Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2007

Εκκλησία: διακονία


Από τότε που έμαθα ολίγα ελληνικά γράμματα, εξανίσταμαι οσάκις ακούγεται η λεκτική ξυνωρίδα (όλο και σπανιότερα, ευτυχώς) «εξοχότατος υπουργός». Ο λόγος είναι γιατί η έννοια του ορθότατου για τη συγκεκριμένη χρήση όρου υπουργός αποκλείει παντάπασιν την ιδιότητα του έξοχου, πόσο μάλλον του εξοχότατου. Έξοχος είναι κάποιος που προβάλλει πάνω από τους άλλους, κάποιος που επιβάλλεται στους άλλους, ενώ υπουργός είναι αυτός που προσφέρει υπηρεσίες, που εκτελεί την αγγαρεία χάριν κάποιου άλλου. Οι υπουργοί μιας κυβέρνησης και ο καλύτερός τους, ο πρώτος, ο πρωθυπουργός, αναλαμβάνουν να υπηρετούν τον κατά το πολίτευμα φορέα της εξουσίας, στις δημοκρατίες τον αφέντη λαό. Εξοχότατοι υπηρέτες; Όχι, φυσικά. Ευπειθέστατοι, μάλιστα!
Οι αρμοδιότητες εκάστου υπηρέτη και η αποφασιστική δυνατότητα που του παρέχεται από το πολίτευμα για να μπορεί να διεκπεραιώνει το έργο που του ανατίθεται ουδόλως συνιστούν «εξοχή». Τυχόν αυτού του είδους αντίληψη θα υποδήλωνε σφετερισμό και ιδιοτέλεια. Δεν ισχυρίζομαι ότι κάτι τέτοιο δε συμβαίνει ποτέ. Αντίθετα. Είναι ιστορικά σχεδόν σύνηθες άνθρωποι στους οποίους ανατίθεται η διεκπεραίωση κυβερνητικού έργου με την ιδιότητα, προφανώς, του υπηρέτη του αναθέτοντος να οικειοποιούνται, στο μέτρο των αδυναμιών τους, την εξουσία του αφέντη προκαλώντας, ενίοτε και ανεπανόρθωτες, καταστροφές. Ο Ιωσήφ Στάλιν παρέσχε, ίσως, το γνωστότερο χαρακτηριστικό παράδειγμα αρνητικών συνεπειών ενός τέτοιου σφετερισμού. Κατέστρεψε την ωραιότερη, μετά το 1789, προοπτική αναδιαμόρφωσης των ανθρώπινων σχέσεων, αυτήν που γέννησε η Οκτωβριανή Επανάσταση.
Μάλλον σας δημιουργήθηκε η εντύπωση πως έγινε λάθος και μπήκε ξένος τίτλος σ’ αυτό το κείμενο. Όχι· για διακονία μιλούμε. Απλά, ξεκινήσαμε από το έλασσον για να αντέξουμε το μείζον.
Αν αυτά ισχύουν, δηλαδή, στην Πολιτεία, στην εγκοσμιότητα, είναι ευλόγως αναμενόμενο ότι θα ισχύουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στην Εκκλησία, όπου η σχετική προμετωπίδα είναι «ὁ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος». Το βράδυ πριν τη σύλληψή του από τη ρωμαϊκή φρουρά και τους εγκάθετους του ιουδαϊκού κατεστημένου ο Ιδρυτής της Εκκλησίας, σε μια σημαδιακή ώρα διδασκαλίας προς τους ακόλουθούς του, ενήργησε και επεξήγησε, δηλαδή εφάρμοσε, την επιθυμία του όσοι θα ηγηθούν στον αγώνα για το άπλωμα του μηνύματός του να το πράξουν με τον τρόπο της διακονίας - όχι με τον τρόπο της εξουσίας. Αυτό σημαίνει ότι ο Επίσκοπος είναι ο επικεφαλής της διακονίας, ο πρώτος και καλύτερος υπηρέτης του πληρώματος, αυτός που ζωσμένος την ποδιά της αγγαρείας υπηρετεί τους αδελφούς του για να τους μεταδώσει το ευαγγέλιο της απελευθέρωσης από το θάνατο.
Τώρα, πώς το λέντιον εξελίχθηκε στις απομιμήσεις των βαρύτιμων ενδυμάτων του ρωμαίου αυτοκράτορα, και η ταπεινή υπηρεσία σε απαιτητική υπηρέτηση, είναι υπόθεση ιστορικών περιστάσεων, αλλά, κυρίως, ανθρώπινων αδυναμιών. Αν με μια ...μικρή παραχάραξη ο υπηρέτης έχει την ευκαιρία να μετέρχεται τρόπους και να απολαμβάνει προνομίες αφεντικού, δύσκολα θα καταφέρει να μην το αποπειραθεί, ιδίως αν η περιρρέουσα πραγματικότητα το ευνοεί.
Κάθε μορφής εξουσιαστική συμπεριφορά είναι ξένη προς την ιεροσύνη. Πλην, είναι αλήθεια ότι πολλοί ιερωμένοι -και δεν αναφέρομαι, βέβαια, στους ταπεινούς εφημερίους- φέρονται ως πολυπράγμονες αυθέντες, βοσκοί πραγματικού ποιμνίου καθόλου συμβολικών προβάτων, και σφετερίζονται ισχύ που κανείς δεν τους έχει εκχωρήσει. Ο ίδιος ο Χριστός, σύμφωνα με τη σχετική ευαγγελική διήγηση, αποποιήθηκε με οργή την προσφορά μιας τέτοιας εξουσίας, κοσμικού χαρακτήρα. Οι Απόστολοι και οι πρωτοχριστιανικοί Πατέρες την απέρριψαν κατεπανάληψη με βδελυγμία. Δυστυχώς, την ορέγονται και, αν τα καταφέρουν, την απολαμβάνουν ουκ ολίγοι εκκλησιαστικοί άνδρες, όχι μόνο σήμερα, αλλά από αιώνες. Ο παπισμός, η επίσημη παραχάραξη του χριστιανισμού με την εισβολή του εξουσιασμού, φαίνεται εξαιρετικά ελκυστικός σε πλήθος υψηλόβαθμους κληρικούς και στην καθημάς ορθόδοξη Ανατολή. Όσα διαδραματίζονται στις μέρες μας στην Εκκλησία δείχνουν, αλίμονο, την κατεύθυνση που πήραν τα πράγματα. Συμπαρομαρτούσης της ατμοσφαίρας (κομματικές σκοπιμότητες, αναξιοπιστία της πολιτικής ηγεσίας κ.λ.π.), η εκκλησιαστική ηγεσία έπαυσε να αναγνωρίζει όρια στην (ανυπόστατη, έτσι κι αλλιώς) εξουσία της, και πλησίστια επιζητεί την καθυπόταξη πάσης αρχής στις επιλογές της.
Αν, επιπλέον, προσφέρεται και γερή δόση πρώτης ύλης, ήτοι αφθόνου χρήματος με ανεμπόδιστη και αναπολόγητη εκταμίευση, για κατασκευή αυλικών, κολάκων και παντός είδους ακολούθων, τότε το πράγμα παραγίνεται. Στην περίπτωση της εκκλησιαστικής ηγεσίας της Κύπρου, όχι μόνο συντρέχει και αυτό το αρνητικό, αλλά εκδηλώνεται στην πιο ακραία μορφή του. Πώς, λοιπόν, να συμμαζέψει ο άνθρωπος τα πάθη του;
Ας επανέλθουμε, όμως, στα ...επίθετα, οπόθεν εκκινήσαμε. Ονειρευτείτε, χριστιανοί, μιαν εποχή όπου παναγιότατοι και μακαριότατοι και σεβασμιότατοι, και εξοχότατοι και εκλαμπρότατοι, βεβαίως, θα αποβάλουν και τους μακρόσυρτους κωμικούς υπερθετικούς και όσα τους ακολουθούν, χρυσαφένια και αδαμαντοκόλλητα, και θα κατέβουν από τα νέφη των αυλοκολάκων για να διακονήσουν το λαό. Τότε, ίσως να μην είναι και τόσο περιζήτητες οι θέσεις -υπηρετών-, οπότε θα αποφεύγονται και τα παρατράγουδα. Μη μου λέτε πως τέτοια δε γίνονται. Δεν απελπίζομαι!

Δεν υπάρχουν σχόλια: