Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007

Απάνθισμα

(Κατάθεση καίριων γνωμικών)


Ὡς χαρίεν ἐστ’ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ.

Πλουσιώτατός ἐστιν ὁ ὀλίγοις ἀρκούμενος.

Βασιλέως μὲν τρόπος ὁ νόμος, τυράννου δὲ ὁ τρόπος νόμος.

Δήμου τὴν ἐπίῤῥησιν μελεδαίνων, οὐδεὶς μᾶλα πολλ’ ἱμερόεντα πάθοι.

Ἡ χωρὶς λόγων τράπεζα φάτνης οὐδὲν διαφέρει.

Φίλει ὡς μισήσων, πλὴν καὶ μίσει ὡς φιλήσων.

Πᾶσα έπιστήμη χωριζομένη ἀρετῆς πανουργία, ἀλλ’ οὐ σοφία λέγεται.

Πολυμαθίη νόον οὐ διδάσκει.

Ὁ ἔρως παίδευμα ἀρετῆς ὑπάρχει.

Πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος.


Οὔ τοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφην.

Τὴν ἐλευθερίαν ἑλοίμην ἄν ἀνθ’ ὧν ἔχω πάντων καὶ ἄλλων πολλαπλασίων.

Μηδὲν ἠγοῦ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐν ᾗ μηδένα εὐεργετήσεις, ὑπὲρ ὧν παρὰ Θεοῦ καὶ αὐτὸς εὐηργετήθης.

Ὁ τῆς ἀγάπης θεσμὸς μερικὰς φιλίας καὶ ἑταιρείας οὐ συγχωρεῖ.



Τα μάτια δε βλέπουν καλά το Θεό, παρά μέσα από τα δάκρυα.

Η εμπιστοσύνη είναι η μοναδική γέφυρα για την πραγματική συνεννόηση μεταξύ των ανθρώπων.

Όπου αναπτύσσεται η εμπιστοσύνη, υποχωρεί η ανησυχία.

Οι λαοί συνήθως λησμονούν το χειρότερο που αποφεύχθηκε και επιμένουν να θυμούνται το καλύτερο που δεν επιτεύχθηκε.

Το να μοιρολογούμε για μια δυστυχία που πέρασε, είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να προκαλέσουμε μια καινούρια.

Η γλώσσα της αγάπης είναι η ίδια σ’ όλα τα πλάσματα του Θεού.

Το μυστικό της επιτυχίας είναι η αδιάλλακτη επιμονή στο σκοπό.

Ο δάσκαλος που προσπαθεί να διδάξει χωρίς να εμπνέει την όρεξη για μάθηση είναι ένας σιδεράς που κτυπά το σίδερο κρύο.

Η καλοσύνη είναι το μόνο πράγμα στον κόσμο που δεν έβλαψε ποτέ κανένα.

Η ομορφιά προϋπάρχει της καλλιτεχνικής αλαζονείας μας.
Οι αδύνατοι άνθρωποι δίνουν υπέρτατη σημασία στο να μην αλλάζουν γνώμη.

Μονάχα η αγάπη και ο πόνος μας δίνουν το δικαίωμα να θεωρούμε κάτι δικό μας.

Ο κόσμος ανήκει στους αισιόδοξους· οι απαισιόδοξοι δεν είναι παρά θεατές.

Συντηρητικός είναι ένας άνθρωπος πολύ παχύς για να τρέξει.

Σ’ αυτόν που πόνεσε πρέπουν τα μύρα του δάσους των πεύκων μετά τη βροχή.

Το χειρότερο θηρίο στον κόσμο είναι ο άνθρωπος που δεν αγαπά.

Οι ρίζες κάτω από τη γη δε ζητούν ανταμοιβή επειδή γεμίζουν καρπό τα κλαδιά.

Τα άστρα δε φοβούνται να φαίνονται σαν πυγολαμπίδες.

Αγάπη σημαίνει να μη χρειαστεί ποτέ να ζητήσεις συγγνώμη.

Όταν Σε συλλογιστούν οι κάμπιες, Κύριε, γίνονται πεταλούδες!

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη εκδίκηση από τούτη: ν’ απαντάς στην κάκητα με καλοσύνη.

Υποκρισία είναι ο φόρος τιμής που αποτίνει η κακία στην αρετή.

Αγόρασε γυάλινα μάτια και κάνε πως βλέπεις.

Το χρήμα μπορεί ν’ αγοράσει ένα σκύλο, αλλά μόνο η καλοσύνη μπορεί να αγοράσει το κούνημα της ουράς του.

Ένας άνθρωπος προχωρεί στο δρόμο της σοφίας όταν αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η γνώμη του είναι μονάχα μια γνώμη.

Η ευτυχία δεν εύκολο επίτευγμα· είναι πολύ δύσκολο να την βρούμε μέσα μας και αδύνατο να την βρούμε οπουδήποτε αλλού.

Προσέξατε ότι ποτέ καμιά πυροσβεστική υπηρεσία δεν επιχειρεί να σβήσει τη φωτιά ρίχνοντας επάνω της φωτιά;

Η νύχτα ανοίγει μυστικά τα λουλούδια κι αφήνει τη μέρα να παίρνει τα «ευχαριστώ».

Αξιοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτά που διαθέτεις, ώσπου να έρθει ο καιρός να διαθέτεις αυτά που επιθυμείς.

Ή η πέτρα κυλήσει κατεπάνω στ’ αυγό, ή τ’ αυγό κατεπάνω στην πέτρα, το αυγό θα σπάσει.

Αντί να καταριόμαστε το σκοτάδι, είναι καλύτερα ν’ ανάψουμε ένα φως.






Βυζαντινή ναοδομία και ζωγραφική της Κύπρου


Η Κύπρος χαρακτηρίστηκε διαχρονικό μουσείο της χριστιανικής μεσαιωνικής τέχνης της Ανατολής, και τούτο δεν αποτελεί υπερβολή. Σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της εξέλιξης του βυζαντινού πολιτισμού, το νησί μας μετείχε ενεργά σε κάθε τομέα της πνευματικής δημιουργίας, ως τμήμα εκλεκτό της Ρωμιοσύνης, ανεξάρτητα, μάλιστα, από τις πολιτικές του περιπέτειες. Όμως, όπως μαρτυρούν τα μνημεία που σώζονται σε κάθε γωνιά της γης μας, στην αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική παρήχθησαν ανεπανάληπτα έργα.
Η βυζαντινή αρχιτεκτονική έφτασε σ’ εμάς κυρίως ως ναοδομία, ενώ η ζωγραφική ως ιστόρηση των ναών. Το κτίσιμο εκκλησιών ήταν αδιάκοπο από τα πρώιμα χριστιανικά χρόνια, οπότε κτίστηκαν βασιλικές, ίσαμε τη μεταβυζαντινή εποχή, οπόταν η ανάγκη επέβαλε τα απλά ξυλόστεγα κτίσματα, με ενδιάμεσες φάσεις που καλύπτουν οι διάφοροι τύποι τρουλαίων ναών. Την ιστόρηση αναλάμβαναν συνήθως ανώνυμοι καλλιτέχνες που πίστευαν ότι ενεργούσαν ως εντολοδόχοι του Αγίου Πνεύματος, προκειμένου μέσω της εικονογραφίας να εκφραστούν τα δόγματα και οι κανονικές θέσεις της Εκκλησίας. Για την Ορθοδοξία η εικονογραφία είναι θεολογία διατυπωμένη με σχήματα και χρώματα, και αποτελεί αναφαίρετο στοιχείο της λατρείας, ως φανέρωση της θείας δόξας και πρόγευση της Βασιλείας των Ουρανών. Αυτή η αντίληψη, όμως, δεν επιβλήθηκε χωρίς αντιδράσεις· μολονότι εξαρχής, στις κατακόμβες, παραστάθηκε ο Χριστός βάσει των ελληνορωμαϊκών καλλιτεχνικών και συμβολικών προτύπων, και παρότι ίσαμε τον 8ο αιώνα είχε ήδη καθιερωθεί και της Θεοτόκου και των Αγίων η παράσταση, για εκατόν είκοσι χρόνια, ώς τα μέσα του 9ου αιώνα, η διαμάχη της Εικονομαχίας αμφισβήτησε τη θέση της διδακτικής εικόνας στην πρακτική της Εκκλησίας. Μετά τη νίκη των υποστηρικτών των εικόνων παρουσιάζεται η μεγάλη ακμή της εικονογραφίας, την περίοδο των Μακεδόνων και των Κομνηνών αυτοκρατόρων, που, μετά το 1204, καταλήγει, με την εποχή των Παλαιολόγων, στην τελευταία μεγάλη αναλαμπή που συνεχίστηκε και μετά την πτώση της Βασιλεύουσας.
Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στο νησί μας. Από τα κατάλοιπα των εκπληκτικών βασιλικών του Κουρίου, της Καρπασίας, της Αμαθούντας και της Νέας Πάφου, ίσαμε τα γραφικά ξωκλήσια, τα φυτεμένα, καθώς τα αιωνόβια κυπαρίσσια, σε κάθε λόχμη των κυπριακών βράχων, παρουσιάζεται ξεκάθαρη η συμμετοχή και η επιτυχία του λαού μας στα ευγενικά πολιτισμικά αγωνίσματα της αρχιτεκτονικής και της ζωγραφικής. Μελετώντας την ιστορική εξέλιξη της βυζαντινής ζωγραφικής της Κύπρου ας ξεκινήσουμε από τον εξαίσιο θησαυρό που διαφυλάσσει χίλια πεντακόσια τώρα χρόνια η εκκλησία της Αγγελόκτιστης στο Κίτι.
Στην κόγχη της αψίδας του ιερού Βήματος, του μόνου τμήματος του ναού που έμεινε όρθιο από την καταστροφή της αρχαίας βασιλικής κατά την επί της Κύπρου αραβορωμαϊκή σύγκρουση, σώθηκε το καλύτερο ψηφιδωτό της βυζαντινής τέχνης εκείνης της εποχής: η Θεοτόκος όρθια, κρατώντας αριστερά το Χριστό, οδηγεί τους πιστούς που την ατενίζουν στο μοναδικό δρόμο της λύτρωσης, καθώς υποδείχνει με το δεξί της χέρι του Γυιο της, το Λυτρωτή. Οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ παραστέκονται έκπληκτοι με το θαύμα: ο αχώρητος Θεός γίνεται ταπεινός άνθρωπος δανεισμένος σάρκα από τη σεμνή κόρη της Ιουδαίας. Η σύνθεση είναι γεμάτη κίνηση και φυσικότητα. Ο καλλιτέχνης, παρά την τεχνική αδυναμία του ψηφιδωτού (κατασκευάζεται από χιλιάδες κομματάκια χρωματιστού γυαλιού) να αποδώσει λεπτομέρειες, χρωματικές διαβαθμίσεις και φωτοσκιάσεις, αξιοποίησε τα πλεονεκτήματα της τέχνης του, προσαρμοσμένος στη μοναδική προοπτική του: να εκφράσει το πνευματικό περιεχόμενο των εικονιζομένων, κι αυτό χωρίς να παραβλέψει την αισθητική τελειότητα. Οι φτερούγες των αγγέλων, σαν παγωνιού, είναι χαρακτηριστικές της προσπάθειάς του να ικανοποιήσει και αισθητικά τον πιστό που διδάσκεται μεσ’ απ’ αυτό το έργο το δόγμα της ενανθρώπησης του Λόγου του Θεού. Η αισθητική απόλαυση υπηρετείται και με τον πλούσιο φυτικό διάκοσμο που περιβάλλει το βασικό θέμα, ο οποίος παράλληλα μεταφέρει τον πιστό σε παραδείσια ατμόσφαιρα.
Στην αρχιτεκτονική, ένα από τα αρχαιότερα όρθια δείγματα βυζαντινής τέχνης είναι από τις αρχές του 9ου αιώνα. Γεροσκήπου. Εκεί προβάλλει τους πέντε τρούλους της σε σχήμα σταυρού η τρίκλιτη βασιλική της Αγίας Παρασκευής. Είναι τοπική -κυπριακή- μετεξέλιξη της ιουστινιάνειας βασιλικής με τρεις τρούλους. Επιβλητικό κτίσμα που υποβάλλει τη βεβαιότητα της κυριαρχίας του χριστιανισμού στην καρδιά της ειδωλολατρίας. Καταμεσής στους ιερούς κήπους της Αφροδίτης θρονιασμένη τελεσίδικα η πίστη του Θεανθρώπου!
Στον ανατολικό από τους πέντε τρούλους της αγίας Παρασκευής σώζεται και το αρχαιότερο δείγμα βυζαντινής τοιχογραφίας στην Κύπρο. Είναι από την εποχή της εικονομαχίας, τότε που κτίστηκε ο ναός και, όπως επέβαλλαν τα αυτοκρατορικά διατάγματα των εικονομάχων, διακοσμήθηκε με ανεικονικό τρόπο, δηλαδή με γεωμετρικά, φυτικά και συμβολικά σχήματα. Διακρίνεται ένας σταυρός στο κέντρο, που περιβάλλεται από ποικίλα διακοσμητικά μοτίβα.
Μετά το θρίαμβο των εικόνων, την εποχή των Μακεδόνων αυτοκρατόρων ο ναός αγιογραφήθηκε με το σύστημα που εισηγούνταν οι νικητές της διαμάχης. Από αυτή την ιστόρηση διακρίνεται σήμερα, μετά την επέμβαση των αρχαιολόγων, ένα τμήμα από την παράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου, που σώθηκε κάτω από νεότερη εικονογράφηση.Αυτή ακριβώς την εποχή ζει η Κύπρος μια περίοδο οικονομικής και πολιτιστικής ακμής. Ο 11-12ος αιώνας, εποχή μεγαλείου για όλο το βυζαντινό κόσμο, χάρισε στο νησί μας τα πιο ακριβά του αρχιτεκτονικά μνημεία. Πρόκειται για τους μονότρουλους σταυροειδείς ναούς που έμειναν ως οι χαρακτηριστικοί της βυζαντινής αρχιτεκτονικής.
Αυτοί που παραμένουν με φανερή εξωτερικά τη διαρρύθμισή τους είναι η Αγγελόκτιστη στο Κίτι που, όπως είδαμε φιλοξενεί το αρχαίο ψηφιδωτό, και η Χρυσελεούσα της Έμπας. Οι υπόλοιποι σκεπάστηκαν με κεραμωτές στέγες για να διαφυλαχθούν από την αντιξοότητα των καιρικών συνθηκών, μια και βρίσκονται σε ορεινές περιοχές. Ο Άγιος Ηρακλείδιος, η αρχαιότερη από τις εκκλησίες που αποτελούν το Καθολικό της Μονής του Λαμπαδιστή στον Καλοπαναγιώτη, μόνο εσωτερικά θεωρούμενος αποκαλύπτει τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του· ο τρούλος εξωτερικά χωνεύτηκε μέσα στην ξύλινη στέγη.
Στην Παναγία του Άρακα ο κατασκευαστής της στέγης προτίμησε να σκεπάσει τον τρούλο χωριστά, ενώ στον Άγιο Νικόλαο, που γι’ αυτό ακριβώς πήρε την ονομασία «της Στέγης», μπορεί κανείς να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του σταυροειδούς τρουλαίου ναού και μέσα από τα ανοίγματα της κεραμοσκεπής.
Ο τύπος αυτός της ναοδομίας βασίζεται στην ιδέα της στήριξης ενός ψηλού θόλου στο σημείο που τέμνονται, σχηματίζοντας σταυρό, δυο κάθετες μεταξύ τους καμάρες. Οι τέσσερις γωνίες που προκύπτουν, χτισμένες εξωτερικά, ενσωματώνονται στο χώρο του ναού. Έτσι αποκτά δάπεδο τετράγωνο που διακόπτεται από τους τέσσερις κίονες ή πεσσούς που υποβαστάζουν τον τρούλο. Ακριβώς, στη Χρυσελεούσα της Έμπας οι γωνίες κτίστηκαν αργότερα, και μάλιστα μόνο οι τρεις· έτσι στη νοτιοανατολική πλευρά μπορούμε να διαπιστώσουμε το σταυρικό σχήμα.
Δεν είναι, όμως, μόνο αρχιτεκτονικά που ενδιαφέρουν αυτοί οι ναοί. Είναι συγχρόνως και λαμπρά μνημεία της ζωγραφικής, τόσο της περιόδου των Μακεδόνων, όσο και της περιόδου των Κομνηνών αυτοκρατόρων, που ακολούθησε.
Στον Άγιο Νικόλαο της Στέγης από την αρχική αγιογράφηση του 11ου αιώνα ανακαλύφθηκαν, μετά την αφαίρεση νεότερων ζωγραφικών στρωμάτων, εξαιρετικές παραστάσεις δεσποτικών γιορτών, όπως το σύμπλεγμα Μεταμόρφωσης και Έγερσης του Λαζάρου, όπου, μέσα στον ενιαίο χώρο που καθορίζεται από το αρχιτεκτονικό τμήμα της νότιας πλευράς της δυτικής καμάρας, ο αγιογράφος ιστόρησε αρμονικά δυο γεγονότα της επίγειας ζωής του Χριστού, που δεν έχουν κοινό ούτε το χρόνο, ούτε τον τόπο, όμως έχουν κοινό μήνυμα για τον πιστό που τα βλέπει ζωγραφισμένα: ο Χριστός είναι ο κυρίαρχος της ζωής και του θανάτου, δηλαδή ο ίδιος ο Θεός που εισέβαλε δυναμικά στην ανθρώπινη ιστορία για να θεώσει τον άνθρωπο. Από την ίδια αγιογράφηση ξεχωρίζει και η προτομή ενός κύπριου αγίου, του Επισκόπου Κυθηρίας Δημητριανού.
Λίγα χρόνια αργότερα, νωρίς το 12ο αιώνα, ένα καινούριο συνεργείο αγιογράφων (οι αγιογράφοι της Ανατολής δεν υπογράφουν τα έργα τους και μένουν συνήθως ανώνυμοι, γιατί ξέρουν πως δεν είναι έργα δικά τους αυτά που ζωγραφίζουν, αλλά απλώς δανείζουν το χέρι τους στο Άγιο Πνεύμα για να ιστορήσει τα θαυμάσιά του) ιστόρησε το νοτιοδυτικό διαμέρισμα του ναού αφήνοντας στους αιώνες το αριστούργημα της εικόνας των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Οι ακατάβλητοι ήρωες της πίστης ζωγραφίστηκαν με έκδηλη στην έκφρασή τους την πεποίθηση στην τελική δικαίωση που, άλλωστε, ο αγιογράφος την πρόλαβε σημαίνοντας στον ουρανό από πάνω τα σαράντα στέμματα που τους περιμένουν, ενώ ο αθλοθέτης Χριστός ετοιμάζεται να τους υποδεχτεί στη Βασιλεία του.
Το ίδιο συνεργείο εργάστηκε και στην ιστόρηση του νάρθηκα στολίζοντας τις επιφάνειές του με μια εκτεταμένη παράσταση της Μέλλουσας Κρίσης. Στην ανατολική πλευρά της βόρειας καμάρας σώζεται μια ομάδα ένθρονων Αποστόλων που ιστορήθηκαν ως πάρεδροι του κριτή Χριστού, κριτές κι αυτοί της οικουμένης. Μέρος της μεγάλης αυτής παράστασης είναι και η γραφικότατη προσωπογραφία της θάλασσας, προσωποποίηση του φυσικού στοιχείου που, όπως και ολάκερη η φύση, συμμετέχει στη χριστιανική εσχατολογία.
Της εποχής των Κομνηνών (αρχές του 12ου αιώνα) είναι και μεγάλο μέρος της εικονογράφησης του ναού της Παναγίας της Ασίνου. Ο ναός αυτός κτίστηκε από το βυζαντινό άρχοντα Νικηφόρο ανάμεσα στα 1098 και 1105 στο μέσο μιας κατάφυτης κοιλάδας των βόρειων πλαγιών του Τροόδους, όπου στα αρχαία χρόνια είχε ακμάσει η ελληνική πόλη Ασίνη. Η αρχιτεκτονική δεν ήταν φιλόδοξη· ο ναός είναι ορθογώνιος με καμαρωτή στέγη. Προς το τέλος του 12ου αιώνα προστέθηκε, αφού στο μεταξύ είχε καταστεί καθολικό μονής που ίδρυσε ο κτήτορας, ένας νάρθηκας με δυο κόγχες στη βόρεια και νότια πλευρά, που σκεπάζεται με ξέβαθο θόλο. Ολόκληρο το οικοδόμημα καλύφθηκε με ενιαία αμφικλινή κεραμωτή στέγη.Τις πρώτες αγιογραφίες στο ναό τις ζωγράφισαν κωνσταντινουπολίτες μάστορες που είχαν μετακληθεί για να εικονογραφήσουν το καθολικό της βασιλικής Μονής του Κύκκου που επίσης ιδρύθηκε τότε. Ανάμεσα σ’ αυτές που σώζονται ξεχωρίζουν η παράσταση της Κοινωνίας των Αποστόλων από το Αίμα, και οι μετωπικοί Ιεράρχες της κόγχης του ιερού Βήματος, καθώς επίσης και η μεγάλη παράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου, που είναι πραγματικό καλλιτεχνικό επίτευγμα.
Γύρω από τη νεκρική κλίνη της Παναγίας είναι συγκεντρωμένοι, με τη θλίψη του χωρισμού κατάδηλη στις εκφράσεις και τις χειρονομίες τους, οι Απόστολοι, ενώ στο άνω κέντρο της εικόνας κυριαρχεί ο Χριστός με την ψυχή της Αειπαρθένου στη δεξιά αγκαλιά του· δυο άγγελοι φτερουγίζουν δεξιά κι αριστερά. Την παράσταση συμπληρώνουν δυο Ιεράρχες που στριμώχνονται στ’ αριστερά του Χριστού και τέσσερις γυναίκες που μοιρολογούν μέσα από τους εξώστες. Στην κορυφή ιστορείται ο ουρανός, ανοιχτός για να δεχτεί το γήινο κατοικητήριο του Θεού. Η Κοίμηση δίνει την πιο πολυπρόσωπη παράσταση της βυζαντινής εικονογραφίας και παρέχει τις καλύτερες δυνατότητες στον αγιογράφο να εκφραστεί περιγραφικά.
Οι πιο χαρακτηριστικές, εντούτοις, καταγραφές της τεχνοτροπίας της ζωγραφικής στα χρόνια των Κομνηνών βρίσκονται θησαυρισμένες μαζί με τη χάρη της σπουδαιότερης οσιακής μορφής της κυπριακής Εκκλησίας, του Αγίου Νεοφύτου, στην Εγκλείστρα του, δηλαδή το σπήλαιο όπου αποσύρθηκε και ασκήτεψε. Μάλιστα, εδώ εκπροσωπούνται και οι δυο καλλιτεχνικές ροπές της εποχής, ο κλασικισμός, στις τοιχογραφίες του κελιού και του Ιερού, και η μοναστική αυστηρότητα στην ιστόρηση του ναού της Εγκλείστρας. Τα δυο πρώτα διαμερίσματα του σπηλαίου ζωγραφίστηκαν το 1183, ενώ το τρίτο δεκαέξι χρόνια αργότερα. Μέσα στο κελί, πάνω ακριβώς από τον τάφο που προόρισε για το σκήνωμά του ο Άγιος Νεόφυτος, ιστορήθηκε η εικόνα της Εις Άδου Καθόδου του Χριστού. Το πρόσωπο του αναστημένου Αδάμ καταγράφει τα καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά του κλασικισμού της βυζαντινής τέχνης.
Στο διαμέρισμα του Ιερού τα ίδια χαρακτηριστικά είναι ευδιάκριτα στις μορφές των αγγέλων, τόσο στις εικόνες του Ευαγγελισμού και της Ανάληψης, όσο και στην παράσταση της καθοδήγησης του Αγίου Νεοφύτου. Όμως, και η μορφή του Χριστού στην Ανάληψη είναι ενδεικτική. Αρμονική κομψότητα, ζωηρότητα κινήσεων ή ορμητικές στάσεις, λιγνές, ενάερες μορφές, πληθωρικά ενδύματα πολύπτυχα αποπνέουν αίσθημα βαθιού ανθρωπισμού.
Αντίθετα, στο διαμέρισμα του ναού επικρατεί ακινησία, ιερατικότητα· οι μορφές με τα αυστηρά περιγράμματα απομονώνονται από το χώρο για να τονιστεί η υπερβατικότητά τους. Είναι χαρακτηριστική η μορφή του Χριστού στις εικόνες της Δίκης προ του Πιλάτου, της Σταύρωσης, της Ανάστασης, της Αποστολής των Μαθητών και της Προδοσίας, και της Θεοτόκου στην Αποκαθήλωση.
Στο ναό της Παναγίας του Άρακα διατηρείται η πληρέστερη στην Κύπρο σειρά τοιχογραφιών της μεσοβυζαντινής περιόδου, με την αγιοκατάταξη που καθιερώθηκε από τότε και τυποποιήθηκε αμετάκλητα. Την κορυφή του τρούλου κατέχει ο Παντοκράτορας Χριστός: Κριτής και Λυτρωτής. Με το δεξί του χέρι ευλογεί, δίνει στον κόσμο τη Χάρη· με το αριστερό κρατεί το Ευαγγέλιο, το κριτήριο της Δικαιοσύνης. Ο αγιογράφος κατορθώνει να συνδυάσει τις δυο αυτές ιδιότητες στο ύφος του Χριστού: αυστηρότητα και γλυκύτητα, συνοφρύωση και ελαφρύ χαμόγελο συνυπάρχουν γιατί, όπως είπαμε, σκοπός του αγιογράφου είναι να διδάξει την αλήθεια της Εκκλησίας με τη μέθοδο της ζωγραφιάς. Η αμέσως χαμηλότερη ζώνη καταλαμβάνεται από το θέμα που αποκαλείται Ετοιμασία του Θρόνου: ένας θρόνος στηριγμένος στο Σταυρό, κατεχόμενος από το Άγιο Πνεύμα, την Εκκλησία, ώσπου να έρθει το πλήρωμα του χρόνου οπότε θα καταληφθεί από το Χριστό που θα κρίνει τον κόσμο, και γύρω άγγελοι. Πιο κάτω, ανάμεσα στα παράθυρα, οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, που προανάγγειλαν την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού. Στα σφαιρικά τρίγωνα που σχηματίζονται ανάμεσα στις καμάρες που βαστάζουν τον τρούλο, οι τέσσερις ευαγγελιστές, οι μαντατοφόροι της Καινής Διαθήκης, και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Στις καμάρες και σε άλλα ψηλά σημεία των τοίχων σκηνές από τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας, δηλαδή εικόνες από δεσποτικές και θεομητορικές γιορτές. Στην κόγχη της αψίδας του ιερού Βήματος, στο ψηλότερο τμήμα η Πλατυτέρα· και χαμηλότερα, περιβάλλοντας το θυσιαστήριο, την τράπεζα της αναίμακτης θυσίας, οι Ιεράρχες, σαν να λειτουργούν κρατώντας τα ειλητάριά τους με φράσεις από τη Θεία Λειτουργία. Σ’ όλες τις επιφάνειες των τοίχων, που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τους όρθιους πιστούς, ζωγραφίζονται άγιοι της Εκκλησίας, μορφές που με το μαρτύριο ή την άσκηση ή την ιδιαίτερη προσφορά τους διακρίθηκαν ανάμεσα στους χριστιανούς. Σ’ ένα κεντρικό σημείο η Παναγία η Αρακιώτισσα, η οικοδέσποινα, καλλιτέχνημα που μεταδίνει τη γαλήνη και την ειρήνη της Εκκλησίας. Έτσι συμπληρώνεται ένας ολοκληρωμένος εξεικονισμός της Εκκλησίας, της θριαμβεύουσας στους τοίχους με τον αρχηγό επικεφαλής στον τρούλο και τη βασίλισσα απέναντι, στην κόγχη, και της στρατευμένης που την αποτελούν οι πιστοί που συνάζονται στην κάθε λατρευτική ευκαιρία. Ο συμβολισμός αυτός βοηθά τον πιστό να βιώνει το δεσμό της ενότητας του σώματος του Χριστού.
Για την Ορθοδοξία η εικονογραφία είναι μια γλώσσα που εκφράζει τα δόγματα και τις κανονικές της θέσεις τόσο καλά, όσο και ο λόγος. Είναι μια θεολογία που διατυπώνεται με χρώματα και σχήματα. Η εικόνα δεν είναι απλώς μια διακόσμηση του χώρου, αλλά αποτελεί αναφαίρετο στοιχείο της εκκλησιαστικής λατρείας ως φανέρωση της θείας δόξας και πρόγευση της Βασιλείας των Ουρανών. Ο ναός ολόκληρος, άλλωστε, είναι ένας μικρόκοσμος κατ’ εικόνα της Βασιλείας του Θεού.
Η μοίρα, σωστότερα η γεωγραφική θέση του νησιού μας, το εμπλέκει μόνιμα σε δραματικές περιπέτειες. Τους δυο αιώνες της ακμής και της ευημερίας που απόλαυσαν οι πρόγονοί μας μετά το τέλος της αραβορωμαϊκής σύγκρουσης, έρχεται να διακόψει η έφοδος της Δύσης τώρα, με τις Σταυροφορίες. Μυριάδες ανέστιοι ληστές ξεχύνονται στην Ανατολή και η Κύπρος βρίσκεται στο δρόμο τους. Αρχίζει η Φραγκοκρατία· 1192. Η Ορθόδοξη Εκκλησία υποχρεώνεται σε σύμπτυξη, καθώς οι κυρίαρχοι προσπαθούν να επιβάλουν τον παπισμό. Οι άρχοντες τώρα κτίζουν καθεδρικούς ναούς στα κάστρα τους, και μένει στον ευσεβή λαό που εμμένει στην πατροπαράδοτη πίστη να ανεγείρει τα δικά του λατρευτικά ιδρύματα στα δικά του προπύργια, τα βουνά του. Είναι η περίοδος που η περιοχή του Τροόδους γεμίζει από τις απλές στο κτίσιμο εκκλησιές, στον τύπο «έγκλειστου» ξυλόστεγου ναού: τρεις όρθιοι τοίχοι γύρω στα τρία μέτρα ύψος, μια κόγχη στην ανατολική πλευρά και μια ξύλινη οξυκόρυφη σκεπή με κεραμίδια. Εδώ κλείνονται τα όνειρα του Γένους. Στην πολυτελέστερη εκδοχή ο ναός αυτός περιβάλλεται από συνεχή στοά στις δύο ή τις τρεις πλευρές, που σχηματίζεται από τη συνέχιση της οροφής μέχρι χαμηλά. Παναγία του Μουτουλλά, Αρχάγγελος του Πεδουλά, Σταυρός του Αγιασμάτη, Παναγία της Ποδίθου, τα θησαυροφυλάκια της παράδοσης των ορθοδόξων ρωμιών της Κύπρου. Θησαυροφυλάκια και θησαυροί συγχρόνως, γιατί οι λιγοστές εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων χώρεσαν, μοιρασμένες σε μικρά μικρά διαμερίσματα, την ιστορία της Εκκλησίας ζωγραφισμένη με το χέρι απλοϊκών καλλιτεχνών με μόνο συνήθως εφόδιο τη βαθιά πίστη και την ενεργό προσευχή.
Στην Παναγία του Μουτουλλά η ίδια η Θεοτόκος της κόγχης φέρνει στην έκφραση που της έδωσε ο αγιογράφος το φόβο των δύσκολων καιρών του κατατρεγμού. Όμως, οι γεμάτες δυναμισμό φυσιογνωμίες του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Χριστοφόρου δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι πίσω από το φόβο κρύβεται η καρτερία και η βεβαιότητα στην τελική επικράτηση. Οι κατακτητές παρέρχονται, εμείς μένουμε, επιβιώνουμε και κατακυριεύουμε.
Το 13-14ο αιώνα, βέβαια, δεν αγιογραφήθηκαν μόνο καινούριοι ναοί. Χρειάστηκε ή δόθηκε η ευκαιρία να ιστορηθούν και ναοί παλαιότεροι, είτε γιατί καταστράφηκαν οι αρχικές ζωγραφιές, είτε γιατί προστέθηκαν νέα αρχιτεκτονικά μέλη, συνήθως νάρθηκες.
Στην πρώτη περίπτωση υπάγεται ο Άγιος Ηρακλείδιος της Μονής του Λαμπαδιστή. Πάνω από την εικονογράφηση του 11ου αιώνα, από την οποία δε σώζεται ουσιαστικά τίποτε, ένας ικανός αγιογράφος στόλισε τον τρούλο και άλλες επιφάνειες του βυζαντινού ναού με εξαίρετες παραστάσεις. Η πιο γνωστή είναι η μεγάλη Βαϊοφόρος της νότιας καμάρας. Στο κέντρο ο Χριστός, ανεβασμένος στο γαϊδουράκι που φαίνεται να πετά μάλλον, παρά να καλπάζει, τονίζοντας την απουσία όγκου και βάρους στα σώματα, ακολουθούμενος από τους Μαθητές του, εισέρχεται στην Ιερουσαλήμ όπου τον υποδέχονται σύσσωμοι οι πανηγυριστές. Δύο ενδιαφέρουσες πτυχές αυτής της εικόνας: Πρώτα, η αντίθεση υπαίθρου και αστικού περιβάλλοντος· πίσω από το Χριστό δυο βράχια υποδηλώνουν αφαιρετικά το ύπαιθρο· μπροστά του ένα υποτυπώδες σύμπλεγμα αρχιτεκτονημάτων υποδηλώνει την πόλη. Ύστερα η παρουσία των παιδιών· άλλα χαμηλά, στα πόδια του ζώου, άλλα σκαρφαλωμένα στο φοίνικα συμμετέχουν στην υποδοχή με το δικό τους απλοϊκό τρόπο, δίνοντας στην εικόνα περισσή γραφικότητα. Μερικές δεκαετίες μετά την ιστόρηση της Βαϊοφόρου, όταν τα πράγματα είχαν πολύ αλλάξει στην ιστορία του τόπου και τις κατευθύνσεις και τις δυνατότητες της τέχνης, ένας άλλος αγιογράφος, απλοϊκός πια, έρχεται να γεμίσει τους τοίχους με μικρές μικρές εικόνες από τη ζωή του Χριστού.
Στην παράσταση της ανόδου στον Γολγοθά έχει πετύχει δυο υπέροχες προσωπογραφίες, του Χριστού και του Σίμωνα, έχει πετύχει, όμως, και κάτι ακόμα: να διακηρύξει τα πάθη του τόπου του και του λαού του· οι στρατιώτες που οδηγούν το Χριστό στο πάθος δεν είναι Ρωμαίοι, εκείνοι δεν ήσαν σιδηρόφρακτοι, είναι Φράγκοι ιππότες! Μια άλλη εικόνα αυτής της σειράς, από τις πιο χαρακτηριστικές της ορθόδοξης αγιογραφίας, είναι η Εις Άδου Κάθοδος. Πρόκειται για την ορθόδοξη απεικόνιση της Ανάστασης. Ο Χριστός, ως νικητής του θανάτου, πατώντας πάνω στις συνθλασμένες πύλες του Άδη ανασύρει από τα μνήματα τους πρωτόπλαστους και γενάρχες των ανθρώπων, ενώ εκστατικοί παρακολουθούν οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης. Διακηρύττεται μ’ αυτή την εικόνα η εκκλησιαστική αλήθεια της κατάργησης του θανάτου, και της αναδημιουργίας του ανθρώπου από τον αναστημένο Χριστό. Αναζητώντας τη δεύτερη περίπτωση ξαναγυρίζουμε στην Παναγία της Ασίνου. Εδώ, στο νάρθηκα, στα 1332, ο αγιογράφος άπλωσε τη μεγάλη σύνθεση της Έσχατης Κρίσης, όπως είχαμε δει και στον Άγιο Νικόλαο της Στέγης.
Όμως, όλος ο τρόμος από την απονομή της δικαιοσύνης κατασιγάζεται καθώς το μάτι, κατεβαίνοντας χαμηλότερα, συναντά την εικόνα της Παναγίας της Φορβιώτισσας και, ακόμα χαμηλότερα, τις μορφές των Αγίων, αυτών των συνηθισμένων ανθρώπων που χωρίς ιδιαίτερα προσόντα, μόνο με τη βαθιά πίστη στο έλεος του Θεού, αξιώθηκαν να βρεθούν στα δεξιά του Θρόνου του στη Βασιλεία του. Η Αγία Αναστασία με τη δωρήτρια της εικόνας στο πλάι της. Ο Άγιος Μάμας ανεβασμένος στο λιοντάρι του. Ο Άγιος Γεώργιος -πάντα- ως διαχρονική προσωποποίηση της καρτερίας των Ρωμιών.
Αλλά και στον κυρίως ναό της Ασίνου μια νέα εικονογράφηση εκτυλίσσει την ιστορία της ενανθρώπησης του Θεού, ξεκινώντας από τον Ευαγγελισμό στην πρόσοψη της ανατολικής εγκάρσιας αψίδας. Η παράσταση αυτή περιλαμβάνει μια επιτρεπτή πρωτοτυπία: ενώ συνήθως ο αγιογράφος μόνο σε αφηγηματικές λεπτομέρειες τολμά να πρωτοτυπήσει, εδώ αποπειράται μια εικονογραφημένη ερμηνεία του δόγματος της Ενανθρώπησης. Στο κέντρο της παράστασης, ψηλά, παριστάνει τον Παλαιό των Ημερών, το Θεό Πατέρα, να μετέχει στο γεγονός· αυτού απεσταλμένος είναι ο άγγελος που μεταφέρει στη Μαρία το χαρμόσυνο μήνυμα· αυτού ο αμήτωρ Υιός Μονογενής καθίσταται της Παρθένου απάτωρ υιός Μονογενής.
Στην κεντρική καμάρα του ναού, τεμαχισμένη κατά τη συνήθεια της εποχής σε μικρές, σαν φορητές, εικόνες, ο αγιογράφος ιστορεί γεγονότα από την επίγεια ζωή του Θεανθρώπου. Είναι μια αληθινή γιορτή των χρωμάτων: κυριαρχεί το γαλάζιο και το κόκκινο σε ποικίλους τόνους. Είναι και γιορτή της απλοϊκότητας: ο Ιορδάνης, όπου βυθισμένος βαπτίζεται ο Χριστός, τα ψάρια πλήθος κολυμπούν, και παρούσα η προσωποποίηση του ποταμού! Από την ίδια σειρά εικόνων ελκύει την προσοχή η Αγία Ελένη ασυνήθιστα μόνη· χωρίς τον Ισαπόστολο γιο της.
Καθώς η φραγκοκρατία εδραιώνεται στην Κύπρο, καθώς οι άρχοντες ενσωματώνονται στον τόπο, καθώς σε αρκετούς τομείς το καθεστώς των Λουζινιάν εξελληνίζεται, όπως είναι φυσικό, επηρεάζει τον εντόπιο λαό, τον εμβολιάζει με τις προτιμήσεις του και τον οδηγεί σε συμβιβασμούς ίσαμε τα όρια της αντοχής της πολιτιστικής του ιδιαιτερότητας. Η Εκκλησία παραμένει πάντα ο οριοδείκτης· δέχεται να συμβαδίσει, αλλά μόνο όσο δεν υποχρεώνεται να παραβεί την πατροπαράδοτη πίστη. Από αυτή τη συμπόρευση κι αυτό τον επηρεασμό προέκυψε η ιδιόρρυθμη ζωγραφική του συγκερασμού βυζαντινής παράδοσης και αναγεννησιακής τεχνοτροπίας, που παρατηρούμε στους ναούς που αγιογραφήθηκαν εξαρχής το τέλος του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα. Όταν, μάλιστα, το 1485, η Κύπρος περνά στα χέρια των Βενετών και καθίσταται κοσμοπολίτικη βάση των εξορμήσεών τους, οι επιρροές της Δύσης γίνονται ισχυρότερες.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση τοιχογραφιών του συγκερασμού είναι εκείνη του λεγόμενου λατινικού παρεκκλησίου της Μονής του Λαμπαδιστή. Οι εικόνες ακολουθούν το ορθόδοξο δόγμα, επιλέγουν από τα προτιμημένα θέματα της Ανατολής, αλλά οι καλλιτέχνες μιμούνται τις μεθόδους της αναγεννησιακής ζωγραφικής: ο φωτισμός είναι εξωτερικός, η τρίτη διάσταση γίνεται προσπάθεια να παρασταθεί, και μάλιστα με τη χρήση βάθους από δυτικότροπα οικοδομήματα.Χαρακτηριστικό επίσης, και μάλιστα τεράστιας καλλιτεχνικής σημασίας, είναι το αποτέλεσμα του συγκερασμού που επιτεύχθηκε στο ναό της Παναγίας της Ποδίθου στη Γαλάτα. Είναι εικονογραφημένο το Βήμα του Ναού: στην κόγχη η Θεοτόκος ένθρονη με το Χριστό· στη χαμηλότερη ζώνη η Κοινωνία των Αποστόλων, η κύρια συμβολική παράσταση του λειτουργικού κύκλου της εικονογραφίας· στο κέντρο ο Χριστός σε δυο παράλληλες εκδηλώσεις δράσης: απευθυνόμενος στους Αποστόλους που έρχονται από δεξιά του με επικεφαλής τον Πέτρο διανέμει τον Άρτο-Σώμα του·
από την άλλη, κρατώντας την κανάτα με τον Οίνο, προσφέρει το Αίμα του στον Παύλο και τους άλλους. Υπάρχει μια ιστορική αντινομία, αδικαιολόγητη για τον αμύητο: πού βρέθηκε ο Απόστολος Παύλος σε μια παράσταση που απεικονίζει γεγονός στο οποίο παρουσιάζεται και ο Ιούδας, τελευταίος, που φεύγει; Ακριβώς, εδώ είναι η ελευθερία του αγιογράφου· δε δεσμεύεται από το χώρο ή το χρόνο· δε διηγείται για να πληροφορήσει, αλλά για να προβάλει το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού.
Στον Αρχάγγελο του Πεδουλά ο αγιογράφος πέτυχε εξαιρετικές προσωπογραφίες Αγίων. Η παράσταση, πάλι, των κτιτόρων είναι φιλοτεχνημένη με λεπτομέρεια που φτάνει μέχρι το φοιτιώτικο υφαντό στις ποδιές των κοριτσιών. Και στην απόδοση των εικόνων των δεσποτικών και θεομητορικών γιορτών, όμως, κατόρθωσε να προσδώσει αισθητική αξία με την τόλμη της κατασκευής, την πλούσια και ευαίσθητη φαντασία και τα αρμονικά συγκροτήματα των γραμμών της ζωγραφικής του. Η παράσταση της Γέννησης δεν υστερεί καθόλου σε δογματική ακρίβεια ή αφηγηματική αρτιότητα από παλαιότερες βυζαντινές παραστάσεις. Η Θεοτόκος, το κύριο δρών πρόσωπο, κατέχει το κέντρο της εικόνας και προβάλλεται κυριαρχικά στο χώρο με απόλυτη αδιαφορία του ζωγράφου για τις αναλογίες ή την προοπτική. Προέχει η αλήθεια της Εκκλησίας, η πραγματικότητα έπεται. Ο Ιωσήφ, αμέτοχος στη γέννηση του Χριστού, κάθεται παράμερα σκεφτικός, ενώ οι Μάγοι, έχοντας ρόλο απόδειξης του μεγαλείου της ταπεινής σάρκωσης του Θεού, διατηρούν πιο σημαντική θέση στην όλη σύνθεση. Οι ποιμένες και τα κτήνη παρευρίσκονται ως μάρτυρες του γεγονότος, αλλά οι άγγελοι ήταν εκείνη τη νύχτα που ήρθε στον κόσμο ο Θεός, οι διαπρύσιοι μάρτυρες της Χαράς. Από πάνω ο αστήρ και, στο χαμηλότερο σημείο, το πρώτο λουτρό του μικρού Χριστού. Είναι απίστευτο πόσα χωράνε σε μια τόση δα εικόνα.
Ο Σταυρός του Αγιασμάτη διασώζει την πληρέστερη ιστόρηση του 15ου αιώνα στην Κύπρο. Στην ανώτερη ζώνη οι εικόνες από τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας. Επίκαιρη την εποχή αυτή, εξαιτίας της διαμάχης του Ησυχασμού που είχε, σχετικά πρόσφατα, προηγηθεί, η εικόνα της Μεταμόρφωσης. Ο Χριστός περιβάλλεται από τη φωτεινή δόξα που, εκτός από τους συνηθισμένους αλλεπάλληλους κύκλους, περιλαμβάνει και την τριπλή αστραπή, σύμβολο των θείων ενεργειών που, σύμφωνα με την ησυχαστική αντίληψη, είναι δυνατόν να αποκαλυφθούν στον άνθρωπο. Οι Απόστολοι, κάτω, παραστάθηκαν με σχεδιαστική τόλμη από τον αγιογράφο που ενδιαφέρεται μόνο να μας εισαγάγει στον πνευματικό κόσμο της Εκκλησίας και όχι, βέβαια, να μας πείσει για την ικανότητά του να αποδίδει πιστά την εγκόσμια πραγματικότητα.
Στην εσοχή του βόρειου τοίχου, εκεί που είναι κατατεθειμένο το ιερό προσκύνημα του Τίμιου Σταυρού, ο αγιογράφος χώρισε τις επιφάνειες σε μικρά μικρά ορθογώνια και ζωγράφισε πλήθος σκηνές που συμβολικά ή ιστορικά σχετίζονται με το Σταυρό του Χριστού. Ιδιαίτερα αξίζει να προσεχθεί ο συμβολισμός από τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας. Ο Μωυσής, ανυποψίαστος, σχηματίζει με τη ράβδο του το σημείο του σταυρού πάνω στη θάλασσα· εκτείνοντας τη βακτηρία του κατακόρυφα, χωρίζει τα νερά και διέρχεται ο Ισραήλ· εκτείνοντάς την, κατόπιν, οριζόντια τα ενώνει και καταστρέφεται ο Φαραώ. Επικαλέστηκε, δηλαδή, προγνωστικά την αήττητη δύναμη του Σταυρού.
Στο χωριό Λουβαράς της επαρχίας Λεμεσού σώζεται εδώ και πεντακόσια χρόνια η εκκλησία του Αγίου Μάμα. Ο αγιογράφος που την ιστόρησε στα 1495, λαϊκός καλλιτέχνης, επηρεασμένος κι αυτός από τα δυτικά πρότυπα της εποχής, προσπάθησε να χωρέσει στις ελάχιστες επιφάνειες που διέθετε όσο περισσότερα μπορούσε από τη ζωή και τα θαύματα του Χριστού. Στην πρόθεση ιστόρησε την εικόνα της Άκρας Ταπείνωσης: ο Θεός κενωμένος, όπως τον κατάντησε το πάθος της αγάπης του για τον άνθρωπο.
Στη διάρκεια της περιόδου του συγκερασμού βυζαντινής και αναγεννησιακής τεχνοτροπίας επανιστορήθηκαν και δυο αρχαίοι ναοί για τους οποίους κάναμε λόγο και προηγουμένως. Είναι, πρώτα, η Αγία Παρασκευή στη Γεροσκήπου. Από την αγιογράφηση του τέλους του 15ου αιώνα ξεχωρίζουν οι δυο παραστάσεις από θεομητορικές γιορτές: η Γέννηση της Θεοτόκου και τα Εισόδια. Είναι γεγονός πως τα Ευαγγέλια, οι μόνες απόλυτου κύρους ιστορικές πηγές της αυγής του χριστιανισμού, δε μας δίνουν πολλές πληροφορίες για τη ζωή της Παναγίας. Εντούτοις, οι αγιογράφοι, στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν τον εικονογραφικό κύκλο της θεομήτορος, αναζήτησαν άλλες πηγές, σε διηγήσεις και παραδόσεις που καταγράφτηκαν σε εξωκανονικά κείμενα. Έτσι μπόρεσαν να παραστήσουν γραφικότατα γεγονότα.
Ο άλλος αρχαίος ναός είναι η Χρυσελεούσα της Έμπας. Εδώ ο αγιογράφος θέλησε να τονίσει, ανάμεσα στις εικόνες που σχεδίασε, τα γεγονότα που ακολούθησαν την Ανάσταση του Χριστού. Αν δε δεχτούμε, αν δεν πιστέψουμε στην Ανάσταση, όλη η πίστη μας είναι χωρίς νόημα. Για την Ορθοδοξία το κεντρικό γεγονός της ζωής του Θεανθρώπου είναι η Ανάσταση. Μια σειρά από τις εμφανίσεις του Χριστού μετά την Ανάσταση, όπως καταγράφονται στα έντεκα αποσπάσματα των Ευαγγελίων που αναγιγνώσκονται στους κυριακάτικους Όρθρους, ιστορήθηκαν στη δυτική καμάρα του ναού της Χρυσελεούσας: Οι Μυροφόρες διαπιστώνουν την Ανάσταση, Μη μου άπτου, Εις Εμμαούς, Η ψηλάφηση του Θωμά, Στην όχθη της Τιβεριάδας. Η Ανάσταση είναι διαπιστωμένη από συγκεκριμένους και αξιόπιστους μάρτυρες.
Η τελευταία εξελικτική φάση της βυζαντινής τέχνης της Κύπρου εντάσσεται στην τεχνοτροπία που γενικότερα είναι γνωστή ως κρητική σχολή, γιατί τα πιο αξιόλογα δείγματα είχαν αρχικά επισημανθεί στην ενετοκρατούμενη Κρήτη. Όμως και τα κυπριακά δείγματα δεν υστερούν. Αντίθετα, μπορεί να γίνει λόγος για ακμή της εκκλησιαστικής ζωγραφικής το 16ο αιώνα στην Κύπρο.Το καθολικό της Μονής του Αγίου Νεοφύτου, τρουλαία τρίκλιτη βασιλική, κτίσμα του 16ου αιώνα, διακοσμήθηκε σ’ όλες τις επιφάνειες των τοίχων του, αλλά σήμερα σώζονται μόνο ελάχιστες εικόνες στις καμάρες που στεγάζουν τα χαμηλότερα κλίτη, και στο Ιερό.
Η πιο ενδιαφέρουσα σύνθεση είναι εκείνη του Ακάθιστου Ύμνου. Το υπέροχο αυτό κατόρθωμα της βυζαντινής ποίησης ενέπνευσε συχνά τους αγιογράφους της μεταβυζαντινής περιόδου, εξαιτίας της ποικιλίας των ζωγραφικών διατυπώσεων που επιτρέπει. Οι είκοσι τέσσερις οίκοι-στροφές του έδωσαν αφορμές ανανέωσης της καλλιτεχνικής έκφρασης, αλλά και υλοποίησης της βαθιάς ευλάβειας των αγιογράφων. Ενδιαφέρουσα, ωστόσο, είναι και η προσωπογραφία του Αγίου Αλεξίου του Ανθρώπου του Θεού στα χαρακτηριστικά του οποίου διακρίνονται παράλληλα η αβρότητα της αριστοκρατικής του καταγωγής και η σκληρότητα της ασκητικής του προσπάθειας.
Εξαιρετικές προσωπογραφίες αγίων πέτυχε και ο αγιογράφος του μονόχωρου ξυλόστεγου έγκλειστου ναού της Μεταμόρφωσης στο Παλαιχώρι: ο Άγιος Μάμας, ο Άγιος Μερκούριος, ο Άγιος Γεώργιος, Ο Άγιος Δημήτριος, οι πολεμιστές, οι πρόμαχοι του Γένους, αυτοί που θα το προστατεύσουν στη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής που αρχίζει· ο Άγιος Ιλαρίων, ο Άγιος Ονούφριος, ο Άγιος Αντώνιος, ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, οι ασκητές, οι καρτερικοί, οι δάσκαλοι της υπομονής που θα χρειαστούν οι Ρωμιοί της Κύπρου.Τελειώνοντας την περιήγησή μας στους θησαυρούς της παράδοσής μας, αξίζει να προσέξουμε τον ταπεινό ναΐσκο του Αρχαγγέλου στη Γαλάτα. Βρίσκεται δίπλα στην Παναγία της Ποδίθου και αγιογραφήθηκε από έναν επώνυμο καλλιτέχνη, το Συμεών Αξέντη, στα 1514. Παρά το μικρό του μέγεθος και κατά συνέπεια τις περιορισμένες δυνατότητες που έδινε στον αγιογράφο, ο ναός αυτός είναι σημαντικότατος από την άποψη της ιστορίας της κυπριακής ζωγραφικής, γιατί αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της κρητικής σχολής στην Κύπρο.
Ξεκινώντας από την πιο ενδεικτική παράσταση της σχολής, τη Μικρή Δέηση, όπου η Θεοτόκος και ο Πρόδρομος περιβάλλουν ικετευτικά τον ένθρονο Χριστό, δεόμενοι για τη σωτηρία του κόσμου, παρακολουθούμε τα έργα της πίστης και της τέχνης του Αξέντη και την προσοχή μας ελκύει ιδιαίτερα μια μικρή πολλαπλή εικόνα της βόρειας γωνιάς του δυτικού τοίχου, που ιστορήθηκε για να θυμίζει στους πιστούς την προδοσία του Απόστολου Πέτρου: τρεις φορές αρνήθηκε τον Κύριό του στην πιο κρίσιμη ώρα, και τότε ο πετεινός έγινε αφορμή να συνειδητοποιήσει το ολίσθημά του και να μετανοήσει. Η παράσταση αυτή χρησιμοποιείται πολύ συχνά το 15-16ο αιώνα. Άραγε να ’χει να κάμει αυτή η συχνή παρουσία της με την ανάγκη να υπομνησθεί σε όσους ορθόδοξους Ρωμιούς από ανάγκη ή συμφέρον εγκατέλειπαν τα πάτρια ήθη, ο δρόμος της επιστροφής, ή, προφητικά ενεργώντας, οι αγιογράφοι ήθελαν να αφήσουν στους περιπεσόντας σύντομα στην οθωμανική καταπίεση συμπατριώτες τους το μήνυμα πως, κι αν ακόμα, μέσα στην οδυνηρή εμπειρία της κατοχής ενδώσουν, η Εκκλησία θα τους περιμένει να ξαναγυρίσουν μετανοιωμένοι στην αγκαλιά της;
Η Εκκλησία, γεμάτη συγκατάβαση για την ανθρώπινη αδυναμία, δεν παραλείπει καμιά ενέργεια προκειμένου να εξασφαλίσει το συμφέρον της σωτηρίας των τέκνων της. Δυο χιλιάδες τώρα χρόνια η ζωγραφική των λατρευτικών χώρων διδάσκει στους πιστούς το μυστήριο της Λύτρωσης με τον πιο προσληπτό στην ανθρώπινη δυνατότητα τρόπο. Και η ναοδομία στεγάζει τις συνάξεις της στρατευμένης Εκκλησίας συνάπτοντάς την με την θριαμβεύουσα και καθιστώντας την το σώμα που κεφαλή του είναι ο Χριστός. Το πλήρωμα της κυπριακής Εκκλησίας είχε στο διάβα των αιώνων αξιοποιήσει πλήρως τις δυο αυτές, καλλιτεχνικής φύσης δυνατότητες.

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2007

Υφαντό



αρμονία
μέσα από
την ποικιλότητα





Λεπτή, ευλύγιστη επιφάνεια, προϊόν διαπλοκής/διασταύρωσης νημάτων (βαμβακερών, μάλλινων, λινών, μεταξωτών) στον αργαλειό* [=υφαντικό ιστό], πεποικιλμένη με χρωματιστά ενυφασμένα σχήματα.


Η διαδικασία δημιουργίας του, οι πρώτες ύλες που το συνθέτουν και το αποτέλεσμα που προκύπτει εκφράζουν την αρμονία μέσα από την ποικιλότητα.

Σχήματα και χρώματα συμπλέκονται, εργαλεία και υλικά χρησιμοποιούνται με φαντασία και δημιουργικότητα για να παραγάγουν, αλληλοσυμπληρούμενα,
ο μ ο ρ φ ι ά.






* Πολύ ωραίος χώρος πληροφοριών: http://users.att.sch.rg/vaxtsavanis/page29.html

(Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν αυτό τον ορισμό,
καθώς και εκείνη του προφίλ, προέρχονται από το
Κέντρο Κυπριακής Χειροτεχνίας)

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2007

Εκκλησία: διακονία


Από τότε που έμαθα ολίγα ελληνικά γράμματα, εξανίσταμαι οσάκις ακούγεται η λεκτική ξυνωρίδα (όλο και σπανιότερα, ευτυχώς) «εξοχότατος υπουργός». Ο λόγος είναι γιατί η έννοια του ορθότατου για τη συγκεκριμένη χρήση όρου υπουργός αποκλείει παντάπασιν την ιδιότητα του έξοχου, πόσο μάλλον του εξοχότατου. Έξοχος είναι κάποιος που προβάλλει πάνω από τους άλλους, κάποιος που επιβάλλεται στους άλλους, ενώ υπουργός είναι αυτός που προσφέρει υπηρεσίες, που εκτελεί την αγγαρεία χάριν κάποιου άλλου. Οι υπουργοί μιας κυβέρνησης και ο καλύτερός τους, ο πρώτος, ο πρωθυπουργός, αναλαμβάνουν να υπηρετούν τον κατά το πολίτευμα φορέα της εξουσίας, στις δημοκρατίες τον αφέντη λαό. Εξοχότατοι υπηρέτες; Όχι, φυσικά. Ευπειθέστατοι, μάλιστα!
Οι αρμοδιότητες εκάστου υπηρέτη και η αποφασιστική δυνατότητα που του παρέχεται από το πολίτευμα για να μπορεί να διεκπεραιώνει το έργο που του ανατίθεται ουδόλως συνιστούν «εξοχή». Τυχόν αυτού του είδους αντίληψη θα υποδήλωνε σφετερισμό και ιδιοτέλεια. Δεν ισχυρίζομαι ότι κάτι τέτοιο δε συμβαίνει ποτέ. Αντίθετα. Είναι ιστορικά σχεδόν σύνηθες άνθρωποι στους οποίους ανατίθεται η διεκπεραίωση κυβερνητικού έργου με την ιδιότητα, προφανώς, του υπηρέτη του αναθέτοντος να οικειοποιούνται, στο μέτρο των αδυναμιών τους, την εξουσία του αφέντη προκαλώντας, ενίοτε και ανεπανόρθωτες, καταστροφές. Ο Ιωσήφ Στάλιν παρέσχε, ίσως, το γνωστότερο χαρακτηριστικό παράδειγμα αρνητικών συνεπειών ενός τέτοιου σφετερισμού. Κατέστρεψε την ωραιότερη, μετά το 1789, προοπτική αναδιαμόρφωσης των ανθρώπινων σχέσεων, αυτήν που γέννησε η Οκτωβριανή Επανάσταση.
Μάλλον σας δημιουργήθηκε η εντύπωση πως έγινε λάθος και μπήκε ξένος τίτλος σ’ αυτό το κείμενο. Όχι· για διακονία μιλούμε. Απλά, ξεκινήσαμε από το έλασσον για να αντέξουμε το μείζον.
Αν αυτά ισχύουν, δηλαδή, στην Πολιτεία, στην εγκοσμιότητα, είναι ευλόγως αναμενόμενο ότι θα ισχύουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στην Εκκλησία, όπου η σχετική προμετωπίδα είναι «ὁ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος». Το βράδυ πριν τη σύλληψή του από τη ρωμαϊκή φρουρά και τους εγκάθετους του ιουδαϊκού κατεστημένου ο Ιδρυτής της Εκκλησίας, σε μια σημαδιακή ώρα διδασκαλίας προς τους ακόλουθούς του, ενήργησε και επεξήγησε, δηλαδή εφάρμοσε, την επιθυμία του όσοι θα ηγηθούν στον αγώνα για το άπλωμα του μηνύματός του να το πράξουν με τον τρόπο της διακονίας - όχι με τον τρόπο της εξουσίας. Αυτό σημαίνει ότι ο Επίσκοπος είναι ο επικεφαλής της διακονίας, ο πρώτος και καλύτερος υπηρέτης του πληρώματος, αυτός που ζωσμένος την ποδιά της αγγαρείας υπηρετεί τους αδελφούς του για να τους μεταδώσει το ευαγγέλιο της απελευθέρωσης από το θάνατο.
Τώρα, πώς το λέντιον εξελίχθηκε στις απομιμήσεις των βαρύτιμων ενδυμάτων του ρωμαίου αυτοκράτορα, και η ταπεινή υπηρεσία σε απαιτητική υπηρέτηση, είναι υπόθεση ιστορικών περιστάσεων, αλλά, κυρίως, ανθρώπινων αδυναμιών. Αν με μια ...μικρή παραχάραξη ο υπηρέτης έχει την ευκαιρία να μετέρχεται τρόπους και να απολαμβάνει προνομίες αφεντικού, δύσκολα θα καταφέρει να μην το αποπειραθεί, ιδίως αν η περιρρέουσα πραγματικότητα το ευνοεί.
Κάθε μορφής εξουσιαστική συμπεριφορά είναι ξένη προς την ιεροσύνη. Πλην, είναι αλήθεια ότι πολλοί ιερωμένοι -και δεν αναφέρομαι, βέβαια, στους ταπεινούς εφημερίους- φέρονται ως πολυπράγμονες αυθέντες, βοσκοί πραγματικού ποιμνίου καθόλου συμβολικών προβάτων, και σφετερίζονται ισχύ που κανείς δεν τους έχει εκχωρήσει. Ο ίδιος ο Χριστός, σύμφωνα με τη σχετική ευαγγελική διήγηση, αποποιήθηκε με οργή την προσφορά μιας τέτοιας εξουσίας, κοσμικού χαρακτήρα. Οι Απόστολοι και οι πρωτοχριστιανικοί Πατέρες την απέρριψαν κατεπανάληψη με βδελυγμία. Δυστυχώς, την ορέγονται και, αν τα καταφέρουν, την απολαμβάνουν ουκ ολίγοι εκκλησιαστικοί άνδρες, όχι μόνο σήμερα, αλλά από αιώνες. Ο παπισμός, η επίσημη παραχάραξη του χριστιανισμού με την εισβολή του εξουσιασμού, φαίνεται εξαιρετικά ελκυστικός σε πλήθος υψηλόβαθμους κληρικούς και στην καθημάς ορθόδοξη Ανατολή. Όσα διαδραματίζονται στις μέρες μας στην Εκκλησία δείχνουν, αλίμονο, την κατεύθυνση που πήραν τα πράγματα. Συμπαρομαρτούσης της ατμοσφαίρας (κομματικές σκοπιμότητες, αναξιοπιστία της πολιτικής ηγεσίας κ.λ.π.), η εκκλησιαστική ηγεσία έπαυσε να αναγνωρίζει όρια στην (ανυπόστατη, έτσι κι αλλιώς) εξουσία της, και πλησίστια επιζητεί την καθυπόταξη πάσης αρχής στις επιλογές της.
Αν, επιπλέον, προσφέρεται και γερή δόση πρώτης ύλης, ήτοι αφθόνου χρήματος με ανεμπόδιστη και αναπολόγητη εκταμίευση, για κατασκευή αυλικών, κολάκων και παντός είδους ακολούθων, τότε το πράγμα παραγίνεται. Στην περίπτωση της εκκλησιαστικής ηγεσίας της Κύπρου, όχι μόνο συντρέχει και αυτό το αρνητικό, αλλά εκδηλώνεται στην πιο ακραία μορφή του. Πώς, λοιπόν, να συμμαζέψει ο άνθρωπος τα πάθη του;
Ας επανέλθουμε, όμως, στα ...επίθετα, οπόθεν εκκινήσαμε. Ονειρευτείτε, χριστιανοί, μιαν εποχή όπου παναγιότατοι και μακαριότατοι και σεβασμιότατοι, και εξοχότατοι και εκλαμπρότατοι, βεβαίως, θα αποβάλουν και τους μακρόσυρτους κωμικούς υπερθετικούς και όσα τους ακολουθούν, χρυσαφένια και αδαμαντοκόλλητα, και θα κατέβουν από τα νέφη των αυλοκολάκων για να διακονήσουν το λαό. Τότε, ίσως να μην είναι και τόσο περιζήτητες οι θέσεις -υπηρετών-, οπότε θα αποφεύγονται και τα παρατράγουδα. Μη μου λέτε πως τέτοια δε γίνονται. Δεν απελπίζομαι!

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2007

Τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας




ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ
Τα σύντομα σημειώματα που θα δημοσιευθούν κάτω απ' αυτό τον τίτλο έχουν σκοπό να βοηθήσουν τους αναγνώστες να γνωρίσουν καλύτερα τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας. Περιορίζονται σε λίγα κατατοπιστικά στοιχεία που θα ενημερώσουν αδρά, καί θα προτρέψουν, μάλλον, παρά θα διαφωτίσουν ολότελα, τον πιστό να προσεγγίσει αυτή την πλούσια ευλογία, και να επωφεληθεί πνευματικά. Βέβαια, οι φιλακόλουθοι, ιδίως, χριστιανοί έχουν πολλαπλές εμπειρίες από τα λειτουργικά βιβλία, γιατί, κι αν ακόμα δεν τα 'πιασαν ποτέ στα χέρια τους, όμως, επανειλημμένα τα είδαν και συχνά ακροάστηκαν το περιεχόμενό τους. Τα σημειώματά μας, λοιπόν, ως επί το πλείστον, θα οικοδομούν πάνω σε υπαρκτά θεμέλια και δε θα δυσκολεύονται να πείθουν για την αξία του λειτουργικού έντυπου θησαυρού. Γιατί, αληθινά, για θησαυρό πρόκειται. Τον συνέθεσαν, αποθησαυρίζοντας στα βιβλία αυτά τον προσωπικό τους θείο έρωτα, γενεές αγίων συγγραφέων και ποιητών που καταξιώθηκαν να γίνουν όργανα του Αγίου Πνεύματος και στόματα του Λόγου. Μέσα στα ιερά αυτά βιβλία περιέχεται και αποκρυσταλλώνεται η λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας· αποτυπώνεται η τεχνική με την οποία προσεύχεται, δηλαδή επικοινωνεί, και λατρεύει, δηλαδή εκφράζει την ανταπόκριση στην αγάπη Του, τον Κύριό της, ο τρόπος με τον οποίο τελεί το Μυστήριο και πραγματοποιεί τις ιερές τελετές της για τη δόξα του Τριαδικού Θεού και τον αγιασμό του περιούσιου λαού Του.
Είναι αλήθεια πως αναφερόμαστε σε μια ολόκληρη βιβλιοθήκη που δεν είναι εύκολο να βρίσκεται στα σπίτια όλων των πιστών. Κάθε ορθόδοξος ναός, φυσικά, έχει τα βιβλία αυτά σε πολλαπλά αντίτυπα σε χρήση των κληρικών, ανωτέρων και κατωτέρων. Τα περισσότερα είναι αποτεθειμένα στα αναλόγια των ιεροψαλτών, αλλά μπορεί κανείς να τα βρει και σε δημόσιες βιβλιοθήκες· οπωσδήποτε ουδείς εμποδίζεται να τα αποκτήσει αγοράζοντάς τα από τα εκκλησιαστικά βιβλιοπωλεία.
Σήμερα, όπως, άλλωστε, συμβαίνει με όλα τα βιβλία, η εξασφάλιση αντιτύπων είναι σχετικά ευχερής, μια και πολλοί εκδοτικοί οίκοι προσφέρουν προσιτές, εύωνες εκδόσεις, σε αντίθεση με παλαιότερες εποχές, οπότε τα λειτουργικά βιβλία ήταν δυσεύρετα και η απόκτησή τους προϋπέθετε υπέρογκη δαπάνη. Αν, μάλιστα, μεταφερθούμε στην πριν τον Γουτεμβέργιο εποχή, όταν παράγονταν χειρόγραφα στα αντιγραφτήρια των μοναστηριών, το όνειρο της απόκτησής των από μικρούς ναούς ήταν άπιαστο. Οι πρώτες έντυπες εκδόσεις έγιναν το 16ο αιώνα στη Βενετία από τα ελληνόγλωσσα τυπογραφεία που ιδρύθηκαν εκεί. Οι εκδόσεις αυτές στερεοποίησαν το περιεχόμενο των εκκλησιαστικών λειτουργικών βιβλίων και τους έδωσαν γενικό χαρακτήρα, καθιερώνοντας τη σχετικά ομοιόμορφη λατρευτική τακτική πέρα ώς πέρα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, μια και ίσαμε τότε επικρατούσαν επιμέρους ιδιομορφίες που οφείλονταν στις συχνά διαφορετικές επιλογές από τις τοπικές Εκκλησίες. Τα λειτουργικά βιβλία, και ως χειρόγραφα, αλλά και ως έντυπα κατόπιν, και μέχρι τις μέρες μας, μεταφράστηκαν σε πλήθος γλώσσες, παλαιότερα κυρίως τις σλαυικές· σήμερα η πιο συστηματική προσπάθεια μετάφρασης γίνεται στα κορεάτικα, γλώσσα λαού που δέχεται το συστηματικό ορθόδοξο ευαγγελισμό εδώ και δεκαετίες. Τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας διακρίνονται σε τρεις ομάδες-κατηγορίες. Στην πρώτη εντάσσονται όσα περιέχουν κείμενα από την Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, διαμορφωμένα σε εδάφια (μικρά τμήματα) για να διαβάζονται στη θεία λατρεία· είναι το Ευαγγέλιο, ο Απόστολος, το Προφητολόγιο και το Ψαλτήριο. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι ποικίλες μορφές και επιτομές του Ευχολογίου, δηλαδή εκείνα που περιέχουν τις ευχές καί τις διαδικασίες - την τάξη - των ιερών τελετών της Εκκλησίας. Στην τρίτη ομάδα ταξινομούνται όσα περιέχουν τις Ακολουθίες της προσευχής της Εκκλησίας, όπως τελούνται κάθε μέρα σ' όλη τη διάρκεια του λειτουργικού χρόνου, και είναι το Τυπικό, το Ωρολόγιο, η Παρακλητική, το Τριώδιο, το Πεντηκοστάριο και τα Μηναία· τα τέσσερα τελευταία είναι τα υμνογραφικά, δηλαδή αυτά που καταγράφουν την υμνολογία, τα ψαλλόμενα ποιήματα που χρησιμοποιούνται στη λατρεία. Στα πιο πρόσφατα χρόνια κυκλοφόρησαν και διάφορες ανθολογίες από όλα τα λειτουργικά βιβλία, οι πιο γνωστές και εύχρηστες από τις οποίες είναι οι Συνέκδημοι ή Συνόψεις.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τo βιβλίο αυτό προορίζεται για λειτουργική μόνο χρήση, και δεν ταυτίζεται με το τμήμα εκείνο του κειμένου της Καινής Διαθήκης που ονομάζουμε, επίσης, Ευαγγέλιο. Με την έννοια που χρησιμοποιούμε τη λέξη όταν αναφερόμαστε στην Καινή Διαθήκη, υπάρχουν τέσσερα Ευαγγέλια, του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη. Για να αποφεύγεται η κάποια σύγχυση, οι Βυζαντινοί ονόμαζαν το λειτουργικό βιβλίο Ευαγγελιστάριο, ο όρος, όμως, αυτός εγκαταλείφθηκε εδώ και πολύ καιρό. Η διαφορά έγκειται στον τρόπο προσφοράς του περιεχομένου· ενώ στο καθένα από τα τέσσερα Ευαγγέλια παρατίθεται μια χρονολογική διήγηση περί του Κυρίου Ιησού Χριστού, από την αρχή της ενανθρώπησής του ώς την αναχώρησή του από τον κόσμο, με την έμφαση, βέβαια, στα τρία χρόνια της σωτηριώδους Διδασκαλίας του και του λυτρωτικού Πάθους του, στο λειτουργικό Ευαγγέλιο το κείμενο είναι χωρισμένο σε περικοπές, δηλαδή αποσπάσματα από τα τέσσερα Ευαγγέλια, έτσι ώστε σε κάθε Θεία Λειτουργία, γιορταστικό Όρθρο και Εσπερινό, Ακολουθία Μυστηρίου ή ειδική ιερή τελετή να διαβάζεται από μια που να ταιριάζει με την περίσταση, ή τo νόημα του γεγονότος που εορτάζεται, ή το θέμα που θέλει εκάστοτε η Εκκλησία να προβάλει. Στους αναστάσιμους κυριακάτικους Όρθρους, π.χ., διαβάζονται κατά σειρά ανακυκλούμενα τα εωθινά Ευαγγέλια, δηλαδή οι έντεκα περικοπές από τους τέσσερις Ευαγγελιστές, που αναφέρονται στις εμφανίσεις του αναστημένου Χριστού ίσαμε την Ανάληψη. Όταν, εξάλλου, γιορτάζονται Μάρτυρες, διαβάζονται οι περικοπές που αναφέρονται στην εχθρότητα του κόσμου προς τους φίλους του Χριστού (Λουκ. κα 12-19, Ιω. ιε 17- ιστ 2), ενώ, όταν γιορτάζονται Ιεράρχες, η περικοπή για το άλας της γης και το φως του κόσμου (Ματθ. ε 14-19). Όταν, τέλος των παραδειγμάτων, τελείται το Μυστήριο του Γάμου αναγιγνώσκεται η περικοπή που αφηγείται το θαύμα της μετατροπής του νερού σε κρασί στην Κανά της Γαλιλαίας (Ιω. β 1-11), για να υποστηριχτεί η αντίληψη για την ευλογία του Γάμου από τον ίδιο το Σωτήρα.
Το Ευαγγέλιο-Ευαγγελιστάριο διαιρείται σε δύο κύρια μέρη. Στο πρώτο περιέχονται οι περικοπές από τους τέσσερις Ευαγγελιστές κατά τη σειρά, ως επί το πλείστον, που συναντώνται στα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Η ανάγνωση αρχίζει από τη Θεία Λειτουργία της Ανάστασης με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, συνεχίζεται με το Ματθαίο μετά την Πεντηκοστή και το Λουκά από το τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου (φθινοπωρινή ισημερία - αρχή του βυζαντινού έτους), και ολοκληρώνεται με το Μάρκο κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Στο δεύτερο μέρος περιέχονται οι περικοπές που διαβάζονται στις Ακολουθίες του ακίνητου εκκλησιαστικού εορτολογίου, από την 1η Σεπτεμβρίου μέχρι την 31η Αυγούστου. Στο τέλος παρατίθενται τα έντεκα εωθινά και οι ειδικές περικοπές για τις ποικίλες ιεροτελεστίες.
Το Ευαγγέλιο είναι το ιερότερο βιβλίο της Εκκλησίας μας. Συνήθως δεμένο με τιμαλφές κάλυμμα, διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους και ένθετες εικόνες, βρίσκεται μόνιμα πάνω στην Αγία Τράπεζα του Ιερού Βήματος. Εξεικονίζει τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, του οποίου, άλλωστε, περιέχει το βίο, τα θαύματα και τη διδασκαλία, όπως τα διέσωσαν οι θεόπνευστοι Ευαγγελιστές. Όπως ο Λόγος του Θεού, ο Χριστός, σαρκώθηκε και έζησε ανάμεσα στους ανθρώπους, έτσι και ο θείος Λόγος (το χαρμόσυνο άγγελμα της Λύτρωσης) αποτυπώθηκε σε γραπτό κείμενο, περικλείστηκε στο ιερό βιβλίο κι έγινε ορατός, ακουστός και ψηλαφητός. Γιαυτό τιμάται τόσο έντονα από την Εκκλησία το Ευαγγέλιο. Καθώς συμβαίνει και με τις ιερές εικόνες του Κυρίου (και της Θεοτόκου, και των Αγίων) το Ευαγγέλιο λιτανεύεται, θυμιάζεται και προσκυνείται. Είναι ενδεικτικό, επίσης, το γεγονός ότι η δημόσια ανάγνωσή του γίνεται αποκλειστικά από ανώτερους κληρικούς, δηλαδή Επισκόπους, Πρεσβυτέρους και Διακόνους. (Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η "παραδοσιακή αδεία" ανάγνωση και από λαϊκούς της αναστάσιμης περικοπής του Εσπερινού της Αγάπης, σε διάφορες γλώσσες).
Σε κάθε σύναξη της Εκκλησίας ο ίδιος ο Χριστός επικοινωνεί μέσω του Ευαγγελίου Του με το λαό του Θεού· όπως "τω καιρώ εκείνω", έτσι και κάθε μέρα, κάθε ώρα, ευαγγελίζεται τη Σωτηρία που έφερε στον κόσμο. Το Ευαγγέλιο αποτελεί το ετήσιο διδακτικό πρόγραμμα πνευματικής τροφοδοσίας και τον άξονα της εν Χριστώ ζωής των πιστών. Άλλωστε, το κήρυγμα, όπως και η υμνολογία, το περιεχόμενο του Ευαγγελίου υπομνηματίζει, σχολιάζει και αναλύει. Το Ευαγγέλιο, η αδιάκοπη ανάγνωσή του, αποτελεί τη σταθερή ανανέωση της διαρκούς παρουσίας του Θεανθρώπου εν μέσω του χριστοφόρου λαού.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Το βιβλίο αυτό είναι, από την άποψη της δομής του, ακριβές αντίστοιχο του Ευαγγελίου. Αντί, όμως, να περιέχει περικοπές από τα κείμενα των τεσσάρων Ευαγγελιστών, περιέχει [α] περικοπές από τις Πράξεις των Αποστόλων (έργο του Ευαγγελιστή Λουκά), δηλαδή την αφήγηση των ιδρυτικών γεγονότων της Εκκλησίας, και της ιεραποστολικής δράσης των δώδεκα Αποστόλων στα Ιεροσόλυμα και του Αποστόλου Παύλου στα έθνη, και [β] περικοπές από τις Επιστολές (τις δεκατρείς του Αποστόλου Παύλου προς κατονομαζόμενες τοπικές Εκκλησίες ή ακριβώς προσδιοριζόμενα πρόσωπα, την Προς Εβραίους, και τις επτά Καθολικές των Αποστόλων Ιακώβου {1}, Πέτρου {2}, Ιωάννου {3}, και Ιούδα {1} προς μεγάλες ομάδες νεοφωτίστων), δηλαδή τα σχετικά σύντομα κείμενα που συντάχτηκαν για να καλύψουν συγκεκριμένες πνευματικές ανάγκες των πιστών και περιέχουν την αποστολική διδασκαλία για το πρόσωπο του σωτήρα Χριστού, και το συνεπακόλουθο της Πίστης ήθος των Χριστιανών, όπως διατυπώθηκε μέσα στη ζύμωση των πρώτων δεκαετιών της ζωής της Εκκλησίας.
Η σπουδαιότητα του ιερού βιβλίου του Αποστόλου είναι ανάλογη του περιεχομένου του. Η Εκκλησία που θεμέλιό της έχει το κήρυγμα των Αποστόλων, με την ανάγνωση των λόγων τους κατά τις ιερές συνάξεις, οικοδομείται και στηρίζεται στην Πίστη. Ακούει αδελφικά τη διδασκαλία τους και διατηρώντας αιώνια ζωντανή την παρουσία τους ανάμεσα στα μέλη της επωφελείται από τη συνεχή καθοδήγησή τους στο φωτεινό δρόμο της εν Χριστώ ζωής και Σωτηρίας.
Με το ίδιο, λοιπόν, σύστημα που διαρθρώθηκε το Ευαγγέλιο, έχουν διαιρεθεί και τα κείμενα του Αποστόλου για να διαβάζονται παράλληλα με τις ευαγγελικές περικοπές στις λατρευτικές συνάξεις της Εκκλησίας. Κυρίως στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, αμέσως πριν την ανάγνωση του Ευαγγελίου, είναι που προσφέρονται στους πιστούς τα αποσπάσματα του Αποστόλου. Οι Πράξεις διαβάζονται κατά την περίοδο από το Πάσχα ίσαμε την Πεντηκοστή, και οι Επιστολές κατά το υπόλοιπο λειτουργικό έτος, σε σειρά που δεν ακολουθεί πάντα εκείνη του κανόνα της Καινής Διαθήκης. Για τις Λειτουργίες των Κυριακών προτιμούνται οι Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, και η Προς Εβραίους ειδικά για εκείνες των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Τέτοια μορφή έχει το πρώτο μέρος του βιβλίου. Στο δεύτερο περιέχονται οι περικοπές που είναι επιλεγμένες για να διαβάζονται στις διάφορες επετείους του έτους, ταιριαστές με το θέμα της γιορτής ή το βίο και την πολιτεία του Αγίου του οποίου τελείται η μνήμη. Σε παράρτημα, πάλι, βρίσκονται οι αποστολικές περικοπές που διαλέχτηκαν για να αναγιγνώσκονται στις ποικίλες ιεροτελεστίες. Είναι αλήθεια πως στο δεύτερο μέρος και το παράρτημα, στις έντυπες εκδόσεις του βιβλίου, που κυκλοφορούν, βρίσκει κανείς, για λόγους εξοικονόμησης χώρου, μάλλον παραπομπές παρά τα ίδια τα κείμενα, μια και για τις περισσότερες περιπτώσεις τα επιλεγμένα αποσπάσματα είναι τα ίδια που έχουν προταθεί για ανάγνωση στην ετήσια σειρά. Ιδίως στις μνήμες Αγίων οι περικοπές είναι επαναλαμβανόμενες.
Της ανάγνωσης της αποστολικής περικοπής προηγείται η απαγγελία ομάδας στίχων από τους Ψαλμούς που στην περίπτωση αυτή ονομάζεται προκείμενο (διαβάζεται προ του κειμένου). Τα προκείμενα, όπως και άλλοι στίχοι Ψαλμών που χρησιμοποιούνται σε διάφορες φάσεις της Θείας Λειτουργίας (αντίφωνα, κοινωνικά κ.λ.π.) δημοσιεύονται επίσης στο βιβλίο του Αποστόλου.
Τα αποστολικά αναγνώσματα είναι συνήθως σύντομα, 5-15 στίχοι. Το μικρότερο σε έκταση είναι εκείνο που διαβάζεται στο Μεγάλο Αγιασμό των Φώτων (Προς Κορινθίους), ακολουθούμενο με ελάχιστη διαφορά από εκείνο της Λειτουργίας των Χριστουγέννων (Προς Γαλάτας). Η συντομία έχει μια εύλογη αιτία και μια αρνητική συνέπεια. Η αιτία βρίσκεται στη δυσκολία των νοημάτων των αποστολικών κειμένων· δεδομένου ότι σχεδόν πάντα αποτελούν τη θεολογική ανάπτυξη των λόγων και του έργου του Χριστού, για την κατανόησή τους απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και συγκέντρωση· είναι χαρακτηριστικό ότι οι μεγαλύτερες περικοπές είναι των Πράξεων, επειδή πρόκειται για ευκολονόητη, σχετικά, διήγηση γεγονότων. Η συνέπεια, πολλές φορές, βρίσκεται σε αντίθεση με την αιτία· λόγω, ακριβώς, της συντομίας, αναγιγνώσκονται οι περικοπές τόσον εμμελώς, ώστε συχνά είναι αδύνατο να αντιληφθούν το νόημα ακόμη και οι εγκρατείς στη γλώσσα και τη θεολογία. Αλλά η ανάγνωση των αποστολικών έργων και λόγων στη λατρεία είναι αποκάλυψη της χριστιανικής Αλήθειας και μετάδοση στο σώμα της Εκκλησίας των εμπειριών αυτοπτών και αυτηκόων μαρτύρων της επί γης παρουσίας του Κυρίου, και δεν αρμόζει να γίνεται με τρόπο που αποκρύπτει το νόημα και αδρανοποιεί το στόχο της ανάγνωσης. Η Εκκλησία προέκρινε ανέκαθεν το λογαοιδικό τρόπο για την ανάγνωση του Αποστόλου, δηλαδή την απαγγελία του διά της παρατάσεως αριθμού συλλαβών, και μάλιστα των καταλήξεων των φράσεων, ακριβώς γιατί ο τρόπος αυτός αναδείκνυε και τόνιζε το νόημα του κειμένου, όντας, τρόπον τινά, απομίμηση της φωνής των κηρύκων.
Για την ανάγνωση του Αποστόλου στα πλαίσια των λατρευτικών συνάξεων η Εκκλησία χειροθετούσε, παλαιότερα, ειδικό κατώτερο κληρικό, τον αναγνώστη. Ίσως δε θα 'ταν άσκοπο να γενικευτεί και πάλιν η συνήθεια αυτή, ώστε να επιτευχθεί, κατά το δυνατόν, η καλύτερη προσφορά των αποστολικών αναγνωσμάτων στους πιστούς.

ΠΡΟΦΗΤΟΛΟΓΙΟ
Σήμερα η Εκκλησία χρησιμοποιεί αποσπάσματα από την Παλαιά Διαθήκη σε περιορισμένη κλίμακα. Στην αρχαία Εκκλησία η χρήση ήταν πιο πυκνή και η σημασία που δινόταν σ' αυτά πιο μεγάλη. Ας μην ξεχνούμε πως το αρχικό κήρυγμα των Αποστόλων ξεκίνησε μέσα στις εβραϊκές συναγωγές και βασίστηκε στην εκπλήρωση διά του Χριστού-Μεσσία των προσδοκιών του ιουδαϊκού λαού. Βέβαια, ενωρίς η Εκκλησία ξεκαθάρισε τη θέση της απέναντι στη μωσαϊκή θρησκεία, και στα πλαίσια αυτού του ξεκαθαρίσματος δέχτηκε ως Παλαιά Διαθήκη όχι το εβραϊκό πρωτότυπο της Βίβλου, αλλά την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα (πραγματική ερμηνεία του εβραϊκού κειμένου από 72 λόγιους ελληνιστές Ιουδαίους, που έγινε στην Αλεξάνδρεια με τη φροντίδα του Έλληνα βασιλιά Πτολεμαίου Β' του Φιλάδελφου {283-246 π.Χ.} για διευκόλυνση των ελληνοφώνων Εβραίων της Αιγύπτου).
Τα αποσπάσματα, πέραν του βιβλίου των Ψαλμών, που βρίσκονται σήμερα σε λειτουργική χρήση προέρχονται κυρίως από τη Γένεση, τις Παροιμίες και τον Προφήτη Ησαΐα· άλλες σκόρπιες περικοπές προέρχονται από την Έξοδο, τον Ιώβ, τη Σοφία Σολομώντος, και τους Προφήτες Ιερεμία, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ και Ιωνά. Όλα όσα αναγιγνώσκονται στις λατρευτικές συνάξεις της Εκκλησίας έχουν άμεση νοηματική σχέση με την προϊστορία της εν Χριστώ Σωτηρίας ή προαναγγέλλουν την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού. Η ιστορία των Εβραίων, η θεόπνευστη λογοτεχνία τους και ο θρησκευτικός τους νόμος αφορούν την Εκκλησία, μόνο ως προτυπώσεις της δικής της ιστορίας και ζωής, ως απλή παιδαγωγία εις Χριστόν, δηλαδή προκαταρκτική ετοιμασία του ανθρώπου για να δεχτεί τη μοναδικά απόλυτη αποκάλυψη του Θεού διά του Κυρίου Ιησού Χριστού. Στα ίδια, μάλιστα, πλαίσια θα μπορούσαν να είχαν εισαχθεί και κείμενα άλλων λαών, αρχαία ελληνικά ή ινδικά ή κινεζικά, που παρέχουν τις ίδιες ευκαιρίες διαπίστωσης της πραγματικότητας ότι ο Θεός, στην ερωτική του διάθεση απέναντι στον άνθρωπο, έσπειρε πλουσιοπάροχα την πνοή του σ' όλους τους λαούς, ετοιμάζοντας την έλευση του Θεανθρώπου. Το επιπλέον, η μεγάλη συνεισφορά των Εβραίων δεν έγκειται τόσο στα γραπτά μνημεία της ιδιαίτερης σχέσης τους με το Θεό, όσο στη ζωντανή εμπειρία της σχέσης μαζί του που κορυφώθηκε με τη γέννηση από το γένος τους της Θεοτόκου, αυτής που δάνεισε σάρκα στο Θεό για να σκηνώσει ως άνθρωπος ανάμεσά μας.
Οι περικοπές από την Παλαιά Διαθήκη διαβάζονται συνήθως στους Εσπερινούς των γιορτών και τις Ακολουθίες των Μεγάλων Ωρών. Όμως, ίσως, οι πιο γνωστές είναι οι Προφητείες του Αγιασμού των Θεοφανείων και εκείνες της Λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου. Αυτές, μάλιστα, οι τελευταίες, ιδίως η διήγηση των περιπετειών του Ιωνά και των Τριών Παίδων, είναι κοσμαγάπητα ακροάματα· άλλωστε, και το πασίγνωστο άσμα "Τον Κύριον υμνείτε...", δεν είναι παρά κομμάτι της Προφητείας του Δανιήλ. Η τοποθέτηση των αποσπασμάτων της Παλαιάς Διαθήκης κυρίως στους Εσπερινούς έγινε για να είναι ενταγμένα στο σωστό λειτουργικό πλαίσιο, μια και ο Εσπερινός συμβολίζει την προχριστιανική χρονική περίοδο, πριν τον ερχομό του φωτός στον κόσμο. (Η χριστιανική εποχή συμβολίζεται με τον Όρθρο, την Ακολουθία του ξημερώματος).
Σήμερα οι περικοπές της Παλαιάς Διαθήκης δεν εκδίδονται σε ξεχωριστό λειτουργικό βιβλίο. Δημοσιεύονται σκορπισμένες στα υμνογραφικά βιβλία, ως πρόσθετο υλικό, για λόγους πρακτικούς και τεχνικούς. Λίγες καθώς είναι, χωνεύονται στο Τριώδιο και τα Μηναία, στις αντίστοιχες θέσεις των Ακολουθιών των δεσποτικών και θεομητορικών γιορτών και των μνημών των Αγίων. Βέβαια, σε βιβλιοθήκες χειρογράφων και παλαιτύπων μπορεί κανείς να βρει, ως ανεξάρτητα βιβλία, τις συλλογές των περικοπών της Παλαιάς Διαθήκης, με τον τίτλο Προφητολόγιο.
Ας σημειώσουμε πως όταν γιορτάζονται οι μνήμες Αγίων Αποστόλων-συγγραφέων Επιστολών, στη θέση των αποσπασμάτων από την Παλαιά Διαθήκη, διαβάζονται τμήματα των έργων τους. Τα κομμάτια αυτά ανήκουν στην ύλη του Προφητολογίου και όχι του Αποστόλου.
Εκείνο που, αναπάντεχα για τον πρόχειρο θεολογούντα, εκπλήττει, είναι η πλήρης απουσία από τα βιβλία των αναγνωσμάτων ενός --του μοναδικού-- από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Θα ανέμενε κανείς ότι κάποια αποσπάσματα από την Αποκάλυψη του Ιωάννη θα βρίσκονταν τουλάχιστον στο Προφητολόγιο. Η Εκκλησία, όμως, έκρινε εξαρχής ότι το έργο αυτό του ιερού Ευαγγελιστή δεν έπρεπε να διαβάζεται στις λατρευτικές συνάξεις των πιστών. Έτσι, απουσιάζει ο Προφήτης της Καινής Διαθήκης, όπως, άλλωστε, απουσιάζει και ο εις το μέσον των δύο Διαθηκών ιστάμενος Προφήτης και Πρόδρομος Ιωάννης ο Βαπτιστής που, ως γνωστό, δε συνέγραψε ο,τιδήποτε.

ΨΑΛΤΗΡΙΟ
Ψαλμοί ονομάζεται ένα από τα ποιητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Απαρτίζεται από ύμνους και προσευχές που συνέθεσαν διάφοροι ανώνυμοι και επώνυμοι Ιουδαίοι ποιητές, ανάμεσα στους οποίους και ο βασιλιάς Δαβίδ (βασίλευσε στην αρχή της 1ης χιλιετίας π.Χ.) ο οποίος θεωρείται μέγας λογοτέχνης της σημιτικής παραδόσεως. Οι Ψαλμοί, ως γεγονός, είναι θαυμάσιας λυρικής έμπνευσης έργα και, οπωσδήποτε, συγκαταλέγονται ανάμεσα στα σπουδαιότερα έργα τέχνης της ανθρωπότητας. Η συλλογή καταρτίστηκε σταδιακά, με αυστηρή επιλογή από πλείστα παρόμοια θρησκευτικά ποιήματα που πλάθονταν και κυκλοφορούσαν ανάμεσα στο λαό του Ισραήλ για αιώνες. Περιλαμβάνει 150 διαφόρων μεγεθών κείμενα που άλλα είναι τραγούδια δοξολογικά/ευχαριστήρια για τις δωρεές του Θεού, και άλλα είναι ικετευτικά και εκζητούν τη βοήθεια και την προστασία του. Πολλά εκφράζουν τη μετάνοια, και παρακαλούν για συγχώρηση και συγκατάβαση, ενώ άλλα είναι γεμάτα εχθρότητα προς τους αντιπάλους των Εβραίων και απαιτούν από το Θεό τη σκληρή τιμωρία τους. Ως σύνολο είναι, ίσως, η πιο πλήρης και εκφραστική επικοινωνία του ανθρώπου με το Δημιουργό του που επιτεύχθηκε ποτέ με τη μορφή του ποιητικού λόγου. Συγκρίσιμα ποιήματα προς τους Ψαλμούς έγραψαν, στην ελληνική γλώσσα, στη χριστιανική πια εποχή, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Μπορεί ακόμα, ως παράλληλο, να αναφερθεί η σχετικά επιτυχής απόπειρα του ρωμαίου αυτοκράτορα Λέοντα Στ' του Σοφού (αρχή του 10ου αιώνα) να γίνει ο Δαβίδ της Εκκλησίας με τη σύνθεση των εξαίρετων εωθινών στιχηρών δοξαστικών και άλλων ύμνων του.
Τους Ψαλμούς χρησιμοποιούσαν οι Εβραίοι στις συναγωγές τους, και η χρήση αυτή κληρονομήθηκε και στην Εκκλησία. Άλλωστε, στις πρώτες εκατονταετίες, οι Χριστιανοί δε διέθεταν τον υμνολογικό και λειτουργικό πλούτο που εξασφάλισαν αργότερα· έτσι αξιοποίησαν στις συνάξεις τους τις ποιητικές προσευχές των Εβραίων, μέσα στις οποίες, πολλές φορές, έβρισκαν συμβολισμούς και προτυπώσεις για το Χριστό. Εξάλλου, οι Χριστιανοί αισθάνονταν ως κληρονόμοι των επαγγελιών του Θεού προς τον Ισραήλ και, συνεπώς, και όλου του υλικού που δημιουργήθηκε στα πλαίσια της προσωπικής σχέσης του με τον εκλεκτό λαό του. Δεν είναι, όμως, άσχετο με την προτίμηση των Χριστιανών στους Ψαλμούς και το γεγονός ότι και ο ίδιος ο Κύριος στη διάρκεια της επίγειας ζωής Του τους είχε χρησιμοποιήσει και καθαγιάσει, εφόσον έζησε ως πιστός Ισραηλίτης.
Σε όλες της τις Ακολουθίες η Εκκλησία χρησιμοποιεί ή ολόκληρους Ψαλμούς ή μεμονωμένους στίχους τους. Η επιλογή γίνεται βάσει του θέματος και του περιεχομένου τους, και η αξιοποίησή τους αναλογεί σε ποικίλες περιστάσεις. Όμως, έχει καθιερωθεί να αναγιγνώσκεται και ολόκληρη η συλλογή σε εβδομαδιαίο κύκλο, στη διάρκεια των καθημερινών Ακολουθιών του Εσπερινού και του Όρθρου. Στα μοναστήρια τηρείται και σήμερα η λειτουργική αυτή τάξη, στους ενοριακούς ναούς, όμως, έχει εγκαταλειφθεί. Με βάση την τελευταία αυτή, συστηματική, χρησιμοποίηση των Ψαλμών εκδίδεται ένα εκκλησιαστικό λειτουργικό βιβλίο με το όνομα Ψαλτήριο, το οποίο περιέχει τους εκατόν πενήντα ψαλμούς διαιρεμένους σε είκοσι καθίσματα, δηλαδή είκοσι τμήματα περίπου ίσης διάρκειας ανάγνωσης. Κάθε κάθισμα υποδιαιρείται σε τρεις στάσεις. Με βάση τη διαίρεση αυτή στιχολογείται το σύνολο των Ψαλμών, απαγγέλλεται, δηλαδή, τμήμα τμήμα, έτσι ώστε σε μια βδομάδα να τελειώνει ολόκληρο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πιο συνηθισμένος για τους Χριστιανούς ψαλμός είναι ο πεντηκοστός ( Ν' ), " Ελέησόν με ο Θεός...", που ανέκαθεν συγκινεί κάθε συνειδητό πιστό, όντας μια από τις πιο πολύχρηστες προσευχές της Εκκλησίας. Ο Εξάψαλμος για να ξεκινήσει ο Όρθρος και ο Προοιμιακός για να ξεκινήσει ο Εσπερινός προκαλούν ομοίως τις πνευματικές δονήσεις που συχνά είναι απαραίτητο να προηγηθούν για να μπορέσουμε να γευτούμε την επικοινωνία με το Θεό.
Η παρουσία, εντούτοις, των Ψαλμών μέσα στο υλικό του λειτουργικού κύκλου της Εκκλησίας δεν περιορίζεται μόνο στην αυτούσια χρήση τους. Επεκτείνεται και στην επίδρασή τους στη διαμόρφωση και εξέλιξη του καινούριου υλικού ύμνων και προσευχών που παρήγαγε ο χριστιανικός κόσμος. Η επίδραση αυτή είναι άλλοτε άμεση, όταν ολόκληροι στίχοι μεταφέρονται και επαναλαμβάνονται μέσα στο νέο λεκτικό, και άλλοτε έμμεση, όταν οι υμνογράφοι εμπνέονται από το περιεχόμενο και τη μορφή των Ψαλμών.
Το Ψαλτήριο είναι το βιβλίο της διαχρονικής και διατοπικής ενότητας των φίλων του Θεού. Εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια μέσα από τους στίχους του αναπέμπεται παναρμόνιος ο ύμνος προς τον πλάστη και κυβερνήτη του κόσμου.

ΕΥΧΟΛΟΓΙΟ
Όπως πολύ παραστατικά το λέει και τ' όνομά του, το Ευχολόγιο είναι μια μεγάλη συλλογή ευχών (ευχάς+λέγω, όπως άνθη+λέγω=ανθολόγιο, παλαιά+λέγω=παλαιολόγος {λέγω στα αρχαία σημαίνει και μαζεύω, σήμερα λέμε συν+λέγω=συλλέγω, συλλογή}). Μια ανθολογία, με τη μεταφορική έννοια της λέξης αυτής, ευχών.
Ευχές ονομάζουμε στην εκκλησιαστική ορολογία όλα τα κείμενα, μακρά ή σύντομα αδιάφορο, βάσει των οποίων τελούνται από τους Επισκόπους και τους Πρεσβυτέρους οι αγιαστικές πράξεις, οι ιερουργίες της Εκκλησίας. Άλλες ευχές είναι ομαδοποιημένες σε ενότητες και, διανθισμένες με ύμνους και συμπληρωμένες με δεήσεις και αναγνώσματα, αποτελούν Ακολουθίες, ενώ άλλες είναι μεμονωμένες.
Οι Ακολουθίες είναι συχνά ασματικές, δηλαδή οι ύμνοι με τους οποίους είναι διανθισμένες είναι πολλοί και ενίοτε εναλλασσόμενοι (όχι όλοι πάντα σταθερά οι ίδιοι). Επτά από τις Ακολουθίες, οι σημαντικότερες, ονομάζονται Μυστήρια, άνκαι η Ορθόδοξη Εκκλησία προτιμά να αναφέρεται στο ένα και μοναδικό Μυστήριο που είναι η ίδια η θεανθρώπινη ύπαρξη και πνευματοκυβέρνητη λειτουργία της, και περιλαμβάνει όλους τους αγιαστικούς της τρόπους. Ας πάρουμε μερικά παραδείγματα. Η Ακολουθία του Στεφανώματος, ονομαζόμενη και Μυστήριο του Γάμου, περιλαμβάνει επτά ευχές, επανειλημμένες δεήσεις, αναγνώσματα Αποστόλου και Ευαγγελίου, λίγους ύμνους, απαγγελία της Κυριακής Προσευχής και μια σειρά εκφωνήσεις, όλα αυτά συνοδευμένα από ενέργειες/δράσεις (στέψη, χορός, ευλογίες κ.λ.π.). Η Ακολουθία του Μικρού Αποδείπνου περιλαμβάνει ευχές, " Ο εν παντί καιρώ...", "Άσπιλε, αμόλυντε...", "Και δος ημίν, Δέσποτα..." κ.ού.κ., αλλά είναι διανθισμένη και με ψαλμούς (τρεις από το Ψαλτήριο και τον ερανισμό ψαλμικών στίχων που επιγράφουμε Δοξολογία)· πέντε φορές το χρόνο προσθέτουμε στο Μικρό Απόδειπνο τον Ακάθιστο Ύμνο με τον Κανόνα του και έτσι το μετατρέπουμε σε ασματική Ακολουθία. Ο Όρθρος και ο Εσπερινός είναι ασματικές Ακολουθίες γιατί οι περιλαμβανόμενοι σ' αυτές ύμνοι είναι πολλοί και οι πλείστοι εναλλασσόμενοι κατά τη μέρα, την εβδομάδα και τη γιορτή, και πλεονεκτούν έναντι των περιορισμένων σε δεκατρείς και εφτά, αντιστοίχως, ευχών. Υπάρχουν Ακολουθίες σύντομες - λίγων λεπτών υπόθεση (π.χ. Ακολουθία επί Μνημοσύνω) και άλλες μακρότατες, ασματικές πάντα, που στα μοναστήρια κρατούν ώρες κι ώρες (π.χ. ένας πανηγυρικός Εσπερινός). Πάντως βασικό συστατικό όλων των Ακολουθιών, και των πιο εκτεταμένων, είναι οι Ευχές που περιέχονται σ' αυτές και οι οποίες κατά κάποιο τρόπο είναι τα οχήματα της χάριτος του Αγίου Πνεύματος που επιδαψιλεύεται στους επικαλουμένους και εκζητούντες τις δωρεές Του.
Είπαμε, όμως, πως η Εκκλησία διαθέτει και ένα μεγάλο απόθεμα μεμονωμένων Ευχών για ποκίλες περιστάσεις και ανάγκες των πιστών. Οι περιστάσεις αυτές μπορεί να είναι έκτακτες και σπάνιες, ίσως, όμως, και συνηθισμένες και καθημερινές. Αυτό δε δημιουργεί διαφορά για την Εκκλησία που είναι πάντα πρόθυμη να παρασταθεί στα μέλη της. Ιδού μερικοί τίτλοι: Ευχή επί θεμελίου οίκου, Ευχή εις βασκανίαν, Ευχή επί ευλογήσει οίνου, Ευχή εις νόσον βοών, Ευχή εις κατασκευήν σκάφους, Ευχή επί δυσκρασίας αέρων. Υπάρχει και Ευχή εις το ευλογήσαι άλας! Το άλας το αποφεύγουμε σήμερα γιατί το έχουμε ενοχοποιήσει για χίλιες δυο δυσλειτουργίες του αβροδίαιτου οργανισμού μας· είναι επειδή διαθέτουμε ψυγεία, καταψύκτες, μεθόδους παστερείωσης, εβαποροποίησης, αποστείρωσης, συσκευασίας εν κενώ, και διάφορα καρκινογόνα συντηρητικά, επιτρεπόμενα, λέει, και απαγορευμένα. Πριν ανακαλύψουμε όλα αυτά, οι άνθρωποι διέθεταν, σχεδόν αποκλειστικά, το άλας για να διατηρήσουν τα τρόφιμα, να 'χουν να καταναλώνουν όλο το χρόνο· γιαυτό ήταν τόσο σημαντικό, και φώναζαν τον παπά να το ευλογήσει, ώστε να 'ναι σίγουρα στη χρήση αποτελεσματικό. Υπάρχει και Ευχή εις το ευλογήσαι τυρόν και ωά! Η επιστήμη της Βιολογίας μας ενημερώνει σήμερα, μέσα από τις σελίδες ακόμα και της παιδικής μας εγκυκλοπαίδειας, πώς πήζει το γάλα για να γίνει τυρί· για τους προγόνους μας, όμως, ήταν ανεξήγητο μυστήριο. Η παρουσία του Ιερέα καθησύχαζε τις δικαιολογημένες φοβίες, εξομάλυνε τις ανησυχίες και ηρεμούσε το νου τους. Υπάρχει και Ευχή επί ανορύξει φρέατος! Γι' αυτήν κυκλοφορούσε παλιά μια ανέκδοτη, πλην Αληθινή ιστορία.
Πριν ογδόντα χρόνια σε ορεινό χωριό. Μια νέα μητέρα αισθάνεται απόγνωση με το μικρό της· είναι τριών χρόνων και μοιάζει αναμεσιαρούδιν (ενάμισυ χόνου), γιατί είναι ανόρεχτο και κακόσιτο. Η καλή γειτόνισσα την συμβουλεύει:
-- Γιατί εν πάεις, κόρη μου, στον παπάν να του θκιαβάσει, ν' ανοίξ' η όρεξη του μωρού;
Και να σου η μητέρα με το παιδί της στην αγκαλιά το δειλινό στην εκκλησιά, πριν ο παπάς βάλει ευλογητό για τον Εσπερινό.
-- Δάσκαλε, το μωρόν μου εν ανόρεχτον, να του θκιαβάσεις ν' ανοίξ' η όρεξη του. Βάζει ο παπάς το πετραχείλι του, το περνά στο κεφάλι του παιδιού, και παίρνει τη φυλλάδα. Φυλλομετρά, φυλλομετρά είναι γραμμένες μέσα του κόσμου οι Ευχές, πουθενά, όμως, κάτι για ανόρεχτα παιδιά. Ξαναρχίζει το φυλλομέτρημα κι η μητέρα αδημονεί. Ο παπάς είναι βέβαιος πως σε άλλη περίσταση είχε δει κάτι σχετικό. Σταματά απότομα, το βρήκε: Ευχή επί ανορύξει φρέατος. Σπεύδει να διαβάσει. Διαβάζει, χωρίς οπωσδήποτε κι αυτός, με τα λίγα του κολλυβογράμματα, να καταλαβαίνει το περιεχόμενο της Ευχής. Η μητέρα σταυροκοπιέται. Κάποτε τελειώνει ο παπάς, δίνει στο παιδί να φιλήσει την άκρη από το πετραχείλι, παίρνει το φιλοδώρημά του -τρία φρέσκα αυγά-, χαμογελά με βεβαιότητα που τη μεταδίνει και στη μητέρα. Φεύγει γρήγορα αυτή για να ετοιμάσει το δείπνο του παιδιού· είναι σίγουρη πως ωσότου φτάσουν στο σπίτι το παιδί θα βάλει τα κλάματα γυρεύοντας φαγητό. Βέβαια, εσείς θα πείτε πως δεν είναι δυνατό ν' ανοίξει η όρεξη ενός παιδιού με το να του διαβάσει ο παπάς την ευχή για το σκάψιμο πηγαδιού. Κι όμως· σε μια βδομάδα εκείνη η μητέρα επέστρεψε περιχαρής, έφερε και μια λαμπάδα για να πει θερμότερα το "ευχαριστώ" της. Η όρεξη του παιδιού άνοιξε, που δεν προλάβαινε να του μαγειρεύει! Ναι, με την ανάγνωση της άσχετης(;) ευχής.

Διαθέτουμε, λοιπόν, θαυματουργό βιβλίο στην Εκκλησία; Προς Θεού, δεν υπάρχουν θαυματουργά βιβλία· θαυματουργή είναι η Πίστη των απλών ανθρώπων που ξέρει να προσελκύει το μέγα θείον έλεος. Πάντως, διαθέτουμε ένα βιβλίο γεμάτο από Ακολουθίες και Ευχές που στα πλαίσια του Μυστηρίου της Εκκλησίας συντελούν στην πραγματοποίηση του μόνιμου καί αδιάκοπου θαύματος της εν Χριστώ Σωτηρίας του γένους των ανθρώπων. Για να ακριβολογήσουμε, όμως, πρέπει να πούμε πως το Ευχολόγιο δεν είναι έ ν α βιβλίο. Αν κάποιος εκδότης απεπειράτο να εκδώσει όλες τις Ακολουθίες και Ευχές που στους αιώνες της ζωής της Εκκλησίας παρήχθησαν και χρησιμοποιήθηκαν, θα προέκυπτε ένας τόμος εξαιρετικά δύσχρηστος λόγω του υπερβολικού όγκου του. Γιαυτό, το Ευχολόγιο εκδίδεται τμηματικά, κατατμημένο σε εύχρηστες συλλογές. Κι όταν, καμιά φορά, κάποιος φιλόδοξος εκδότης προχωρήσει σε εκτεταμένη έκδοση, την ονομάζει φιλάρεσκα "Μέγα Ευχολόγιον", αλλά διαπιστώνει πως και πάλι δε χώρεσαν όλα όσα θα μπορούσαν να περιληφθούν. Ας ξεκαθαρίσουμε ότι το Ευχολόγιο δεν είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε κάποτε από κάποιον και έκτοτε επανεκδίδεται αυτούσιο ή, έστω, αναθεωρούμενο. Είναι μια συλλογή που, κάθε φορά που, για αιώνες, δημοσιευόταν, πλουτιζόταν με νέο υλικό και διαρρυθμιζόταν για να καλύψει την τέλεση όλων των αγιαστικών πράξεων της Εκκλησίας. Οι συγγραφείς του είναι απειράριθμοι και το περιεχόμενό του ρευστό. Από τον 4ο αιώνα που υπολογίζεται η συγγραφή των παλαιότερων Ευχών, ίσαμε σήμερα, το Ευχολόγιο επεκτείνεται αδιάκοπα συγκεντρώνοντας την ευχολογική παραγωγή της Εκκλησίας. Όταν, λοιπόν, εκδίδεται, λαμβάνεται υπόψη κυρίως ποιος θα το χρησιμοποιεί, και καταβάλλεται φροντίδα να καλυφθούν οι δικές του πρωτίστως χρείες. Αν, δηλαδή, προορίζεται για τον Επίσκοπο θα περιλάβει όλες εκείνες τις Ακολουθίες και μεμονωμένες Ευχές που καλείται συνήθως να τελέσει ο Επίσκοπος (η επιτομή αυτή του Ευχολογίου ονομάζεται Αρχιερατικό). Αν προορίζεται για τον Πρεσβύτερο καταρτίζεται με βάση τις δικές του αρμοδιότητες (τότε η επιτομή ονομάζεται Ιερατικό). Όμως, γίνονται και εκδόσεις με βάση ενότητες περιεχομένων. Η πιο περιεκτική είναι το Αγιασματάριο με πολλές περιστατικές Ακολουθίες και Ευχές. Κυκλοφορούν και ανεξάρτητες Ακολουθίες (π.χ. του Ιερού Ευχελαίου), μερικές, μάλιστα απευθύνονται στους λαϊκούς για να μπορούν να παρακολουθούν με μεγαλύτερη προσοχή την τέλεση στη διάρκεια της λατρείας (π.χ. Ακολουθία του Μεγάλου Αποδείπνου) ή για να μελετούν κατ' ιδίαν (π.χ. Ακολουθία της Θείας Μετάληψης).
Ας δούμε τώρα αδρά, αλλά συγκεκριμένα, τα περιεχόμενα ενός (νοητού, έστω)... μεγίστου Ευχολογίου.
[α] Θεία Λειτουργία· δηλαδή τα κείμενα με τις Ευχές, τις δεήσεις κ.λ.π. της Λειτουργίας του Ιερού Χρυσοστόμου, του Μεγάλου Βασιλείου, του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου και των Προηγιασμένων.
[β] Ακολουθίες της καθημερινής προσευχής· δηλαδή τα σταθερά στοιχεία, όχι το εναλλασσόμενο ασματικό μέρος, του Εσπερινού, του Μεσονυκτικού, του Όρθρου, των Ωρών και του Αποδείπνου.
[γ] Ακολουθίες των βασικών αγιαστικών πράξεων· δηλαδή των Χειροτονιών, του Ευχελαίου, της Εξομολόγησης, του Βαπτίσματος, του Χρίσματος και του Στεφανώματος.
[δ] Ακολουθίες των δευτερευουσών αγιαστικών πράξεων· δηλαδή, π.χ., Εξόδιος (κηδεία), Αγιασμού, Ονοματοθεσίας, Εκκλησιασμού νεογεννήτου, Παρακλήσεως, Εγκαινίων ναού, Μοναχικής κουράς...
[ε] Μικρές περιστατικές Ακολουθίες δηλαδή, π.χ., Επί θεμελιώσει σχολείου, Επί εγκαινίοις αρδευτικού έργου...
[στ] Πλήθος περιστατικών μεμονωμένων Ευχών. Εδώ ας προσθέσουμε για επιπλέον παράδειγμα στα όσα προαναφέραμε, τις Ευχές εις κτήνη που φέρονται επ' ονόματι τριων Αγίων, Μοδέστου, Νικοδήμου και Μάμαντος.
[ζ] Πανάγιον δηλαδή, δίκην παραρτήματος, ο κατάλογος των γνωστών ονομάτων των Αγίων της Εκκλησίας. Από τα εκατομμύρια των Αγίων της δισχιλιόχρονης ιστορίας της Εκκλησίας, μόνο λίγων χιλιάδων τα ονόματα έχουν φτάσει ίσαμε μας. Αυτά τα λίγα είναι και τα χρησιμοποιούμενα σήμερα για ονοματοδοσίες νέων Χριστιανών. Η παράθεση αυτού του καταλόγου εξυπηρετεί μια ευνόητη σοβαρή πρακτική ανάγκη.

Στα κείμενα του Ευχολογίου συγκεντρώνεται όλη η θεολογική διδασκαλία της Εκκλησίας για το Μυστήριο της Σωτηρίας, όπως το κατεργάζεται με τις αγιαστικές της πράξεις, και διατυπώνεται η προσευχή και τα αιτήματά της προς το δομήτορά της Τριαδικό Θεό.

ΤΥΠΙΚΟ
Έχουμε ήδη πει πως στις ασματικές, κυρίως, αλλά και τις άλλες Ακολουθίες της καθημερινής προσευχής, συχνά υπάρχει μεγάλη μερίδα εναλλασσόμενου υμνογραφικού και αγιογραφικού υλικού, ανάλογα με τη μέρα, τη βδομάδα και τη γιορτή ή μνήμη που τελείται. Αυτό το τελευταίο ήταν πάντα ο πονοκέφαλος ο μεγάλος των αρμόδιων για τη ψαλμωδία κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας· δηλαδή το ποιους συνδυασμούς θα εκτελέσουν, ώστε να καλυφθεί υμνολογικά ολόκληρο το επετειακό περιεχόμενο της κάθε μέρας. Γιατί κάθε μέρα -- και τις εφτά της εβδομάδας, και τις 365/366 του χρόνου, και κάθε χρόνο, άγονται τουλάχιστον δύο επέτειοι από την ιστορία της Εκκλησίας· συνήθως άγονται περισ-σότερες και ενίοτε συμπίπτουν σημαντικές επέτειοι, και οι συμπτώσεις τους δεν είναι κάθε χρόνο οι ίδιες.
Το ανακάτεμα αυτό οφείλεται σε δυο αναπότρεπτες αιτίες. Η μια είναι η μόνιμη αδυναμία του αριθμού του συνόλου των ημερών του έτους να διαιρεθεί διά του αριθμού των ημερών της εβδομάδας (η διαίρεση 365/366:7 αφήνει υπόλοιπο). Έτσι οι ημερομηνίες δε συμπίπτουν κάθε χρόνο την ίδια μέρα· αν φέτο η 25η Δεκεμβρίου πέφτει Κυριακή, του χρόνου θα πέσει Δευτέρα, εκτός και ήταν δίσεκτος χρόνος, οπότε θα έπεφτε Τρίτη κ.ού.κ. Η δεύτερη, είναι ο τρόπος εύρεσης και τοποθέτησης μέσα στο έτος της ημερομηνίας του Πάσχα. Το Πάσχα, λέμε, είναι κινητή γιορτή, όπως και όσες άλλες παρασύρει μαζί του από την αρχή του Τριωδίου ίσαμε την Πεντηκοστή και παραπέρα ακόμη, όλες οι Κυριακές του χρόνου. Κινητή σημαίνει ότι κάθε χρόνο καθορίζεται διαφορετική ημερομηνία για το γιορτασμό του. Αυτό, βέβαια, ξεκινά από την ανάγκη να γιορτάζεται πάντα Κυριακή. Υπάρχει, όμως και μια άλλη δέσμευση, ας πούμε αστρονομική, που αποβλέπει στο γιορτασμό των επετείων του Πάθους και της Ανάστασης όσο πιο πιστά στο χρόνο που συνέβησαν τα γεγονότα, και τούτο γιατί η Εκκλησία θέλει να τονίζει την ιστορικότητα των γεγονότων αυτών. (Για τον ίδιο λόγο, π.χ., γίνεται αναφορά στο Σύμβολο της Πίστεως στον Πόντιο Πιλάτο). Να θυμηθούμε εδώ πως ο τρόπος που μετρούσαν το χρόνο οι αρχαίοι Ρωμαίοι και Εβραίοι και Αιγύπτιοι από τους οποίους έχουμε τις πληροφορίες για την εποχή του Χριστού, δεν ταυτίζεται με το δικό μας, και οι αντιστοιχίες είναι εξαιρετικά δύσκολες. Η Εκκλησία, λοιπόν, παίρνοντας υπόψη τις χρονολογικές και αστρονομικές μαρτυρίες των συγχρόνων προς τα γεγονότα όρισε τη Λαμπρή στην πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που ακολουθεί την εαρινή ισημερία. Αυτό δημιουργεί ένα άνοιγμα ενός περίπου μηνός, από τις αρχές Απριλίου ίσαμε τις αρχές Μαΐου, μέσα στο οποίο είναι δυνατό να τοποθετηθεί κάθε χρόνο το Πάσχα (π.χ. 1983 : 8 Μαΐου, 1991 : 7 Απριλίου).
Οι δυο αυτές αιτίες που δημιουργούν το ανακάτεμα στο περιεχόμενο των καθημερινών Ακολουθιών επέβαλαν την εκπόνηση δύσκολων μελετών για να προβλεφθούν όλες οι δυνατές περιπτώσεις συνδυασμών (π.χ. τι γίνεται αν συμπέσει η 14η Σεπτεμβρίου, γιορτή της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού, ημέρα Κυριακή, σταθερή επέτειο της Ανάστασης; τι γίνεται αν συμπέσει η 25η Μαρτίου, δεσποτική γιορτή του Ευαγγελισμού, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, διπλή επέτειο της Ανάστασης και επιπλέον της αναστήλωσης των Εικόνων;) και να καταστρωθεί ένα σύστημα άρτιας τέλεσής των, ώστε η κοινή λατρεία να φιλοπονείται με τάξη και ευπρέπεια. Οι μελέτες αυτές παλαιά γίνονταν στα μεγάλα μοναστήρια και, όπως είναι φυσικό, δεν έφταναν πάντα σε κοινά πορίσματα· έτσι κάθε μοναστήρι, κάθε επισκοπή σχεδόν, είχε το δικό της τρόπο να συγκιρνά το υμνολογικό και αγιογραφικό υλικό που προβλέπεται για κάθε επέτειο. Πορίσματα κάποιων σημαντικών κέντρων με τον καιρό επιβλήθηκαν, με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσουν ευρύτερα τα διάφορα Τυπικά, δηλαδή βιβλία στα οποία καταγράφονται οι ιδανικότεροι συνδυασμοί υλικού για όλες τις πιθανές περιπτώσεις συμπτώσεων. Σώζεται μέχρι σήμερα το χειρόγραφο του βυζαντινού Τυπικού της Αγίας Σοφίας, και άλλα, μοναστηριών του Αγίου Όρους. Τη μεγαλύτερη διάδοση απ' όλα τα Τυπικά είχε εκείνο της Λαύρας του Αγίου Σάββα των Ιεροσολύμων, που μετά την επεξεργασία του από Στουδίτες μοναχούς στην Κωνσταντινούπολη, διαδόθηκε σε πλείστα μοναστήρια και ενοριακούς ναούς. Βάσει του Τυπικού αυτού, έγιναν νέες μελέτες και προέκυψε αυτό που χρησιμοποιούμε σήμερα σ' ολόκληρη σχεδόν την ελληνόφωνη Ορθοδοξία, δηλαδή το "Τυπικόν της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας", δηλονότι του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στις αγιονορείτικες μονές, στην Πάτμο και τα Ιεροσόλυμα χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα Τυπικά που, όμως, ξεκινούν όλα από το ίδιο πρότυπο, εκείνο της Μονής του Αγίου Σάββα.

Βέβαια, η χρήση του Τυπικού δεν είναι εύκολη. Παλαιότερα υπήρχε σε κάθε ναό ειδικός στη χρήση του, που ονομαζόταν τυπικάρης. Σήμερα, για γενική διευκόλυνση, οι τοπικές Εκκλησίες (στην Κύπρο η Ιερά Αρχιεπισκοπή, στην Ελλάδα η Αποστολική Διακονία, αλλά και κάποιοι ιδιώτες) εκδίδουν κάθε χρόνο μικρά βιβλία που περιέχουν την τάξη των Ακολουθιών, όπως διαμορφώνεται σύμφωνα με τις συμπτώσεις που ισχύουν στο συγκεκριμένο έτος, με βάση πάντα, βέβαια, τις πρόνοιες του Τυπικού.

ΩΡΟΛΟΓΙΟ
Η λέξη ώρα στα αρχαία ελληνικά είχε δυο έννοιες επιφανειακά εντελώς άσχετες μεταξύ τους· σήμαινε [α] τη φροντίδα, και [β] τη χρονική περίοδο. Στη βυζαντινή ελληνική οι δυο έννοιες συνέπεσαν και η λέξη χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια πραγματικότητα που συνδύαζε τον καθορισμένης διάρκειας χρόνο με την επιμελή φροντίδα· σήμανε τη για ορισμένο χρόνο φρούρηση στρατιωτικών εγκαταστά-σεων, αυτό που λέμε σήμερα σκοπιά (ο τάδε στρατιώτης έβγαλε τη σκοπιά 4-6). Η λέξη μπήκε σύντομα στη μοναστηριακή ορολογία με την ίδια έννοια και τη διαφορά ότι τώρα δεν αναφερόταν σε στρατιώτες και φρούρια, αλλά σε ασκητές και σε επάλξεις προσευχής.
Έργο του μοναχού, αγωνιστή για την άλωση της Βασιλείας του Θεού, είναι η αδιάλειπτη προσευχή, η έγνοια να παραμένει αδιάκοπη η επικοινωνία γης και ουρανού. Έτσι, ώρες ονόμαζαν οι βυζαντινοί μοναχοί κάποια χρονικά διαστήματα έντασης προσευχής, που, μάλιστα, συνέπιπταν με τις αντίστοιχες αλλαγές της φρουράς στους πύργους των οχυρών που, πολλές φορές, περιέβαλλαν τα μοναστήρια. Συνήθως η πρώτη ώρα άρχιζε να υπολογίζεται με την ανατολή του ήλιου. Με τον καιρό ταξινομήθηκαν οι προσευχές κατά τη διάρκεια της ημέρας σε τέσσερις φάσεις που κάλυπταν την 1η, 3η, 6η και 9η ώρα, και οι Ακολουθίες που θεσπίστηκαν ονομάστηκαν αντίστοιχα Α' Ώρα, Γ' Ώρα, ΣΤ' Ώρα και Θ' Ώρα.
Τώρα, θα πείτε, περισσεύει να εξηγήσουμε τι είναι στη γλώσσα της λατρείας το Ωρολόγιο. Δεν είναι παρά το βιβλίο που περιέχει τις τέσσερις Ακολουθίες των Ωρών. Σχεδόν το βρήκαμε. Ας φέρουμε υπόψη κάποιες ακόμα πληροφορίες. Οι βυζαντινοί στρατιωτικοί, τις νυχτερινές σκοπιές, από τη δύση ίσαμε το ξημέρωμα, δεν τις ονόμαζαν ώρες, τις έλεγαν φυλακές (ρήμα φυλάττω). Στα μοναστήρια, όπου, ως γνωστόν, η νύχτα χρησιμοποιείται περισσότερο για προσευχή, είχαν ήδη οργανώσει το νυχτερινό χρόνο σε περιόδους προσευχής και δεν είχαν ανάγκη τη στρατιωτική τακτική και ορολογία. Οι Ακολουθίες της νύκτας, δηλαδή το Απόδειπνο, ο Εσπερινός, το Μεσονυκτικό και ο Όρθρος είχαν τα ονόματά τους, παρμένα από το χρόνο, πάλι, της τέλεσής τους, αμέσως μετά το δείπνο η πρώτη, περί λύχνων αφάς, δηλαδή το εσπέρας, όταν μετά τη δύση του ήλιου φαίνεται το πρώτο αστέρι η δεύτερη, στη μέση της νύκτας η τρίτη, και πριν και κατά το λυκαυγές, δηλαδή καθώς αχνοφέγγει, καθώς ανατέλλει ο Αυγερινός η τέταρτη. Οι Ακολουθίες αυτές (το σταθερό τους μέρος) είναι επίσης καταγραμμένες στο Ωρολόγιο για λόγους πρακτικούς, για να 'ναι, δηλαδή, συγκεντρωμένες όλες οι Ακολουθίες του νυχθημέρου στο ίδιο βιβλίο. Για τον ίδιο λόγο στο Ωρολόγιο, όταν εκδίδεται τύποις, προστίθενται και άλλες μικρές ασματικές, κυρίως, Ακολουθίες, όπως οι διάφοροι Παρακλητικοί Κανόνες που εντάσσονται κατά τη μοναστηριακή τάξη στις βασικές Ακολουθίες, ο Ακάθιστος Ύμνος, η Ακολουθία της Μεταλήψεως. Επίσης δημοσιεύονται στο Ωρολόγιο κάποιες εναλλακτικές Ακολουθίες, όπως τα Τυπικά, δηλαδή η Ακολουθία που τελείται αμέσως μετά τον Όρθρο, όταν δεν τελείται η Θεία Λειτουργία, ή το Μικρό Απόδειπνο που αποτελεί σύντμηση του αρχαίου (μεγάλου) Αποδείπνου. Τέλος εντάσσονται στο Ωρολόγιο και οι τέσσερις σπάνια τελούμενες --συνήθως από ερημίτες-- ενδιάμεσες των Ωρών μικρές Ακολουθίες, τα Μεσώρια.
Επειδή το Ωρολόγιο είναι βιβλίο καθημερινής χρήσης από τους ψάλτες, γιαυτό οι εκδότες του, ρίχνουν μέσα στην ύλη του και πολλά στοιχεία που ανήκουν στα υμνολογικά βιβλία. Έτσι, φυλλομετρώντας ένα σύγχρονο Ωρολόγιο βρίσκει κανείς δημοσιευμένες ομάδες ύμνων που πιθανολογεί ο εκδότης πως θα διευκολυνθεί ο ψάλτης αν τις βρει πρόχειρα εκεί. Η πιο εκτεταμένη τέτοια ομάδα είναι τα απολυτίκια και τα κοντάκια όλων των γιορτών και όλων των Αγίων των οποίων τελείται η μνήμη στη διάρκεια του εορτολογικού έτους. Απολυτίκια ονομάζονται σύντομοι ύμνοι που προορίζονται για το τέλος, την απόλυση των Ακολουθιών· σήμερα τα απολυτίκια ψάλλονται στη θέση τους μόνο στον Εσπερινό· επίσης ψάλλονται στη Θεία Λειτουργία, πριν και μετά τη Μικρή Είσοδο. Τα κοντάκια είναι αρχαιότροποι ύμνοι, που συνηθίζονταν πολύ τον 6ο και 7ο αιώνα. Τότε κατασκευάζονταν μακρά ποιήματα πολύστροφα, διηγηματικά, σχεδόν επικά. Είχαν μια πρώτη, εισαγωγική στροφή και ακολουθούσαν άλλες. Ελάχιστα από τα παλαιά εκείνα κοντάκια διασώθηκαν ολόκληρα (ο Ακάθιστος Ύμνος του Ρωμανού του Μελωδού είναι το γνωστότερο), έφτασαν, όμως, στα νεότερα χρόνια πολλές εισαγωγικές στροφές κοντακίων. Απομιμούμενοι αυτές, πολλοί υμνωδοί δημιούργησαν καινούριους ύμνους για γιορτές και Αγίους, που τους ονομάζουμε σήμερα κοντάκια. Μερικές, λοιπόν, χιλιάδες απολυτίκια και κοντάκια, συνθεμένα από δεκάδες παλαιούς και νέους υμνογράφους, θησαυρίζονται στο Ωρολόγιο καταλαμβάνοντας το ήμισυ, σχεδόν, του όγκου των συγχρόνων εκδόσεών του.
Και, για να ολοκληρώσουμε την περιγραφή του περιεχομένου του λειτουργικού βιβλίου με το παράξενο όνομα, να σημειώσουμε πως στο πνεύμα της διευκόλυνσης που προαναφέραμε, στο Ωρολόγιο μπορεί κανείς να βρει και πλήθος άλλες πληροφορίες για Αγίους και γιορτές, που το καθιστούν, εν πολλοίς, ψυχωφελέστατο εντρύφημα για κάθε πιστό.

ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΗ
Η ποίηση είναι τέχνη έκδηλα εκφραστική των αισθημάτων, των βιωμάτων, των εμπειριών και των στάσεων του ανθρώπου. Στην Εκκλησία η ποίηση αξιοποιήθηκε τα μέγιστα ως τρόπος προσευχής προς την Αγία Τριάδα, και ως έκφραση τιμής προς τα πρόσωπα εκείνα που διέπρεψαν στον αγώνα του βιασμού της Βασιλείας του Θεού. Η εκκλησιαστική υμνογραφία, έτσι ονομάζουμε την ποίηση που κρίθηκε πρεπούμενη για χρήση στη δημόσια λατρεία, γνώρισε σ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας της Εκκλησίας μεγάλη ακμή. Ποιητές-υμνογράφοι, κυρίως προερχόμενοι από τις τάξεις των μοναχών, με θεολογική σοφία και καλλιτεχνικό τάλαντο, κυρίως, όμως, με βαθιά Πίστη και θαυμαστή ταπείνωση, συνέθεσαν ύμνους, μέσα από μια μεγάλη ποικιλία εκφραστικών τρόπων, ξεχύνοντας όλη τη θέρμη της καρδιάς τους προς το μεγάλο Εραστή και Ερωμένο τους, στα πλαίσια πάντα της ανάγκης για επικοινωνία πλάσματος και Πλάστη.
Η ενανθρώπηση του θείου Λόγου κατέστησε το Θεό οικείο του ανθρώπου και προμήθευσε τις γέφυρες της επικοινωνίας· έτσι, στην Εκκλησία, η προσευχή είναι ουσιαστική, δεν είναι κραυγές απεγνωσμένες του ανθρώπου, ανάκουστες στο θρόνο του απρόσιτου Δημιουργού, αλλά συνομιλία, διάλογος, θερμή γραμμή συνεχούς επαφής, άμεσης συνάφειας. Η επικοινωνία --κοινωνία, καλύτερα-- αυτή, η προσευχή, είναι επόμενο να παίρνει ως προς το περιεχόμενό της τις τρεις μορφές που προσιδιάζουν στην ανθρώπινη διανοητική διαδικασία, δηλαδή να γίνεται δοξολογία, ευχαριστία και ικεσία. Δοξολογία, όταν η ψυχή πλημμυρίζει από θαυμασμό για το μεγαλείο του Θεού, τις κτιστές και άκτιστες ενέργειές του μέσα στον κόσμο, και πρώτιστα τη σωτήρια παρέμβασή του στην αμαρτωλή, ήτοι άστοχη κι αστόχαστη πορεία του ανθρώπου· ευχαριστία, όταν η ψυχή γεμίζει από βιώματα ευγνωμοσύνης για τις δωρεές του Δημιουργού, για την κυβερνητική του φροντίδα για τα πλάσματά του· ικεσία, όταν η ψυχή, βαρυμένη από τον ογκόλιθο της αμαρτίας, πονεμένη από το τραύμα της αποξένωσης από το Θεό, επικαλείται την ευσπλαγχνία του και εκζητεί το έλεός του. Και οι τρεις μορφές που παίρνει η προσευχή εκδηλώνονται μέσα στους ύμνους που χρησιμοποιούνται στη λατρεία. Πρέπει, όμως, να ομολογήσουμε πως το μεγαλύτερο κομμάτι της υμνογραφίας ρέπει προς την τρίτη μορφή, χωρίς, ωστόσο να σημαίνει τούτο πως στους ίδιους αυτούς ικετευτικούς ύμνους δεν απαντώνται και δοξολογικές ή ευχαριστήριες εκφράσεις. Στον ύμνο, λ.χ.,
Σῶσόν με, Κύριε, ὁ Θεὸς μου
Σὺ γὰρ πάντων ἡ σωτηρία·
ὁ κλύδων με τῶν παθῶν ἐκταράττει
καὶ τὸ βάρος τῶν ἀνομιῶν με βυθίζει·
δὸς μοι χεῖρα βοηθείας
καὶ πρὸς φῶς ἀνάγαγέ με κατανύξεως,
ὡς μόνος εὔσπλαγχνος καὶ φιλάνθρωπος.

όπου το κλίμα είναι έντονα ικετευτικό, οι στίχοι δεύτερος και έβδομος είναι δοξολογικοί.
Η υμνογραφική παραγωγή της Εκκλησίας μέχρι και τον 7ο αιώνα ήταν πλούσια όντως και σημαντική, αλλά ασυστηματοποίητη. Παράγονταν ύμνοι, χρησιμοποιούνταν στη λατρεία, διαφορετικοί κατά τόπους και κατά καιρούς, δεν είχε ακόμα, εντούτοις, διοργανωθεί μεθοδικά η ένταξη τους στο περιεχόμενο των λατρευτικών συνάξεων. Ωσότου έδωσε η Χάρη του Θεού το κατάλληλο όργανο. Θεολόγος άριστος, δογματικός ορθοδοξότατος, πιστός ένθερμος και ενθουσιώδης, έμπειρος των θείων ενεργειών, καλλιτέχνης ανυπέρβλητος, ποιητής και μελουργός -- Ιωάννης ο Δαμασκηνός ο Χρυσορρόας. Συστηματοποίησε πρώτα το μουσικό υλικό που είχε κληρονομηθεί στους βυζαντινούς από την αρχαία Ελλάδα· μάζεψε τα μουσικά θέματα (μοτίβα), τα επεξεργάστηκε, τα εμπλούτισε και τα ομαδοποίησε σε οκτώ Ήχους, δηλαδή μελωδικούς τρόπους, τρόπους αρμονικής σύνθεσης, οι οποίοι καθιερώθηκαν έκτοτε στη βυζαντινή μουσική, με τα ονόματα Πρώτος, Δεύτερος, Τρίτος, Τέταρτος, Πλάγιος πρώτος, Πλάγιος δεύτερος, Βαρύς και Πλάγιος τέταρτος. Συνακόλουθα, με βάση τα μοτίβα κάθε Ήχου, συνέθεσε οκτώ σειρές ύμνων με θέμα το απολυτρωτικό έργο του Σωτήρα και ιδίως το κοσμοσωτήριο Πάθος και τη ζωηφόρο Ανάστασή Του, διατυπώνοντας μέσα σ' αυτούς τη δογματική διδασκαλία και παράδοση της Εκκλησίας, ώστε ευσύνοπτα και ευμνημόνευτα να προσφέρεται στον πιστό το δογματικό υλικό, ενώ συνάμα θα ευφραίνεται από την αισθητική αξία των ποιημάτων-μελουργημάτων. Τους ύμνους αυτούς εξέδωκε σε βιβλίο που ονόμασε Οκτάηχο (sic) και πρότεινε να χρησιμοποιούνται στις κυριακάτικες λατρευτικές συνάξεις. Ιδού ένα λαμπρό ποίημα, στιχηρό στον Τέταρτο Ήχο:
Ἐν τῷ σταυρῷ σου, Χριστέ,
τῆς ἀρχαίας κατάρας ἠλευθέρωσας ἡμᾶς
καὶ ἐν τῷ θανάτῳ σου
τὸν τὴν φύσιν ἡμῶν τυραννήσαντα
διάβολον κατήργησας·
ἐν δὲ τῇ ἐγέρσει σου
χαρᾶς τὰ πάντα ἐπλήρωσας·
διό βοῶμἐν σοι
ὁ ἀναστάς ἐκ τῶν νεκρῶν,
Κύριε δόξα σοι.
Το έργο του Δαμασκηνού έγινε ασμένως δεκτό από την Εκκλησία, και γρήγορα ταλαντούχοι πιστοί, όπως Κοσμάς ο Αγιοπολίτης, Ανδρέας ο Κρήτης και Θεοφάνης ο Γραπτός, στ' αχνάρια του αρχηγέτη ποιητή, συνέθεσαν νέους ύμνους πλουτίζοντας συνεχώς την Οκτάηχο.

Όμως η Χάρη του Θεού δεν παύει να επιδαψιλεύεται. Τον 9ο αιώνα νέος αστήρ παμφαέστατος αναφαίνεται στο στερέωμα της εκκλησιαστικής υμνογραφίας. Μεγολόπνοος ποιητής, άξιος διάδοχος του Χρυσορρόα, Ιωσήφ ο Υμνογράφος. Συνέλαβε την ιδέα πως ό,τι δημιούργησε ο δάσκαλός του για τις Κυριακές, όφειλε να επεκταθεί και στις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας. Μάλιστα, καθώς ήδη στην πράξη της λατρείας κάθε μέρα, πέρα από την Κυριακή που ήταν αφιερωμένη στην Ανάσταση, έτεινε να αφιερωθεί και σε κάποιο ιερό πρόσωπο ή γεγονός, ήταν πια αναγκαίο να συστηματοποιηθεί, πάνω στο πρότυπο των κυριακάτικων Ακολουθιών, και το λατρευτικό υλικό για τις άλλες μέρες. Έτσι, επειδή η Δευτέρα από πολλούς εθεωρείτο αφιερωμένη στους Αρχαγγέλους και τα αγγελικά τάγματα, η Τρίτη στον Τίμιο Πρόδρομο, η Τετάρτη στην Παναγία Θεοτόκο, η Πέμπτη στους Αποστόλους, η Παρασκευή στη Σταύρωση και το Σάββατο στους Μάρτυρες και τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, ο Ιωσήφ συνέθεσε ύμνους αντίστοιχους εκείνων του Δαμασκηνού για κάθε ένα απ' αυτά τα ερεθίσματα σε κάθε έναν από τους οκτώ Ήχους. Δηλαδή, πρόκειται για παραγωγή εξαπλάσια του προτύπου σε όγκο, άνκαι όχι και σε καλλιτεχνική ποιότητα. Ιδού ένα παράδειγμα από το Βαρύ Ήχο την ημέρα Πέμπτη:
Μαθηταὶ τοῦ Κυρίου πανεύφημοι,
οἱ ὑφήλιον πᾶσαν
ὡς πυρσοὶ καταυγάσαντες,
ἐν σκότει με παθῶν καὶ πταισμάτων ὑπάρχοντα
φωτισθῆναι πρεσβεύσατε.
Όπως ήταν φυσικό, στα χρόνια που ακολούθησαν, και η Νέα Οκτάηχος, έτσι την ονόμασε, του Ιωσήφ, πλουτίστηκε από άλλους ποιητές.
Τα δύο βιβλία, του Δαμασκηνού και του Ιωσήφ, σιγά σιγά, καθώς αλληλοσυμπληρώνονταν, άρχισαν να αναπαράγονται σε κοινούς κώδικες και το περιεχόμενό τους να διαπλέκεται για να συναντάται στις σελίδες των κωδίκων με τη σειρά των ημερών. Επεκράτησε, μάλιστα ένας διορθωμένος τύπος του τίτλου: Οκτώηχος η Μεγάλη. Και όταν, αργότερα, τον 11ο αιώνα, οργανώθηκε παραπέρα η λατρεία, η Οκτώηχος αποτέλεσε το βασικό εργαλείο καθημερινής χρήσης στη ψαλμωδία, και το υλικό της διαχωρίστηκε με βάση τα προγράμματα προσευχής που εφαρμόστηκαν έκτοτε. Αργότερα παρατηρήθηκε πως το μεγαλύτερο μέρος των ύμνων έχει ικετευτικό χαρακτήρα και άρχισε να προτιμάται το όνομα Παρακλητική για να καθορίζεται η Οκτώηχος. Και, όταν το 1523 πρωτοεκδόθηκε τύποις στη Βενετία, προστέθηκε υλικό νεότερης παραγωγής, όπως νέες ασματικές ενότητες για τις καθημερινές, πάλι κατ' Ήχον, ή παλαιά έργα που βρίσκονταν ανένταχτα σε διάφορα βιβλία, αλλά είχαν ήδη καθιερωθεί στις Ακολουθίες, όπως τα εωθινά εξαποστειλάρια Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου και τα εωθινά δοξαστικά στιχηρά Λέοντος του Σοφού (αμφοτέρων ρωμαίων αυτοκρατόρων).
Σήμερα, όταν αναφερόμαστε στο λειτουργικό υμνολογικό βιβλίο της Παρακλητικής, εννοούμε το περιέχον τους ύμνους του εβδομαδιαίου ασματικού κύκλου της εκκλησιαστικής λατρείας σε οκτώ περιόδους, αντίστοιχες με τους οκτώ Ήχους της βυζαντινής μουσικής. Συνεπώς, κάθε 56 μέρες (7 εβδομάδες x 8 Ήχους) το περιεχόμενο της Παρακλητικής επαναλαμβάνεται, τηρουμένων πάντοτε των προνοιών του Τυπικού και των δεσμεύσεων που προκύπτουν από την ημερομηνία του Πάσχα κάθε χρόνου, μια και η χρήση της Παρακλητικής ξεκινά (εγκαινιάζεται) μετά από την Κυριακή των Αγίων Πάντων, κινητή εορτή, την επομένη της Πεντηκοστής.
Ήδη, στο σημείωμα αυτό αναφέραμε ονόματα που χαρακτηρίζουν ύμνους, και αξίζει να διευκρινίσουμε μερικά. Όλοι οι ύμνοι, ανάλογα [α] με το λειτουργικό προορισμό τους, τη θέση, δηλαδή, όπου τάχτηκαν μέσα στην Ακολουθία, και [β] με τις μελωδικές τους ιδιότητες, έχουν και κάποιο ειδικό όνομα. Στιχηρά λέγονται οι ύμνοι (άλλοτε ιδιόμελα - με πρωτότυπη και μοναδική μουσική σύνθεση, άλλοτε αυτόμελα - με μουσική πρωτότυπη που επιδέχεται μίμηση, και άλλοτε προσόμοια - προσαρμοσμένοι στη μουσική σύνθεση άλλου, πρωτότυπου ύμνου) που ψάλλονται αφού προηγηθεί απαγγελία συνεχών στίχων από τους Ψαλμούς· έχουμε τα στιχηρά των Αίνων στον Όρθρο (Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τὸν Κύριον...) και τα στιχηρά των Εσπερίων (Κύριε, ἐκέκραξα πρὸς Σέ...). Υπάρχουν και τα δοξαστικά στιχηρά, των οποίων προηγείται η μικρή δοξολογία - Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν - και είναι σχεδόν πάντα ιδιόμελα. Απόστιχα ονομάζονται οι ύμνοι που κυρίως ψάλλονται αφού προηγηθούν κάποιοι στίχοι, όχι όμως συνεχόμενοι, από τους Ψαλμούς· τα ψάλλουμε, συνήθως, πριν το τέλος του Εσπερινού. Καθίσματα, οι ύμνοι που ψάλλονται ανάμεσα σε ομάδες απαγγελλομένων Ψαλμών (στάσεων). Αντίφωνα, οι σύντομοι ύμνοι που ψάλλονται εναλλάξ με ψαλμικούς στίχους. Είναι αδύνατο να εξαντλήσουμε εδώ όλη την ονοματολογία των ύμνων. Ας κλείσουμε με μια κρίση για το βιβλίο που μας απασχόλησε σ' αυτό το σημείωμα.
Η Παρακλητική, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο λειτουργικό βιβλίο, μας προσφέρει ευκαιρίες προσέγγισης του Θεού και προαπόλαυσης της ευφροσύνης της Βασιλείας του.
ΤΡΙΩΔΙΟ
Όμως το βιβλίο που προκαλεί στον πιστό την ποθητή κατάνυξη, αυτό που, μάλιστα, αποκαλείται και Κατανυκτικόν, είναι το Τριώδιο. Με τους γλυκύτατους ύμνους του παίρνει την πέτρινη, τη σκληρή καρδιά μας και, συντρίβοντάς την πάνω στο διαμάντι της ταπείνωσης, διαβρέχοντάς την με τα δάκρυα της μετάνοιας, την οδηγεί στην κατάσταση εκείνη που μας επιτρέπει ν' ανοίξουμε χωρίς επιφυλάξεις τον εαυτό μας στη φωτολουσία της θείας Χάρης. Νύξη είναι το τσίμπημα, κατάνυξη το πολλαπλό τσίμπημα που μας συντρομάσσει και μας αφυπνίζει από το λήθαργο και την αποχαύνωση της αμαρτίας, μας κεντρίζει το ενδιαφέρον, συνδαυλίζει και παροξύνει την έγνοια μας για σωτηρία. Η παρακολούθηση, στη λατρεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, των ύμνων του Τριωδίου είναι -- αποδείχτηκε στη χιλιόχρονη χρήση του -- ένα κι ένα γι' αυτή την απαραίτητη στη ζωή μας λυτρωτική κίνηση. Ιδού ένα πρώτο δείγμα:
Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα·
ὀρθρίζει γὰρ τὸ πνεῦμα μου
πρὸς ναὸν τὸν ἅγιόν σου,
ναὸν φέρον τοῦ σώματος
ὅλον ἐσπιλωμένον.
Ἀλλ' ὡς οἰκτίρμων κάθαρον,
εὐσπλάγχνῳ σου ἐλέει.

Αλλά, θα θυμάστε, βέβαια, πως με τη λέξη Τριώδιο ονομάζουμε συνήθως μια συγκεκριμένη περίοδο του εορτολογικού έτους, και είναι μάλλον αυτή η χρήση που είναι η πιο γνωστή. Πράγματι, από το όνομα του βιβλίου που χρησιμοποιείται για δέκα εβδομάδες το χρόνο στις ασματικές Ακολουθίες της Εκκλησίας μας πήρε τ' ονομά της και η περίοδος της προετοιμασίας για το Πάσχα, και ιδίως οι τρεις πρώτες εβδομάδες αυτής της περιόδου, από την Κυριακή του Τελώνη ώς την Κυριακή της Τυρινής. Ωστόσο, και το βιβλίο τ' όνομά του δεν το πήρε αυθαίρετα. Ας εξετάσουμε την προέλευση του όρου αναλυτικά. Από τον 8ο αιώνα που εγκαταλείφθηκε η συνήθεια των υμνογράφων να συνθέτουν κοντάκια, άρχισε να ανθίζει μια νέα ποιητική μορφή που ονομάστηκε κανόνας· πρόκειται για ποιήματα ως επί το πλείστον λυρικά, δηλαδή εκφραστικά συναισθημάτων, πολύστροφα, αποτελούνται συνήθως από σαράντα περίπου στροφές χωρισμένες σε ομάδες των πέντε. Κάθε ομάδα υμνεί και μια πτυχή του θέματος του ποιήματος, αφορμώμενη από το θέμα μιας από τις εννέα βιβλικές Ωδές. (Ανάμεσα στα πεζά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης συναντούμε οκτώ μεμονωμένα τραγούδια: το θριαμβικό του Μωυσή μετά τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας, το θρηνητικό του ίδιου λίγο πριν το θάνατό του, την προσευχή της μητέρας του Προφήτη Σαμουήλ, την προσευχή του Προφήτη Αββακούμ, την προσευχή του Προφήτη Ησαΐα, την προσευχή του Προφήτη Ιωνά, την προσευχή των Τριών Παίδων και το δοξολογικό ύμνο των ιδίων. Επίσης στο Κατά Λουκάν ιερό Ευαγγέλιο καταγράφεται ο ευχαριστήριος ύμνος της Θεοτόκου για το θαύμα της σύλληψης του Υιού του Θεού στη μήτρα της.) Οι βιβλικές, λοιπόν, Ωδές αποτελούν τη βάση της έμπνευσης των ποιητών των κανόνων, γιαυτό και οι ολοκληρωμένοι κανόνες περιέχουν εννιά ομάδες ύμνων, τροπαρίων (λέγονται τροπάρια επειδή τρέπονται προς, ακολουθούν τη μελωδία ενός ειρμού, πρότυπου ύμνου που προηγείται), δηλαδή εννιά Ωδές. Πολύ συχνά η δεύτερη, ως υπερβολικά θρηνητική, παραλείπεται και οι πλείστοι κανόνες αποτελούνται από οκτώ Ωδές. Στο πέρασμα του καιρού εμφανίστηκε ένας νεοτερισμός. Ο ποιητής Κοσμάς, συγκεκριμένα, επινόησε μια νέα μορφή κανόνα με τρεις μόνο Ωδές, μορφή που άρεσε ιδιαίτερα στους Στουδίτες, τους υμνογράφους μοναχούς της Μονής Στουδίου της Κωνσταντινούπολης. Ο Κοσμάς και οι Στουδίτες πλούτισαν τις Ακολουθίες της πριν το Πάσχα περιόδου με τριώδια, κι όταν οι συλλογές εκδόθηκαν, τα πρωτότυπα αυτά ποιήματα έδωσαν τ' όνομά τους στα βιβλία. Συνοψίζοντας, λοιπόν, ξεκαθαρίζουμε πως τριώδιο ονομάζουμε [α] είδος εκκλησιαστικού ποιήματος, και [β] το υμνολογικό βιβλίο που περιέχει τέτοια ποιήματα, και [γ] την εορτολογική περίοδο κατά την οποία χρησιμοποιείται αυτό το βιβλίο, ιδίως τις τρεις πρώτες εβδομάδες της.
Ας γυρίσουμε, όμως, στο λειτουργικό βιβλίο που είναι το θέμα μας. Εκτός από τους ιδιόρρυθμους κανόνες, το Τριώδιο συγκεντρώνει νεότερο, αλλά και αρχαιότατο υμνογραφικό υλικό θαυμαστής ποικιλίας και εκλεκτής θεολογικής και καλλιτεχνικής ποιότητας, κατανεμημένο δυσανάλογα στις Ακολουθίες της περιόδου που καλύπτει. Δηλαδή, ένα μικρό μέρος προσφέρεται στους πιστούς τις τρεις πρώτες, προανακρουσματικές εβδομάδες, η ποσότητα αυξάνεται στις μέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κορυφούμενη στο Μεγάλο Κανόνα του Αγίου Ανδρέα Κρήτης, ένα εκτεταμένο (227 τροπάρια) μεγαλόπνοο ποίημα, καί το πλείστο και εξαιρετικότερο μέρος είναι αφιερωμένο στις Ακολουθίες, τους Όρθρους ιδίως, της Μεγάλης Εβδομάδας. Όλοι μένουμε εκστατικοί μπροστά στον υπέροχο πλούτο των ύμνων των ημερών που μας ποδηγετούν κάθε χρόνο από το Πάθος στην Ανάσταση, έργα εμπνευσμένων υμνογράφων, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει η μοναχή Κασσιανή, που στόχο τους έχουν να υπηρετήσουν το σκοπό της ιερής περιόδου, την προπαρασκευή μας για το Πάσχα.
Κλείνοντας παραθέτουμε ένα ιδιόμελο στιχηρό των Αίνων του Όρθρου της Μεγάλης Τρίτης, που υπομνηματίζει με λυρισμό την ευαγγελική περικοπή των Δέκα Παρθένων η οποία είναι ορισμένη να αναγιγνώσκεται αυθημερόν:
Ὁ τῇ ψυχῆς ραθυμίᾳ νυστάξας
οὐ κέκτημαι, νυμφίε Χριστέ,
καιομένην λαμπάδα τὴν ἐξ ἀρετῶν·
καὶ νεάνισιν ὡμοιώθην μωραῖς
ἐν καιρῷ τῆς ἐργασίας ρεμβόμενος.
Τὰ σπλάγχνα τῶν οἰκτιρμῶν σου
μὴ κλείσῃς μοι, δέσποτα·
ἀλλ' ἐκτινάξας μου τὸν ζοφερὸν ὕπνον,
ἐξανάστησον,
καὶ ταῖς φρονίμοις συνεισάγαγε παρθένοις
εἰς νυμφῶνα τὸν σὸν,
ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων
καὶ βοώντων ἀπαύστως·
Κύριε, δόξα σοι.
ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟ
Αν το Τριώδιο δίκαια χαρακτηρίζεται Κατανυκτικόν, δικαιότερα το Πεντηκοστάριο επονομάζεται Χαρμόσυνον. Το περιεχόμενό του κινείται σε τελείως διαφορετικό κλίμα. Έχει μεσολαβήσει η γιορτή της κοσμοσωτήριας Ανάστασης και, επειδή τα πάντα πεπλήρωται φωτός και χαράς, είναι φυσικό και οι ύμνοι που χρησιμοποιούνται στις ασματικές Ακολουθίες της Εκκλησίας να αποπνέουν τον αέρα του πανηγυρικού θριάμβου. Η νίκη πάνω στον έσχατο εχθρό του ανθρώπου και η κατάργηση του κράτους του θανάτου, η καθιέρωση της νέας ζωής για την ανθρωπότητα γεμίζουν την ψυχή του πιστού αγαλλίαση που αμεσότατα εκφράζεται στα τραγούδια του. Το Πεντηκοστάριο είναι το βιβλίο που περιέχει αυτή τη χαρμόσυνη ποιητική παραγωγή της Εκκλησίας, ξεκινώντας με τον αναστάσιμο παιάνα
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν
Θανάτῳ θάνατον πατήσας
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασιν
ζωὴν χαρισάμενος.
Δηλαδή, ο Χριστός, ο γυιός της Μαρίας από τη Βηθλεέμ, αυτός που πέθανε σαν κακούργος πάνω στο σταυρό και τάφηκε ξένος κι έρημος σε δανεικό τάφο, τυλιγμένος στα σάβανα και δεμένος χειροπόδαρα κατά τη συνήθεια του λαού του, ναι, αυτός σηκώθηκε όρθιος και βγήκε από τον τάφο! Ξέφυγε από το βασίλειο του Άδη, όπου οι νεκροί είναι αδιάκοπα δέσμιοι πληρώνοντας το τίμημα της παρακοής· ναι, ξέφυγε και γύρισε ανάμεσα στους ζωντανούς, γιατί ήταν αδύνατο να Τον κρατήσει ο Άδης, αφού δεν είναι απλά και μόνον άνθρωπος, αλλά συγχρόνως και αδιαιρέτως, πλην, ασυγχύτως και ατρέπτως, ο ίδιος ο παντοκράτορας Θεός. Νίκησε και κατατρόπωσε και υπέταξε με το θάνατό του το θάνατο, και τον εξανάγκασε να καταθέσει την εξουσία του πάνω στον άνθρωπο, εξουσία που απόκτησε όταν ο άνθρωπος αυτονομήθηκε κι αποκόπηκε από τον πλάστη Θεό. Τώρα, όμως, που στο πρόσωπο του Χριστού Θεός και άνθρωπος ενώθηκαν, η εξουσία του θανάτου καταλύεται και καταπαύεται. Έτσι, οι ενεργεία, αλλά και οι δυνάμει, νεκροί, οι υπήκοοι του καταργούμενου θλιβερού θανάτου ελευθερώνονται· ο Χριστός τους χαρίζει την ελευθερία, τους εισάγει στη νέα ζωή που καθιερώνει, τη ζωή των παιδιών του Θεού, των κληρονόμων της Βασιλείας Του.
Το Πεντηκοστάριο, λοιπόν, είναι το ιερό λειτουργικό βιβλίο που οι ύμνοι που περιέχει έχουν διαρρυθμιστεί έτσι, ώστε να ψάλλονται στις ασματικές Ακολουθίες από την Αγία και Λαμπρή Κυριακή του Πάσχα, μέχρι την απόδοση της μέγιστης γιορτής της Εκκλησίας, τριανταεννιά μέρες μετά. Επιπρόσθετα, γιαυτό, άλλωστε, λέγεται Πεντηκοστάριο (για 50 μέρες -- που στην πραγματικότητα είναι 57), περιέχει τους ύμνους για τις Ακολουθίες της γιορτής της Ανάληψης, και της Πεντηκοστής, δηλαδή των γενεθλίων της Εκκλησίας. Προκειμένου, μάλιστα, να φτάσει μέχρι την απόδοση της επετείου αυτής, καλύπτει και την τέλεση της μνήμης των Αγίων Πάντων, την έννατη Κυριακή από το Πάσχα. Κατακλειομένου του Πεντηκοσταρίου, ολοκληρώνεται και ο κύριος κύκλος του κινητού εορτολογίου που άρχισε με το Τριώδιο.
Η λειτουργική διαμόρφωση της περιόδου του Πεντηκοσταρίου, όπως, ανάλογα, άλλωστε, και κείνη του Τριωδίου, δεν έχει απλά και μόνο ιστορική αξία, στη βάση ότι ο Χριστός αναστήθηκε και αναλήφθηκε μετά σαράντα μέρες και κατέπεμψε την πεντηκοστή μέρα το Πανάγιο Πνεύμα που επεφοίτησε στους Αποστόλους και εγκαινίασε την Εκκλησία. Εμπεριέχει μια δυναμική θεολογική δικαίωση. Το γεγονός της Ανάστασης του Χριστού είναι ο πυρήνας της σωτήριας Ενανθρώπησης του Υιού του Θεού, το κλειδί της εισόδου του ανθρώπινου γένους στη Βασιλεία του Θεού. Το Πεντηκοστάριο πέραν του ότι απηχεί την αγαλλίαση των φίλων του Χριστού για την παρουσία του αναστημένου Κυρίου ανάμεσά τους, για την υπέροχη προοπτική που εγγυάται για την ανθρωπότητα η κατατρόπωση του θανάτου, διαλαλεί στον κόσμο το πιο σημαντικό χαρούμενο μήνυμα που έλαβε ποτέ η ανθρωπότητα, διακηρύττει το ευφρόσυνο άγγελμα της ελευθερίας από τα δεσμά, τα δίκτυα μες στα οποία είχε μπλεχτεί ο άνθρωπος με την αυτονόμησή του από το Δημιουργό του. Γιαυτό η Εκκλησία επιμένει επί εξήμιση εβδομάδες στην επανάληψη των αναστάσιμων ύμνων και άλλων προσευχών, μεταδίνοντάς μας τη βεβαιότητα της Λύτρωσης και την αισιοδοξία των τέκνων του Θεού. Για τον ίδιο, εξάλλου, λόγο, ανανεώνει το αναστάσιμο μήνυμά της κάθε Κυριακή, όλο το χρόνο.
Ίσως κάποιος, δικαιολογημένα, στο σημείο αυτό διερωτηθεί: Πώς θα συμβούν σε μένα όλα αυτά τα θαυμάσια για τα οποία γίνεται λόγος, αφού, όταν ακούω στη λατρεία τους ύμνους, δεν καταλαβαίνω το ακριβές νόημά τους; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα 'ταν καλύτερα οι ύμνοι που χρησιμοποιούνται στη λατρεία να ήταν δημιουργήματα της εποχής μας και να μεταχειρίζονταν τη σύγχρονη γλώσσα. Όμως είναι επίσης αλήθεια πως ένας λατρευτικός ύμνος μας γίνεται γνωστός όχι αποκλειστικά με το να καταλαβαίνουμε το ακριβές περιεχόμενό του με την αντιληπτική ικανότητα του νου μας. Αυτή η ικανότητα, έτσι κι αλλιώς, δεν είναι η κύρια που οφείλει να επιστρατεύει ο πιστός στη σχέση του με το μυστήριο του Θεού και της Εκκλησίας. Ένας ύμνος απευθύνεται πολύ βαθύτερα στο είναι μας, και αποβλέπει όχι να μας πείσει ή να μας ενημερώσει, αλλά να συμβάλει στην πρόκληση της καλής αλλοίωσης, της διαμόρφωσης του ήθους μας όπως το καθορίζει η Εκκλησία. Για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται η συμμετοχή ολόκληρου του ανθρώπου, της σωματοψυχής μας. Απαιτείται να δουλέψουν μαζί όσο το δυνατόν περισσότερα τμήματα της υπαρξής μας, από τα αισθητήρια οργανά μας (τα αυτιά που θα ακούσουν, τα μάτια που θα διαβάσουν...) και τα άλλα μέλη του σώματός μας (τα χέρια που θα σταυροκοπηθούν, τα χείλη που θα ψάλλουν...), ίσαμε τα αισθήματά μας (τη χαρά της κοινωνίας, τη συντριβή της μετάνοιας...) και τις πνευματικές μας λειτουργίες (τους συνειρμούς της μνήμης, τα άλματα της σκέψης...). Αυτή τη διαδικασία τη διευκολύνουν στα πλαίσια της λατρείας και οι άλλες λειτουργικές τέχνες (η ζωγραφική λ.χ.), και πρώτη απ' όλες η συνυφασμένη με την ποίηση μελική. Οι ύμνοι μας είναι γνωστοί ως μελωδίες, επενδυμένοι με μουσική. Ακόμα, μας γίνονται γνωστοί οι ύμνοι συνδεμένοι με μια κωδωνοκρουσία ή με μια δραματική εκδήλωση της λατρείας. Πόσα άλλα εκτός από τα λόγια του μας κάνουν γνωστό, π.χ., τον ύμνο "Έρραναν τον τάφον...". Το θέαμα του επιταφίου, οι κινήσεις των κοριτσιών γύρω, η μυρωδιά του λιβανιού, η πένθιμη κωδωνοκρουσία, ακόμα κι ο συνωστισμός για το προσκύνημα, και, γιατί όχι, κι η κούραση από τις δουλειές των ημερών της ετοιμασίας για τη Λαμπρή. Χρειάζεται, λοιπόν, να μας πουν τι σημαίνει λίαν για να μας γίνει γνωστός ο ύμνος;
Άλλο, βέβαια, είναι ο θεολογικός σχολιασμός των ύμνων που επεκτείνει το αφαιρετικό/ευσύνοπτο/ποιητικό περιεχόμενό τους και οικοδομεί τους μελετηρούς πιστούς. Δοκιμάζουμε, λοιπόν, να ερμηνεύσουμε και ένα τροπάριο από τον αναστάσιμο κανόνα του Ιωάννη Δαμασκηνού.
Φυλάξας τὰ σήμαντρα σῶα, Χριστέ,
ἐξηγέρθης τοῶ τάφου,
ὁ τὰς κλεῖς τῆς Παρθένου
μὴ λυμηνάμενος ἐν τῷ τόκῳ σου,
καὶ ἀνέωξας ἡμῖν παραδείσου τὰς πύλας.
Σηκώθηκες και βγήκες απ' το μνήμα, Χριστέ, χωρίς να παραλλάξεις καθόλου τα σημάδια της ταφής, δηλαδή τα οθόνια που σε τύλιξαν, το σουδάριο που σου σκέπασαν την κεφαλή, και το λίθο που κύλισαν στην είσοδο του τάφου. Έμειναν όλα ακριβώς στη θέση τους για να φαίνεται πως η νεκρανάστασή σου δεν ήταν κάποιο απατηλό τέχνασμα, αλλά πραγματική μεταστοιχείωση του υλικού σου σώματος. Η αναστημένη σάρκα σου πέρασε μέσα από τα οθόνια και μέσα από το λίθο, όπως αργότερα και μέσα από τις κλειστές πόρτες του ανωγειού όπου ήσαν μαζεμένοι οι μαθητές, χωρίς να εμποδιστεί από τα υλικά στοιχεία, και χωρίς να τα παραβλάψει ή να τα αλλοιώσει. Το ίδιο, άλλωστε, είχε συμβεί κι όταν γεννήθηκες από την Παρθένο Μαρία, χωρίς το πέρασμά σου από τη μήτρα της να φθείρει την παρθενία της. Κύριε, μ' αυτές τις δυο διελεύσεις σου, την Ενανθρώπηση και την Ανάστασή σου, μας άνοιξες τις πύλες του παραδείσου που είχαν κλείσει πίσω μας τη μέρα της παρακοής και της κατά συνέπεια καταδίκης. Εγκαινίασες το καινούριο Πάσχα (Πάσχα, εβραϊκή λέξη, σημαίνει διάβαση, πέρασμα, διαπεραίωση).
ΜΗΝΑΙΑ
Το Πεντηκοστάριο, το Τριώδιο, και η Παρακλητική στην πραγματικότητα, εξυπηρετούν υμνολογικά τις Ακολουθίες των λεγόμενων κινητών εορτών, αυτών, δηλαδή, που έχουν καθορισμένη μέρα τέλεσης, όχι, όμως, και ημερομηνία. Οι άλλες γιορτές, αυτές που διατηρούν μόνιμη θέση στον ετήσιο κύκλο, μεταβαλλομένης μόνο, αναπόφευκτα, της ημέρας τέλεσής τους, αλλ' όχι και της ημερομηνίας, οι σταθερές, λέγονται ακίνητες.
Ακίνητες από την ίδια άποψη είναι και οι μνήμες των Αγίων (συνήθως είναι οι επέτειοι της κοίμησής τους ή του μαρτυρίου τους ή άλλων γεγονότων από το βίο και την πολιτεία τους, ιδίως θαυμάτων τους, και εύρεσης ή ανακομιδής των λειψάνων τους· σε λίγες περιπτώσεις πρόκειται περί συνάξεως προς τιμή ενός Αγίου, όταν την προηγούμενη μέρα γιορτάστηκε γεγονός δεσποτικό στο οποίο συμμετείχε ενεργά, π.χ. η σύναξη του Προδρόμου την επομένη της Βάπτισης, ή η σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ την επομένη του Ευαγγελισμού, ή η σύναξη της Θεοτόκου την επομένη της Γέννησης). Ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις κινητών τέτοιων επετείων, όπως, π.χ., το δια κολλύβων θαύμα του Αγίου Θεοδώρου, που η Εκκλησία μας το θυμίζει το πρώτο Σάββατο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Μετά την αποδοχή στην Ανατολή του νέου ημερολογίου, κατέστησαν αναγκαστικά "κινητές" οι μνήμες του Αγίου Γεωργίου και του Αποστόλου Μάρκου, επειδή οι Ακολουθίες τους είναι χαρμόσυνες-αναστάσιμες και δεν είναι δυνατό να ψαλούν στη διάρκεια της πένθιμης περιόδου πριν το Πάσχα, αν, βέβαια, το Πάσχα συμπέσει μετά τις 23 Απριλίου.
Οι μνήμες των Αγίων που τελεί η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι χιλιάδες. Υπάρχουν οι πανορθόδοξης εμβέλειας, των παλαιών μεγάλων Αγίων, αλλά και εκείνες των τοπικών Εκκλησιών. Στην Εκκλησία της Κύπρου γιορτάζουμε, λόγου χάριν, ελάχιστους Σλαύους Αγίους που γιορτάζουν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες των ομοδόξων Ρώσσων, Σέρβων, Βουλγάρων κ.λ.π., ενώ και εκείνοι αγνοούν τους δικούς μας τοπικούς Αγίους. (Γιορτάζουν, προφανώς τον Άγιο Σπυρίδωνα, όχι, όμως, και τον Άγιο Κυριακό της Ευρύχου). Εξάλλου, κάθε μέρα τελείται η μνήμη πολλών Αγίων, όχι μόνο με την έννοια της ομάδας -- των Αγίων Τεσσαράκοντα, των χιλίων Μαρτύρων της Νικομήδειας κ.ού.κ. --, αλλά και μεμονωμένων στις 19 Απριλίου, π.χ., μνημονεύει η Εκκλησία μας Παφνουτίου Ιερομάρτυρος, Θεοδώρου Μάρτυρος του εν Πέργη της Παμφυλίας, και της μητρός αυτού Φιλίππας Μάρτυρος, Γεωργίου Επισκόπου Πισιδίας, Τρύφωνος Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Αγαθαγγέλου Οσιομάρτυρος, Συμεών Ηγουμένου της Μονής Φιλοθέου, Σωκράτους και Διονυσίου Μαρτύρων. Όλοι αυτοί οι Άγιοι, συναγμένοι σήμερα στη Βασιλεία των Ουρανών, όταν ζούσαν και διέπρεψαν ως πιστά μέλη της Εκκλησίας, και χρονικά και τοπικά απείχαν πολύ μεταξύ τους. Επιπλέον, κατέστησαν άγιοι για ολότελα διαφορετικούς λόγους. Η Εκκλησία αναγνωρίζει Αγίους σε εφτά τάξεις/τάγματα. Δηλαδή [α] Άγγελοι και Αρχάγγελοι, [β] Δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης και Προπάτορες του Θεανθρώπου, [γ] Απόστολοι και Ισαπόστολοι (π.χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος), [δ] Ιεράρχες (πατέρες και διδάσκαλοι), [ε] Μάρτυρες (ιερομάρτυρες, οσιομάρτυρες, νεομάρτυρες) και Ομολογητές, [στ] Όσιοι (ασκητές και σαλοί) και [ζ] Ανάργυροι (γιατροί θεραπευτές). Η πολυπληθέστερη τάξη είναι, βέβαια, εκείνη των αγίων Μαρτύρων, ενώ η πιο ολιγοπρόσωπη η τελευταία, των αγίων Αναργύρων που, αν αποτέλεσαν ξεχωριστή τάξη, είναι γιατί στους πρώτους αιώνες η Εκκλησία τους χρησιμοποίησε συστηματικά για να εξουδετερώσει τη μεγάλης αντοχής αίγλη των ειδωλολατρικών ασκληπιείων (νοσοκομείων)· όπου παλαιός ναός Αγίων Αναργύρων, εκεί και ερείπια αρχαίου ασκληπιείου, υπόψη.
Οι ακίνητες γιορτές διακρίνονται σε [α] δεσποτικές (με περιεχόμενο κάποιο καίριας σημασίας για τη Σωτηρία γεγονός από την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού: Ευαγγελισμός, Γέννηση, Περιτομή, Υπαπαντή, Βάπτιση-Θεοφάνεια, Μεταμόρφωση και Ύψωση του Τίμιου Σταυρού) και [β] θεομητορικές (Γενέσιο, Εισόδια, Κοίμηση). Δεσποτικές, βέβαια, είναι και οι γιορτές που έχουν κέντρο το Πάσχα. Εξάλλου, οι δυο πρώτες δεσποτικές είναι κατά κάποιο τρόπο και θεομητορικές· ο λαός μας, μάλιστα, θεωρεί και την Υπαπαντή θεομητορική γιορτή, γιατί, λέει, "ποσαραντώνει" η λεχώ Παναγία.
Αυτό, λοιπόν, τον τεράστιο ακίνητο εορτολογικό πλούτο της Εκκλησίας τον καλύπτουν υμνολογικά τα δώδεκα Μηναία, ένα για κάθε μήνα του έτους. Δώδεκα βιβλία, άνισου όγκου τόμοι, μια και η ισαριθμία των ημερών δε σημαίνει σε κάθε μήνα και ισαριθμία επετείων, αλλά και γιατί ορισμένων γιορτών οι Ακολουθίες είναι πλουσιότατες, ενώ πολλών μνημών Αγίων είναι, σχετικά συντομότατες έως και ανύπαρκτες. Το βραχύτερο Μηναίο είναι του Απριλίου, γιατί, ενόψει του γιορτασμού του Πάσχα κινητώς, η Εκκλησία απέφυγε να ορίσει στο πρώτο εικοσαήμερο άλλες γιορτές ή μνήμες πανηγυ-ριζομένων Αγίων. Το εκτενέστερο είναι του Δεκεμβρίου, ακολουθούμενο κατά πόδας από εκείνο του Ιανουαρίου. Η έκταση του κάθε τόμου δεν προδικάζει, φυσικά, και την ποιότητα, τη θεολογική και καλλιτεχνική, των περιεχομένων ύμνων, όμως, δε χωρεί αμφιβολία πως τα πιο εμπνευσμένα έργα των υμνογράφων είναι εκείνα που ποιήθηκαν για τις γιορτές της Σωτηρίας και εκείνες της γλυκιάς Παναγιάς. Πολλές ομάδες ύμνων για Αγίους, οφείλουμε να το ομολογήσουμε, είναι άτεχνες απομιμήσεις, επαναλήψεις και αναπαραγωγές παλαιοτέρων. Τούτο, άλλωστε, ισχύει και για αρκετές σύγχρονές μας μιμητικές, ακόμα και γλωσσικά (!), παραγωγές που δε στέκουν, δυστυχώς, στα επίπεδα των παλαιών δημιουργημάτων.
Τους ύμνους που περιέχουν τα Μηναία συνέθεσαν ίσως και εκατοντάδες υμνογράφοι σε εντελώς διακεκριμένες εποχές. Άλλοι γνωστοί και επώνυμοι, άλλοι άσημοι ή ανώνυμοι· ο καθένας προσφέροντας το δικό του τάλαντο στον απαρτισμό της τεράστιας συλλογής, μερικοί, μάλιστα από το υστέρημά τους, αφού ανέλαβαν, απλώς, να συμπληρώσουν κενά. Εκείνο, πάντως, που έχει σημασία είναι πως δεν έκρυψαν το τάλαντο, δε θεώρησαν πως δεν ήταν δική τους δουλειά η υμνογραφία της Εκκλησίας· πραγματικά, σ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας της βυζαντινής λογοτεχνίας δεν έχουμε ούτε ένα σημαντικό "κοσμικό" ποιητή που να μην έγραψε και ύμνους για τη λατρεία. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σήμερα, οι βυζαντινοί πρόγονοί μας, όχι μόνο οι ποιητές, βέβαια, δε διαχώριζαν τη ζωή τους σε δυο ερμητικές περιοχές, δεν έπασχαν τη σχιζοφρένεια που δοκιμάζουν οι πλείστοι από μας που έχουμε έναν εαυτό για τις Κυριακές, τον οποίο εγκαταλείπουμε στο ναό για να τον ξαναβρούμε μετά μια βδομάδα, αφού ζήσουμε τις ενδιάμεσες ώρες μας στον κόσμο του συμφέροντος, του χρήματος, του ατομισμού, κοντολογίς της "δουλειάς/δουλείας" μας. Εκείνοι σ' έναν κόσμο υπηρετούσαν· όλες οι εκδηλώσεις τους ήταν εμποτισμένες με την παρουσία και τη Χάρη του Θεού. Κι όταν, ακόμα φώναζαν κοινωνικά-πολιτικά συνθήματα στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, ξεκινούσαν βάζοντας το σταυρό τους· κι όταν τραγουδούσαν ερωτικά τραγούδια, έκλειναν με το Αμήν· κι όταν καυγάδιζαν στα καπηλειά, οι διαφωνίες τους ήταν συνήθως θεολογικές! Σε μια τέτοια κοινωνία δεν μπορούσε ο εξαίρετος ποιητής Γεώργιος ο Πισίδης, λόγου χάριν, να συνθέσει μόνο κοσμικά ποιήματα.
Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι αυτό δε σημαίνει πως οι Βυζαντινοί ξημεροβραδυάζονταν στους ναούς· κάθε άλλο. Απλώς δεν υπήρχε τομέας της ζωής τους που να τον αποκρύπτουν από την αγιαστική ακτινοβολία της Εκκλησίας. Ότι έτσι είχαν τα πράγματα γίνεται φανερό κι αν αναλογιστούμε πως τα Μηναία, και τα άλλα υμνογραφικά λειτουργικά βιβλία, προορίζονταν, όταν απαρτίζονταν, για χρήση στα μοναστήρια -- όχι στους ενοριακούς ναούς. Οι μακρές, γεμάτες ύμνους και αναγνώσματα Ακολουθίες που προβλέπονται στα βιβλία, αφορούσαν τους μοναχούς· οι άλλοι εργάζονταν, διασκέδαζαν, πολεμούσαν, πάντα κάτω από το σκέπος της Εκκλησίας, κι έδιναν την άνεση στους καλογέρους να υμνούν ακατάπαυστα το Θεό με την ατέρμονα λατρεία εξ ονόματος της Οικουμένης.
Ας φυλλομετρήσουμε, όμως, τώρα, τα Μηναία, για να μελετήσουμε μερικά εκλεκτά δείγματα ύμνων από τις σελίδες τους. Πρώτα ο ειρμός της έννατης Ωδής του Κανόνα στην Ύψωση του Τίμιου Σταυρού, έργο του υμνογράφου Κοσμά του Αγιοπολίτη (8ος αι.):
Μυστικὸς εἶ, Θεοτόκε, παράδεισος,
ἀγεωργήτως βλαστήσασα Χριστόν,
ὑφ' οὗ τὸ τοῦ σταυροῦ
ζωηφόρον ἐν γῇ
πεφυτούργηται δένδρον·
δι' οὗ νῦν ὑψουμένου,
προσκυνοῦντες αὐτόν
σὲ μεγαλύνομεν.
Θεοτόκε, συ ει μυστικός παράδεισος, βλαστήσασα αγεωργήτως τον Χριστόν, υφ' ου πεφυτούργηται εν τη γη το ζωηφόρον δένδρον του σταυρού. Δι' ου (του σταυρού) νυν υψουμένου, σε (Θεοτόκε) μεγαλύνομεν, προσκυνούντες αυτόν (τον Χριστόν).
Τώρα το ευκολοκατανόητο ιδιόμελο δοξαστικό στιχηρό των Αίνων στους Αγίους Αναργύρους Κοσμά και Δαμιανό του υμνογράφου Θεοφάνη του Γραπτού (9ος αι.):
Πηγὴν ἰαμάτων ἔχοντες, Ἅγιοι Ἀνάργυροι,
τὰς ἰάσεις παρέχεται πᾶσι τοῖς δεομένοις,
ὡς μεγίστων δωρεῶν ἀξιωθέντες
παρὰ τῆς ἀεννάου πηγῆς, τοῦ σωτῆρος Χριστοῦ·
φηςὶ γὰρ πρὸς ὑμᾶς ὁ Κύριος
ὡς ὁμοζήλους τῶν Ἀποστόλων·
Ἰδού δέδωκα ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν
Κατὰ πνευμάτων ἀκαθάρτων,
ὥστε αὐτὰ ἐκβάλλειν καὶ θεραπεύειν
πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν·
διὸ τοῖς προστάγμασιν αὐτοῦ καλῶς πολιτευσάμενοι
δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν παρέχετε
ἰατρεύοντες τὰ πάθη
τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν.

Τέλος, το ιδιόμελο δοξαστικό στιχηρό των Εσπερίων στην κατά σάρκα Γέννησιν του Κυρίου Ιησού Χριστού, έργο της υμνογράφου Κασσιανής (9ος αι.):
Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς
ἡ πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐπαύσατο·
καὶ σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς Ἁγνῆς
ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται.
Ὑπ[ο μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον
αἱ πόλεις γεγένηνται
καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος
τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν.
Ἀπεγράφησαν οἱ λαοὶ
τῷ δόγματι τοῦ Καίσαρος·
ἐπεγράφημεν οἱ πιστοὶ
ὀνόματι Θεότητος,
σοῦ τοῦ ἐναθρωπήσαντος Θεοῦ ἡμῶν.
Μέγα σου τὸ ἔλεος,
Κύριε, δόξα σοι.
Όταν επικράτησε σ' όλη την Οικουμένη ως μονάρχης ο Οκταβιανός Αύγουστος, σταμάτησε η πολυαρχία ανάμεσα στους ανθρώπους και απλώθηκε πέρα ώς πέρα η ρωμαϊκή ειρήνη· αντίστοιχα, όταν Εσύ έγινες άνθρωπος δανεισμένος σάρκα από την αγνή Μητέρα Σου, αχρηστεύτηκε η ειδωλολατρική πολυμορφία των θρησκειών. Όλες οι πόλεις υπήχθησαν στην ενιαία εξουσία του Αυγούστου· κατ' αναλογία οι διάφοροι λαοί πίστεψαν στο μόνο αληθινό Θεό και εντάχτηκαν στην Εκκλησία. Βάσει της απόφασης του καίσαρα Αυγούστου έγινε απογραφή του πληθυσμού της Οικουμένης· παράλληλα καταγραφτήκαμε εμείς οι χριστιανοί στον κατάλογο που έχει επικεφαλής το όνομα του Θεού, δηλαδή Εσένα, του Θεού μας που έγινες άνθρωπος, ακριβώς για να πραγματοποιήσεις αυτή την καταγραφή και την ένταξη. Μεγάλο που είναι το έλεός Σου, Κύριε· δόξα σε Σένα!
Τα Μηναία προσφέρουν καθημερινή πνευματική τροφή στους χριστιανούς, προβάλλοντας ιερά πρόσωπα προς μίμηση ή ξαναφέρνοντας στο παρόν ιερά γεγονότα της Σωτηρίας μας. Συμβάλλουν δραστικά στη μεταμόρφωση του κοσμικού χρόνου σε ιερό, και του καθημερινού βίου σε εν Χριστώ ζωή· στην υλοποίηση της μεταλλαγής της αμαρτωλής πραγματικότητας σε Βασιλεία του Θεού.
ΣΥΝΕΚΔΗΜΟΣ
Αυτό που αναφέραμε στο δεύτερο σημείωμα για τα Μηναία, πως οι μακρές Ακολουθίες που διαλαμβάνονται στα υμνογραφικά λειτουργικά βιβλία απευθύνονται στους μοναχούς, και συνεπώς οι λαϊκοί δύσκολα μπορούν να παρακολουθήσουν τον όλο πλούτο της υμνογραφίας, βρήκε την εφαρμογή του, και τη λύση του, στη δημιουργία των Συνεκδήμων. Για να πούμε την αλήθεια, οι Συνέκδημοι κατασκευάστηκαν αρχικά, πάλι για τους μοναχούς, για να τους παίρνουν μαζί τους όταν εκδημούσαν, έφευγαν προσωρινά από το μοναστήρι για να εκτελέσουν διακονήματα, και δεν μπορούσαν, βέβαια, να κουβαλούν όλα τα λειτουργικά βιβλία. Σύντομα, όμως, διαπιστώθηκε πως η ίδια αυτή μορφή εξυπηρετούσε και τις ανάγκες των λαϊκών, όταν ζητούσαν να γνωρίσουν το απάνθισμα του λειτουργικού υλικού της Εκκλησίας, όταν ήθελαν να πλουτίσουν την ιδιωτική προσευχή τους, στο ταμιείον τους.
Ο Συνέκδημος λέγεται και Σύνοψη, όνομα που αποδίδει ακριβώς τη δομή του υλικού που περιλαμβάνει· είναι, δηλαδή, μια συμπύκνωση, διατηρουμένων των πιο βασικών και πρακτικά χρήσιμων στοιχείων, των Ακολουθιών. Σ' ένα συνηθισμένο Συνέκδημο βρίσκει κανείς τα κείμενα της Θείας Λειτουργίας, τις κυριότερες Ακολουθίες του νυχθημέρου, Παρακλητικούς Κανόνες, τον Ακάθιστο Ύμνο, την Ακολουθία της Μεταλήψεως, Απολυτίκια, Κοντάκια και άλλους βασικούς ύμνους διαφόρων εορτών και μνημών Αγίων, τις Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, τους Αποστόλους και τα Ευαγγέλια των Κυριακών και ό,τι άλλο φιλοτιμήθηκε να περιλάβει ο κάθε εκδότης.
Ο δειγματοληπτικός χαρακτήρας του Συνεκδήμου δεν τον εμποδίζει να καθίσταται αληθινός σύντροφος κάθε πιστού και συμβολικά, θα λέγαμε, να είναι ο συνοδοιπόρος του χριστιανού στο δρόμο της πνευματικής ζωής και της Σωτηρίας. Και είναι διπλά χρήσιμος συνοδοιπόρος· παρέχει, σε ώρες πείνας του νου και δίψας της καρδιάς την πιο αποτελεσματική βρώση και πόση, τα ιερά κείμενα της λατρείας, ενώ συγχρόνως αποτελεί ένα πρώτης τάξεως βοήθημα για τη συμμετοχή στη δημόσια προσευχή, δηλαδή τη λατρεία, με ένταση στην πρόσληψη των λειτουργικών κειμένων. Ο Συνέκδημος για το λαϊκό χριστιανό είναι εφόδιο χρειωδέστατο κι απαραίτητο για την προσπέλασή του στον υπέροχο χώρο της θείας λατρείας και των ιερών κειμένων της που δεν είναι αντικείμενα μουσείου ή θησαυροί χωμένοι στη γη ή κλεισμένοι σε θησαυροφυλάκια· είναι τρέχον νόμισμα με το οποίο μπορούμε να αγοράζουμε δωρεάν, κατά το ανεξερεύνητο μυστήριο της θείας Αγάπης, τη Σωτηρία μας.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία προκρίνει την κοινή λατρεία-προσευχή των μελών της· θέλει να συγκεντρώνει τα τέκνα της στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού για ν' αποτελούν το Σώμα Του και να δικαιούνται, να "απαιτούν" μάλλον, την παρουσία της Κεφαλής. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως ο λόγος που η Εκκλησία καθιέρωσε τη λατρεία είναι ακριβώς για να προσφέρει την ευκαιρία στα μέλη της να συνάγονται, ώστε να "υποχρεώνεται" ο Χριστός να παρίσταται ανάμεσά τους, κατά την επαγγελία του "ου εισίν δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών" (Ματθ. ιη,20). Αυτή, άλλωστε, είναι και η ουσιαστική διαφορά της εκκλησιαστικής λατρείας από τις λατρείες των θρησκειών, που γίνονται για εξευμενισμό του θείου ή για μεταρσίωση των θρησκευομένων. Η Εκκλησία, λοιπόν, με το λειτουργικό πλούτο που διαθέτει, μας καλεί να πάρουμε μέρος στην κοινή και δημόσια λατρεία της, όσο πιο τακτικά μας είναι δυνατό - αδιαλείπτως νυχθημερόν (αν είμαστε μοναχοί), όποτε κτυπήσει η καμπάνα του ναού της ενορίας μας (αν είμαστε φιλακόλουθοι), στην κυριακάτικη Λειτουργία (αν είμαστε πολυάσχολοι), στις μεγάλες γιορτές, έστω, (αν είμαστε... πλήρως εκκοσμικευμένοι) - και να προσευχηθούμε μαζί με τους αδελφούς μας, ενωμένοι ωσάν τα μέλη ενός πραγματικού σώματος. Όσο, όμως και αν αυτή είναι η προτεραιότητα της Εκκλησίας, ουδέποτε απορρίφθηκε και η ιδιωτική προσευχή, με τον τρόπο που ταιριάζει στον κάθε πιστό· με τη χρήση συγκεκριμένων προσευχών ή με την αξιοποίηση των λειτουργικών κειμένων, πεζών συνάμα και ποιητικών. Θα προτιμούσε, βέβαια, αναφορικά με την ιδιωτική προσευχή, να μας δει όλους ιδανικούς προσευχομένους με την ασύγκριτου μεγαλείου και δύναμης πνευματικής, την πολυσύνθετη και θεολογικότατη, τη μυστική και καρδιακή, τη μονόλεκτη και επαναλαμβανόμενη προσευχή Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με. Γιατί αυτή συνοψίζει, μέσα στις εφτά λέξεις της που απαγγέλλονται μέσα σε μια εκπνοή, όλη την Πίστη και όλο το Ήθος του αληθινού χριστιανού, ή, αλλιώς ειπωμένο, όλη την Αλήθεια του Ευαγγελίου· και γιατί, με τη συνεχή επίκληση του ονόματος του Θεανθρώπου, κάνει ώστε η θεία αποκάλυψη να ζωντανεύει και να συλλαμβάνεται από την πληρότητα της υπαρξής μας, κάνει ώστε η ζωή μας να γίνεται ένα με την αναστημένη ζωή του Χριστού.