανών. Τα κείμενα της αρχαίας Εκκλησίας διηγούνται άπειρα θαύματα, χάρη στα οποία τεράστια πλήθη, αλλά και μεμονωμένα πρόσωπα μεταστράφηκαν στην Πίστη. Το θαύμα επενεργούσε ως καταλύτης στις ψυχές των δεισιδαιμόνων ανθρώπων της ύστερης αρχαιότητας· τους έπειθε ότι ο Θεός των χριστιανών είναι ο ισχυρός, ο επικρατής, ο οπωσδήποτε δυνατότερος από τα είδωλα που τους ενέπνεαν φόβο, και διευκόλυνε τη λύτρωσή τους από τα θρησκευτικά δεσμά.
Δε διακόπηκαν, όμως, τα «σημεία», η χρήση του θαύματος από τη Θεία Πρόνοια, μόλις ανέλαβε την εξάπλωση του χριστιανισμού ο Μέγας Κωνσταντίνος. Καθημερινά, ασταμάτητα γίνονται θαύματα γύρω μας. Πολλές φορές τα παραβλέπουμε, χάνοντας την ευκαιρία να κραταιώσουμε την πίστη μας, άλλες τα αμφισβητούμε, δίνοντας περισσότερη βαρύτητα στη λογική μας, κάπου κάπου κερδίζουμε από την προσφορά τους αρπάζοντας την ευκαιρία.
Ωστόσο, μπορούμε να δημιουργήσουμε τέτοιες ευκαιρίες; Μπορεί ο άνθρωπος να εφελκύσει το θαύμα; Ναι! Αρκεί να μην εκπειράζει το Θεό (Ματθαίος 4,1-11). Αν ο άνθρωπος με απόλυτη πεποίθηση ζητήσει επίμονα τη θεία παρέμβαση, εφόσον η απώτερη προοπτική της αιτούμενης παρέμβασης είναι η θέωσή του, ο Θεός θα τον εισακούσει. Ο Θεός είναι εφεκτικός στην πίστη των πλασμάτων του, αρκεί να διαπιστώνει πως δεν πρόκειται παρά για ακλόνητη εμπιστοσύνη στις επαγγελίες του. «Ἐὰν ἔχητε πίστιν, κἄν τῷ ὄρει τοῦτο εἴπητε Ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται».

ΝΑ ΚΥΝΗΓΟΥΜΕ ΤΟ ΘΑΥΜΑ;
Ή μήπως είναι επιλήψιμο; Το να ζητάς από το πρόσωπο που αγαπάς να εκδηλώνει την αγάπη του πέρα από το συνηθισμένο και καθιερωμένο, εκδηλώνοντας αντίστοιχα και το δικό σου έρωτα σε μορφές υπερβολής δεν είναι αξιόμεμπτο. Άξια περιφρόνησης είναι η αγαπητική σχέση που περιορίζεται σε τυπικότητες και εξαντλείται σε υποχρεώσεις. Ο έρωτας είναι από τη φύση του ακρότητα, είναι πάθος· και είναι ο κατεξοχήν χαρακτήρας της σχέσης Θεού και ανθρώπου.
Ο άνθρωπος πλάστηκε ως ξεχείλισμα της αγάπης του Θεού και ως τέτοιο διατηρείται στη ζωή. Είναι αυτονόητο πως, όπως ο Θεός είναι εραστής του ανθρώπου, το ίδιο και ο άνθρωπος έχει κάθε δικαίωμα, και μάλιστα ενδείκνυται να είναι εραστής του Θεού – και να υπερβάλλει σε εκδηλώσεις αγάπης, και να αναμένει την άμετρη εκδήλωση της αγάπης του Θεού. Το να ζητώ να με φροντίζει ο εραστής μου πέρα από τους φυσικούς νόμους του δικαιολογείται πλήρως, και ιδίως αν υπάρχει αμοιβαιότητα. Η αγάπη είναι σχέση αμοιβαιότητας (και όταν δεν είναι εξαρχής, σε αμοιβαιότητα κατατείνει). Του ζητώ να με θεραπεύσει από μιαν ανίατη ασθένεια και του ανάβω μια λαμπάδα καθαρό κερί ίσαμε το ανάστημά μου. Τι φιλικότερο. Αληθινή λ α τ ρ ε ί α.
Η χριστιανική λατρεία έχει τούτη τη σημαντική ειδοποιό διαφορά από τις λατρείες των θρησκειών: σε κείνες ο άνθρωπος προσπαθεί να εξευμενίσει το θείο που η βάση της σχέσης μαζί του είναι ο φόβος ως τρόμος, ως κατσούφιασμα του θνητού μπροστά στη σκληρότητα του θεού· στη δική μας λατρεία εκφράζεται η αμοιβαία αγάπη· στα πλαίσιά της ο Θεός ξαναγίνεται άνθρωπος και προσφέρεται ξανά και ξανά ως Σώμα και Αίμα του Δεσπότη Χριστού, και ο άνθρωπος κλίνει ευλαβικά για να αναφέρει τη δοξολογία του και να ανταποδώσει με τις μικρές του δυνατότητες τα πελάγη της θείας αγάπης. Στη Θεία Λειτουργία, την ώρα της κορύφωσης της Λατρείας, καλούμαστε να «ευχαριστήσουμε» τον Κύριο, όχι να του πούμε ευχαριστώ, αλλά να του προξενήσουμε ευχαρίστηση, να τον κάνουμε να ευχαριστηθεί, όπως προσπαθούμε να κάνουμε ευτυχισμένο και χαρούμενο όποιον αγαπάμε.
Η προσκύνηση των εικόνων, η γονυκλισία, το άναμμα του κεριού, το μικρό αφιέρωμα, η ψαλμωδία, η συμμετοχή στις ιερές Ακολουθίες, η ελεημοσύνη (οι παλαιότεροι θυμούνται πως έξω από τους ναούς παρατάσσονταν κάποτε όσοι ήσαν πρόθυμοι να δεχτούν ελεημοσύνη), όπως και η ανέγερση ναών ή μονών, η ίδρυση και συντήρηση φιλανθρωπικών καταστημάτων, η προσφορά ιερών Σκευών είναι από τις πιο προτιμημένες στην ιστορία της Εκκλησίας εκδηλώσεις ανταπόδοσης της θείας Αγάπης.
Η χριστιανική Λατρεία αποτίνεται στον τριαδικό Θεό. Η Εκκλησία, όμως, συμφωνεί στον επιμερισμό της Λατρείας προς το Θεό σε τιμή στους εκλεκτούς του, τους διακεκριμένους ανθρώπους που, με πρώτη την Παναγία Θεοτόκο, κατατάχτηκαν στη στρατιά της θεοσέβειας. Η προς το Θεό Λατρεία του ορθόδοξου χριστιανού επιτρέπεται να εκδηλώνεται και ως τιμή στους Αγίους.
Ένα κερί που ανάβεται μπροστά στο εικόνισμα της Θεοτόκου, είναι τιμή προς αυτήν και συγχρόνως λατρεία στο Θεό. Το ίδιο και η προσκύνηση της εικόνας του Αγίου Μάμα ή η ψαλμωδία ύμνων στην Αγία Αικατερίνα, ή η αγιογράφηση ενός λευκού τοίχου στο ναό της Αγίας Μαρίνας ή η κατάθεση ενός φρεσκοκομμένου γαρύφαλου μπροστά στο εικονοστάσι του εξωκλησιού του Αγίου Ονουφρίου. Όλα αυτά εμπερικλείουν και ενσαρκώνουν τη μυστική λατρεία του πιστού στον αγαπημένο εραστή του-Θεό.
Η ευλάβεια των Ορθοδόξων είναι το καμάρι της Εκκλησίας. Διαδηλώνει την ακλόνητη σιγουριά στην αγαπητική ανταπόκριση του ουράνιου Πατέρα. Είμαστε βέβαιοι ότι το θαύμα είναι γύρω μας και αποκαλύπτουμε την ευγνωμοσύνη της καρδιάς μας.

ΣΕ ΤΙ ΧΡΗΣΙΜΕΥΕΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ;
Τον καιρό που η ζωή έμοιαζε με τις ρομαντικές ιστορίες, ένας επιθεωρητής επισκέφθηκε μια τάξη Δημοτικού. Παρακολούθησε το μάθημα και διαπίστωσε την ικανοποιητική προσπάθεια του συνόλου, χωρίς να παραβλέψει, βέβαια, και τις σημαντικές διαφορές επίδοσης από μαθητή σε μαθητή. Επειδή διείδε τις δυνατότητες της τάξης, για να δημιουργήσει στα παιδιά ένα κίνητρο, υποσχέθηκε πως αν την επόμενη φορά που θα ερχόταν διαπίστωνε καταφανή βελτίωσή της, θα έδινε στον καθένα μαθητή μία σοκολάτα.
Από την πρώτη μέρα μερικά παιδιά ανασκουμπώθηκαν, το ρίξανε στο διάβασμα και πραγματικά ανέβασαν την επίδοσή τους σημαντικά. Άλλα έμειναν σχετικά αδιάφορα, έτσι που σχεδόν καμιά μεταβολή δεν παρατηρήθηκε στην επίδοσή τους. Ο Παρασκευάς πέρασε εκείνες τις ημέρες μαγουλάδες και η επίδοσή του έπεσε κατά πολύ. Ο Σταμάτης το πήρε αντιδραστικά, και τα φόρτωσε στον κόκορα.
Και να σου ο επιθεωρητής. Κάνει τις μετρήσεις του, διαπιστώνει τη βελτίωση του σ υ ν ό λ ο υ και εγχειρίζει από μία σοκολάτα σε όλους. Και στον Παρασκευά και στο Σταμάτη! Αυτή ήταν η υπόσχεσή του. Όσοι βελτιώθηκαν πολύ, εξισορρόπησαν την αδυναμία των άλλων.
Η Εκκλησία δεν είναι συνονθύλευμα ατομιστών· να πατήσω πάνω σε πτώματα, να σωθώ εγώ, κι οι άλλοι ας απολαύσουν την αιώνια παγωνιά της μακρότητας από τη ζεστασιά του Πατέρα. Είναι σ ώ μ α η Εκκλησία· αν σωθεί το ένα μέλος δεν μπορεί παρά να σώζονται και τα άλλα· άλλωστε, όλα σώζονται με τη δυνατότητα που προσφέρει η κεφαλή, ο Χριστός. Η όποια δική τους προσπάθεια θα ήταν ατελέσφορη, χωρίς τη θυσία της κεφαλής. Όλοι στην Εκκλησία σωζόμαστε από το απόθεμα χάριτος που πρόκυψε από την κένωση του Λόγου του Θεού.
Όμως, η εκμετάλλευση από τα μέλη της προσφοράς της κεφαλής, απαιτεί από μέρους τους κινητικότητα, ζωντάνια. Κι αυτή η ζωντάνια εξαρτάται από το καθένα τους, όχι ξεχωριστά, αλλά ως μέρος του συνόλου. Αν το χέρι κινείται, εξασφαλίζεται η κινητικότητα, έστω κι αν το πόδι μένει προς στιγμή σε αδράνεια. Η κίνηση του χεριού πιστοποιεί τη ζωντάνια του σώματος. Βέβαια, τα νεκρά μέλη αποκόπτονται και αποβάλλονται για να μην κινδυνεύσει να νεκρωθεί το σώμα, αλλά τα προσωρινά αδρανή επωφελούνται από τη ζωντάνια των δραστηριοτέρων.
Ο μοναχισμός στην Εκκλησία διασφαλίζει τη διαρκή κινητικότητα. Στην Κωνσταντινούπολη, τον καιρό της κραταιάς Ρωμιοσύνης, λειτουργούσε η Μονή των Ακοιμήτων. Εγκαταβιούσαν μοναχοί που εκ περιτροπής, κατά ομάδες, συντηρούσαν αδιάκοπη τη Λατρεία και την προσευχή σε εικοσιτετράωρη βάση. Ούτε μια στιγμή να βρεθεί η Πόλη κοιμισμένη, να την αιφνιδιάσει ο ερχομός του Νυμφίου. Έτσι κάπως κατανοείται από την Εκκλησία ο στόχος των μοναστηριών· να αποτελούν φυλάκια συνεχούς επαγρύπνησης, ώστε να μη σταματήσει ούτε λεπτό η επεξεργασία της σιγουριάς της σωτηρίας.
Ο μοναχός, λέμε καμιά φορά, πάει στο μοναστήρι για να σώσει την ψυχή του· ναι, αλλά ο ασφαλής τρόπος για να το κάμει, είναι να συμβάλει στη σωτηρία του συνόλου· δεν υπάρχει τρόπος να σωθεί εις βάρος των άλλων μελών της Εκκλησίας. Αγωνιζόμενος τον καλό αγώνα για τη θέωσή του, ανεβάζει πλησιέστερα στο θρόνο του Θεού ολόκληρο το εκκλησιαστικό σώμα, προσφέροντας έτσι σε όλους καλύτερη προοπτική σωτηρίας.
Και καλά, μόνο στο μοναστήρι μπορεί κανείς να αγωνιστεί για τη θέωση, συμπαρασύροντας και τους αδελφούς του; Όχι, βέβαια. Απλώς στο μοναστήρι λείπει η διάσπαση που η ζωή μέσα στην ανοιχτή κοινωνία προσπορίζει στον κοσμικό. Στο μοναστήρι είναι δυνατό στον πιστό να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ενατένιση του Θεού και να πετύχει ταχύτερα ψηλότερες επιδόσεις. Και να γίνει μιμητής αληθινός του Χριστού και σε όλα τα άλλα κεφαλαιώδη, και σε τούτο: να θησαυρίζει Χάρη για τη σωτηρία των αδελφών του.

ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΜΑΙ;
Τι καλύτερο μπορείς να κάμεις το κυριακάτικο πρωινό, από το να ανταποκριθείς στο κάλεσμα της καμπάνας; Να αφιερώσω το χρόνο μου σε ιδιωτική προσευχή· να γονατίσω μπροστά στο εικονοστάσι του σπιτιού μου και να ανοίξω τον πιο γλυκό διάλογο με το Θεό. Διαθέτω κερί και λιβάνι για να δημιουργήσω και την απαραίτητη ατμόσφαιρα.
Καλό, αλλά λίγο. Καλό, ίσως, για κάθε άλλη περίσταση. Αλλά, το πρωί της Κυριακής θα μαζευτεί στο ναό η τοπική Εκκλησία να διαδραματίσει αισθητά το σώμα του Χριστού, και συ θα λείπεις; Θα μείνεις ένα κούτσουρο μονάχο να κολυμπάς στους ωκεανούς να βρεις το Θεό σαν τον τελευταίο θρησκευόμενο, και δε θα πας να κτιστείς μαζί με τους αδελφούς σου στο καλοτάξιδο καράβι που θα σαλπάρει με το αντιμήνσιο για πανί, και με σίγουρο δρομολόγιο κανονισμένο από παμπάλαιους έμπειρους καπετάνιους, κατευθείαν για το λιμάνι της Ανάστασης;
Χίλιες προφάσεις ή και δικαιολογίες δεν αξίζουν μια στιγμή της συμμετοχής σου στην ευχαριστιακή σύναξη της ενορίας. Εκεί θα βεβαιωθείς ότι δεν είσαι ένα άτομο χωρισμένο από πλήθος άλλα άτομα, αλλά προσωπικός κοινωνός θεανθρώπινης ένωσης, μέλος της οικογένειας του Θεού. Και θα νιώσεις τους άλλους ως αδελφούς, ως συγκληρονόμους ακένωτου θησαυρού, ώστε πραγματικά να μπορείς να χαίρεσαι μαζί τους στις χαρές τους και να πονάς μαζί τους στις λύπες τους. Το λαϊκό έργο (λαός+έργον=λειτουργία) έχει σκοπό να συνάξει και να ενώσει τους χωρισμένους και διασπασμένους από την αμαρτία ανθρώπους, τους κατακερματισμένους και διαιρεμένους, στη μοναδική θεανθρώπινη ενότητα του σώματος του Χριστού.
Τώρα, βέβαια, πρέπει να σου αναγνωριστεί το «ελαφρυντικό» ότι οι σύγχρονες ενορίες παρουσιάζουν τόσα αρνητικά στοιχεία, που όλα τα κεριά που ανάβονται δε φτάνουν για να ανακαλύψει κανείς τον ανεκτίμητο πλούτο της προσφοράς τους. Πρόκειται, όμως, για το γνωστό στην κοινωνική ζωή ατέρμονα κύκλο: εσύ δε συμμετέχεις στην ενοριακή ζωή, διότι θεωρείς ότι πολλά πρέπει να αλλάξουν, αλλά για να γίνουν αλλαγές πρέπει να έρθουν κοντά εκείνοι -σαν εσένα- που τις οραματίζονται, που, όμως, μένουν απέξω περιμένοντας να γίνουν οι αλλαγές για να μπουν. Όλοι θα θέλαμε έναν καλλίφωνο ψάλτη να μας κατανύγει, αλλά ποιος σπεύδει να ετοιμαστεί να αντικαταστήσει τον εκατοχρονίτη που βράχνιασε τρεις γενιές στο ψαλτήρι; Όλοι θα θέλαμε την αναβίωση των παλιών ωραίων εθίμων που τόνιζαν την αδελφοσύνη των ενοριτών, με τις γιορτές και τις ευλογίες, με τον παπά να συμμετέχει και να προεξάρχει στις κοινωνικές-ενοριακές εκδηλώσεις, αλλά ποιοι θα ξεκινήσουν, αν όσοι μπορούν, οι νεώτεροι, παραιτούνται πριν προσπαθήσουν;
Σκοπός της ενορίας, αιτία της ύπαρξης και της δραστηριότητάς της, είναι η κατάρτιση των μελών της, ώστε να αγωνίζονται συστηματικά για να φτάσουν από κοινού στον προορισμό της ζωής, τη θέωση. Μέθοδός της η αδελφοσύνη, η κοινωνία ανάμεσά τους, που εγγυάται την παρουσία του τριαδικού Θεού. Όλα μπορούν να προσαρμοστούν στις ανάγκες των πιστών, αρκεί να προσέλθουν με απλότητα και να συμμετάσχουν στο χαρισματικό τρόπο ζωής της, που αγιάζει τον άνθρωπο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Στην πορεία της επεξεργασίας των αποριών, σε κάποια φάση εγκαταλείψαμε τα υπαρξιακά ερωτήματα και διαπεραιωθήκαμε στο χώρο της θεολογίας. Έτσι καλύψαμε και απορίες που εγείρονται στα πλαίσια της εκκλησιαστικής ζωής, δικαιολογώντας πέρα για πέρα τον τίτλο της σειράς.
Ένας σύγχρονος νέος, περισσότερο και από τους νέους άλλων εποχών, είναι φυσικό να αμφιβάλλει, να αμφισβητεί και να διατυπώνει κριτικά τις απορίες του. Το ζητούμενο είναι να διαθέτει και τη θέληση να ακούει απροκατάληπτα και τις απόψεις που προέρχονται από τον πλούτο της Παράδοσής μας.






Δεν υπάρχουν σχόλια: